H περίοδος της αρμονικής συμβίωσης (που άρχισε ειδικά μετά την καρατόμηση του Νίκου Φίλη από τον Αλέξη Τσίπρα) δείχνει να ανήκει πια στο παρελθόν | INTIMEnews
Επικαιρότητα

Δεύτερη «ιερή καμπάνα» για τον Τσίπρα

Σταθερά επιδεινούμενες βαίνουν οι σχέσεις κυβέρνησης - Εκκλησίας. Η Ιερά Σύνοδος ζητά από τον Πρωθυπουργό να μην προχωρήσει με το νομοσχέδιο για την ταυτότητα φύλου αλλά ούτε και με τη Συνταγματική Αναθεώρηση
Protagon Team

Παρά τον εγκάρδιο χαιρετισμό του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο πριν από την τελετή Αγιασμού στη Βουλή (βλ. φωτογραφία πιο κάτω) οι καμπάνες στις σχέσεις Εκκλησίας – κυβέρνησης δεν χτυπούν χαρμόσυνα. Μέσα σε λίγα μόλις 24ωρα, ο Πρωθυπουργός δέχθηκε αλλεπάλληλα αυστηρά -και συνάμα ξεκάθαρα- μηνύματα από τα οποία προκύπτει ότι οι σχέσεις με τους ιεράρχες διανύουν περίοδο παρατεταμένης κρίσης.

Τα χαμόγελα μάλλον σβήνουν από το πρόσωπο του Πρωθυπουργού μετά τις τελευταίες εξελίξεις/ INTIMEnews

Μετά τη ματαίωση της επίσκεψης Τσίπρα στο Αγιον Όρος, κατόπιν άρνησης των μοναχών να του αποδώσουν τιμές σύμφωνα με το πρωτόκολλο, ήρθε η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου για δύο βασικά ζητήματα: α) το νομοσχέδιο για την ταυτότητα φύλου, το οποίο η Εκκλησία της Ελλάδος θεωρεί ουσιαστικά απαράδεκτο και β) τον διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, για τον οποίο οι ιεράρχες λένε ουσιαστικά στον Πρωθυπουργό να μην σκέφτεται καν να ανοίξει ζήτημα διαχωρισμού μέσω της συζήτησης για τη Συνταγματική Αναθεώρηση.

Για το νομοσχέδιο σχετικά με την αλλαγή ταυτότητας φύλου, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ζήτησε από την κυβέρνηση και τον πολιτικό κόσμο «να αρθεί στο ύψος της ευθύνης και αποστολής του, πέρα από πολιτικά ιδεολογήματα, προκαταλήψεις και την επίκληση του ανεξέλεγκτου δικαιωματισμού, να αποσύρει το σχέδιο νόμου». Σε κείμενό της, η Ιερά Σύνοδος επαναλαμβάνει τις βασικές της θέσεις επί του θέματος, στις οποίες επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι «το φύλο στον άνθρωπο αποτελεί ιερή παρακαταθήκη και υπηρετεί στη βάση της ψυχοσωματικής συμπληρωματικότητας το μυστήριο της ζωής και της αγάπης. Υπό την έννοια αυτήν, δεν είναι επιλέξιμο, αλλά ως δώρο αποτελεί θείο χάρισμα στον άνθρωπο, που πρέπει αυτός να αξιοποιήσει για τον αγιασμό του».

Οσον αφορά στο ζήτημα της Συνταγματικής Αναθεώρησης τονίζουν με νόημα, ότι μία τέτοια συζήτηση δεν θα την κάνουν με την κυβέρνηση αλλά με τη Βουλή, αναφέροντας χαρακτηριστικά:

«Οποιαδήποτε πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος (άρθρο 110 παρ. 2) απόκειται στην πρωτοβουλία της Βουλής. Επομένως η οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από το θέμα αυτό θα γίνει με διακομματική Επιτροπή των Κοινοβουλευτικών Κομμάτων και όχι με εκπροσώπους της Κυβέρνησης. Παράλληλα η Εκκλησία, οφείλει να ορίζει τις σχέσεις της προς την Πολιτεία με όρους κοινωνίας και όχι με όρους ιδεολογίας, δεν γνωρίζει τον όρο “χωρισμός” στην πνευματική της αποστολή, αφού δεν μπορεί να τον εφαρμόσει στην κοινωνία, έστω και αν επιβληθή μονομερώς από την Πολιτεία με ιδεολογικούς όρους, γι’ αυτό την οριστική απάντηση στο ζήτημα αυτό την δίνει πάντοτε, «θάττον ή βράδιον» ο ίδιος ο ευλαβής ελληνικός λαός…».

Με δεδομένη την αυστηρή στάση των ιεραρχών και τα μηνύματα που εκπέμπει σε κάθε ευκαιρία ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος τις τελευταίες ημέρες, φαίνεται ότι η κρίση στις σχέσεις κυβέρνησης – Εκκλησίας θα έχει κι άλλα επεισόδια, καθώς όπως προκύπτει, η περίοδος της αρμονικής συμβίωσης (που άρχισε ειδικά μετά την καρατόμηση του Νίκου Φίλη από τον Αλέξη Τσίπρα) δείχνει να ανήκει πια στο παρελθόν.

Αναλυτικά η ανακοίνωση της Ιεραρχίας για το «όχι» στο διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας έχει ως εξής:

1. Οποιαδήποτε πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος (άρθρο 110 παρ. 2) απόκειται στην πρωτοβουλία της Βουλής. Επομένως η οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από το θέμα αυτό θα γίνει με διακομματική Επιτροπή των Κοινοβουλευτικών Κομμάτων και όχι με εκπροσώπους της Κυβέρνησης. Παράλληλα η Εκκλησία, οφείλει να ορίζει τις σχέσεις της προς την Πολιτεία με όρους κοινωνίας και όχι με όρους ιδεολογίας, δεν γνωρίζει τον όρο «χωρισμός» στην πνευματική της αποστολή, αφού δεν μπορεί να τον εφαρμόσει στην κοινωνία, έστω και αν επιβληθή μονομερώς από την Πολιτεία με ιδεολογικούς όρους, γι’ αυτό την οριστική απάντηση στο ζήτημα αυτό την δίνει πάντοτε, «θάττον ή βράδιον» ο ίδιος ο ευλαβής ελληνικός λαός. Η Εκκλησία… δεν μπορεί να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από το λαό της, γιατί αυτό επιδιώκεται. Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού με ό,τι αυτό σημαίνει. Η Πολιτεία αν το θελήσει και έχει την συγκατάθεση αυτού του λαού, ας το επιχειρήσει τηρώντας βεβαίως τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι της Εκκλησίας .

2. Ουδεμία απαίτηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης υφίσταται, ως επιχείρημα, για τον τρόπο καθορισμού του πλαισίου των σχέσεων. Αντίθετα μάλιστα κάθε Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή Κράτος Μέρος της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι ελεύθερο με βάση τα ιστορικά και πολιτιστικά δεδομένα του να οριοθετήσει τη σχέση του με τα υποκείμενα θρησκευτικά σώματα ή κοινότητες και συγχρόνως να παράγει εσωτερικό–εθνικό δίκαιο καθόλα αποδεκτό και σεβαστό από το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Για τον λόγο αυτό θρησκευτικοί φορείς με νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου, αλλά και κρατική μισθοδοσία ή κρατική ενίσχυση της μισθοδοσίας του Κλήρου ή κρατικές επιχορηγήσεις προς τα θρησκεύματα ή μάθημα θρησκευτικών με ομολογιακό χαρακτήρα προβλέπονται στην νομοθεσία πολλών ευρωπαϊκών κρατών. Η διαμόρφωση λοιπόν του οποιουδήποτε νέου πλαισίου σχέσεων ως εσωτερική υπόθεση κάθε Κράτους-Μέλους απαιτεί διάλογο με κύριο άξονα την ιδιοπροσωπία κάθε Κράτους-Μέλους, και μάλιστα όπως αυτή περιγράφεται από την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και πραγματικότητα και δεν προκαθορίζεται από οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κεκτημένο.

3. Η Εκκλησία κατά την ρύθμιση των σχέσεών Της βασίζεται κυρίως στο άρθρο 13 του Συντάγματος και είναι υποκείμενο θρησκευτικής ελευθερίας και αυτονομίας έναντι του Κράτους. Η Εκκλησία δεν θεωρεί ότι η νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου χορηγεί στην Πολιτεία το δικαίωμα να νομοθετεί μονομερώς. Ούτε φυσικά η μισθοδοσία είναι ζήτημα θεσμικών σχέσεων, ούτε χορηγεί στην νομοθετούσα Πολιτεία το δικαίωμα ωμής εισόδου σε εκκλησιαστικά θέματα.

4. Η «αποκρατικοποίηση» της Εκκλησίας η επί το θεολογικότερον η «απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος» , δηλαδή η παροχή πλήρους θρησκευτικής αυτονομίας για τα εσωτερικά Της ζητήματα, δεν έχει απολύτως καμία αιτιώδη σχέση με την οποιαδήποτε αλλαγή της νομικής προσωπικότητας των εκκλησιαστικών φορέων από δημοσίου δικαίου σε ιδιωτικού δικαίου. Επίσης πρέπει να καταστεί σαφές ότι η νομική προσωπικότητα της Εκκλησίας είναι ζήτημα που ρυθμίζει ο νομοθέτης κατά το άρθρο 72 παρ. 1 του Συντάγματος και δεν προκαθορίζεται από το Σύνταγμα. Αντίθετα ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας και της θρησκευτικής αυτονομίας της Εκκλησίας, αλλά και όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων προκύπτει ως μονοσήμαντη υποχρέωση για το Κράτος απευθείας από το άρθρο 13 του Συντάγματος και από τα άρθρα 9 και 11 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

5. Η Εκκλησία της Ελλάδος διαλέγεται με το Κράτος, όχι με την ιδιότητα της θρησκευτικής γραφειοκρατίας του Δημοσίου, που αρύεται την ύπαρξή της από την κρατική επίνευση, αλλά ως κοινότητα Κλήρου και Λαού. Η Εκκλησία της Ελλάδος έχει θεοΐδρυτη προέλευση, όπως αναγνωρίζει και το άρθρο 1 του Καταστατικού Χάρτου Της, η δε κοσμική Της έκφανση και λειτουργία υπό την μορφή κοσμικού οργανισμού έχει το ποίμνιό Της ως λαϊκή και δημοκρατική βάση της νομιμοποιήσεώς Της. Είναι φορέας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που συζητεί τα θρησκευτικά του ζητήματα με την κρατική εξουσία, όπως πράττουν και οι συμπολίτες μας άλλων ετεροδόξων και ετεροθρήσκων θρησκευτικών κοινοτήτων.

6. Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν μπορεί να δεχθεί οποιαδήποτε συμβολική υποβάθμιση ή θεσμική υποτίμησή Της στο πλαίσιο είτε της αναθεωρήσεως του Συντάγματος είτε τροποποιήσεως της τυπικής, κοινής νομοθεσίας. Οι παραπάνω συμβολισμοί εκφράζουν την πάγια και ιστορική σχέση του Ελληνικού Έθνους με την ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση, που έχει πολλές προεκτάσεις πολιτισμικές, κοινωνικές, γλωσσικές και ηθικές στην ιδιοσυγκρασία του σημερινού Έλληνα, τις οποίες ακόμη ψηλαφούμε στην καθημερινότητα των κατοίκων αυτής της χώρας.

7. Με δεδομένο ότι η συνταγματική και διαπιστωτική αναγνώριση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης ως «επικρατούσας θρησκείας» διαδραματίζει ρόλο ενός πληθυσμιακού, ιστορικού και πολιτισμικού τεκμηρίου για τον νομοθέτη, τον δικαστή και την κρατική διοίκηση, η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να αποσαφηνίσει προς την πολιτική εξουσία ότι η αναγνώριση της ιστορικότητας και της ενεργού θρησκευτικής παραδόσεως του ελληνικού Έθνους στο άρθρο 3 του Συντάγματος, σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζει αρνητικά την ισότιμη και πλήρη πρόσβαση κάθε πολίτη ή κατοίκου της Ελλάδας στα συνταγματικά δικαιώματα, ακόμα και εάν δεν είναι Έλληνας το γένος η ορθόδοξος χριστιανός κατά το θρήσκευμα.

8. Το ελληνικό Έθνος είχε μετά τον εκχριστιανισμό του έναν ιστορικά σταθερό πυρήνα, που περιλαμβάνει και την ορθόδοξη θρησκεία. Κατά συνέπεια, η αφαίρεση των στοιχείων θρησκευτικής ταυτότητας του Έθνους από το κείμενο του Συντάγματος θα αποτελούσε προσπάθεια εισαγωγής μίας νέας «εθνολογίας», καθώς αποκόπτει το Έθνος από ένα ουσιώδες περιεχόμενο του πυρήνα της ιστορικότητάς του, της ενεργού παράδοσής του και της παρούσης συλλογικής καθημερινότητάς του. Στο πλαίσιο αυτό δεν νομίζουμε ότι οποιαδήποτε πολιτική δύναμη έχει το δικαίωμα διατύπωσης της δικής της εκδοχής για την ιστορικότητα του Έλληνα μέσα στο Σύνταγμα ή την νομοθεσία, ούτε διαθέτει τη δημοκρατική νομιμοποίηση για να αναθεωρήσει τις ιστορικές παραμέτρους της εθνικής ταυτότητας.

9. Ως προς την σχέση μεταξύ εθνικής – θρησκευτικής «Ταυτότητας» και «Δημοκρατίας». Το ένα δεν αποκλείει, ούτε περιορίζει το άλλο. Η θέση της Εκκλησίας πρέπει να είναι ότι πρόκειται για συμπορευόμενες και μη συγκρουόμενες έννοιες. Συγχέουν διαφορετικά και άσχετα μεγέθη οι αναθεωρητικές προτάσεις να αποσιωπηθούν ή να απαλειφθούν από τον συνταγματικό ή κοινό νομοθέτη αναφορές που δείχνουν αναγνώριση της θρησκευτικής ταυτότητας του ελληνικού Έθνους ως στοιχείο, που επαναλαμβάνει και σε νομικό επίπεδο το Κράτος, ως πολιτικός φορέας του Έθνους.

10. Η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να προωθεί την πλήρη κατοχύρωση της αυτοδιοίκησής Της και με προσθήκη σαφούς διάταξης ή ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 13 του Συντάγματος που θα προστατεύει την θρησκευτική ελευθερία, στόχος από τον οποίο απέχει τόσο και η νομοθεσία όσο και η νομολογία. Το άρθρο 3 αυτήν την στιγμή λειτουργεί ανταγωνιστικά προς το άρθρο 13, καθώς παγίως ερμηνεύεται ότι μέχρι σήμερα από τα δικαστήρια βάσει του άρθρου 3 Συντ. η Πολιτεία μπορεί να νομοθετεί και επί εσωτερικών θρησκευτικών ζητημάτων της ορθόδοξης Εκκλησίας και χωρίς την συναίνεση της τελευταίας και επομένως η Εκκλησία δεν έχει πλήρη τα δικαιώματα θρησκευτικής αυτονομίας, που προκύπτουν από το άρθρο 13 για άλλες θρησκευτικές κοινότητες.

11. Η Εκκλησία της Ελλάδος επιθυμεί σχέσεις συνεργασίας με το Κράτος, διατηρώντας το νομικό status Της. Για τον λόγο αυτό μπορεί να περιληφθεί «νομοθετική εξουσιοδότηση» στο Σύνταγμα προς την Εκκλησία της Ελλάδος, ώστε αυτή να εκδίδει, χωρίς την σύμπραξη της Βουλής, τον Καταστατικό Της Χάρτη και τις διοικητικές πράξεις αυτοοργάνωσής Της.

12. Η Εκκλησία της Ελλάδος θα μπορούσε να ζητήσει την προσθήκη μνείας στο Σύνταγμα ότι η μισθοδοσία του κλήρου και η ενίσχυση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης αποτελεί αναγνώριση των περιουσιακών υποχρεώσεων της Πολιτείας έναντι της Εκκλησίας για την εκκλησιαστική περιουσία, που απέκτησε το Κράτος χωρίς αποζημίωση της Εκκλησίας από την σύσταση του Κράτους και εντεύθεν.

13. Στο πλαίσιο της αναθεωρητικής συζήτησης η Εκκλησία της Ελλάδος, ως κειμένη εντός του κλίματος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, στηρίζει την διατήρηση στο Σύνταγμα του κατοχυρωμένου ιδιαίτερου καθεστώτος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Αγίου Όρους (άρθρο 105) και των λοιπών εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών μέσα στην ελληνική επικράτεια, ήτοι Εκκλησία της Κρήτης, Μητροπόλεις Δωδεκανήσου (άρθρο 3 παρ. 2).