Τα αμερικανικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης μετέδιδαν την είδηση, αλλά και τα ίδια προσπαθούσαν να την πιστέψουν: «Εφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 89 ετών, ο δισεκατομμυριούχος μεγαλοεκδότης Σάμιουελ Eρβιν Νιούχαουζ Τζούνιορ, (S.E. Newhouse Jr) οποίος ήταν ιδιοκτήτης ορισμένων εκ των πιο επιτυχημένων και δημοφιλών περιοδικών των Ηνωμένων Πολιτειών».
Ο θάνατός του επιβεβαιώθηκε από την οικογένειά του, η οποία ανακοίνωσε ότι ο εκδότης πέθανε στο σπίτι του, στη Νέα Υόρκη, όπως έγραψαν οι βρετανικοί Times. Πρόεδρος της Conde Nast από το 1975, ο Σι Αϊ Νιούχαουζ, όπως ήταν περισσότερο γνωστός, αγόρασε και αναγέννησε το «New Yorker», το «Details» και το «Vanity Fair». Aλλα περιοδικά που ανήκουν στην εταιρεία του είναι το «Vogue», το «Wired», το «Glamour», το «W», το «QG», το «Condé Nast Traveler» και το «Self». Ποιο να πρωτοθυμηθείς. Μιλάμε για έντυπη στρατιά…
Πρόκειται για μια εκδοτική δυναστεία η οποία αποτιμήθηκε, πέρυσι, από το Forbes, στα 8,5 δισ. δολάρια. Ακόμα κι αυτός ο βαρόνος της ενημέρωσης, όμως, δεν μπόρεσε να αποφύγει τον θάνατο, ενώ υπέφερε εδώ και χρόνια από μια ασθένεια η οποία δεν έγινε ποτέ γνωστή. Και αυτό, ανάμεσα σε άλλα, ανήκε στις αρχές του ίδιου του εκλιπόντος: «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να γνωρίζει το αναγνωστικό κοινό το ποιος είμαι», έλεγε πολύ συχνά ο ίδιος και συμπλήρωνε ότι προτιμούσε να είναι άσημος. Ναι, αυτός, ο οποίος διοικούσε τόσα επιδραστικά περιοδικά, τα οποία εκτυπώνονταν σε εκατομμύρια τεύχη, προκειμένου να τα αγοράσει και να τα διαβάσει όλος ο πλανήτης. Ναι, τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Σι Αϊ. Απλός, μέχρι την τελευταία στιγμή του.
Η διευθύντρια έκδοσης της αμερικάνικης «Vogue», Αννα Γουίντουρ, δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει την απώλεια του εκδότη της, με τον οποίο πορεύτηκε δίπλα δίπλα μια ολόκληρη ζωή. «Ο Σι Αϊ Νιούχαουζ ήταν ένας ταπεινός, στοχαστικός, εξαιρετικά ιδιότυπος άνθρωπος», σύμφωνα με εκείνη.
«Ο Σι Αϊ ήταν ο πιο εξαιρετικός ηγέτης. Οπουδήποτε με οδήγησε τον ακολούθησα χωρίς αν αμφιβάλλω για αυτόν, απλώς και μόνο επειδή μου έδειχνε τόση πίστη – όπως και εγώ, αντίστοιχα. Ποτέ δεν κοίταξε τα δεδομένα ή τα στατιστικά στοιχεία, αλλά έζησε ακολουθώντας το ένστικτό του και περίμενε και από τους συντάκτες του να κάνουν το ίδιο. Μας ώθησε να πάρουμε το ρίσκο των όσων γράψαμε. Αυτός ο ταπεινός, σκεπτόμενος άνθρωπος με την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία, προτιμούσε την οικογένεια, τους φίλους, την Τέχνη, τις ταινίες, παρά το να απολαμβάνει τη λάμψη του κόσμου των μέσων ενημέρωσης των ΗΠΑ», σημείωσε η «Σιδηρά Κυρία» της μόδας.
«Στον Σι Αϊ Νιούχαουζ άρεσε το ποιοτικό περιεχόμενο» είπε στους δημοσιογράφους ο ανιψιός του, Στίβεν Νιουχάουζ, ο οποίος είναι ο πρόεδρος της «Advance Publications». «Ηταν παθιασμένος με τη δημοσιογραφία και υποστήριζε τους δημοσιογράφους» συνέχισε ο ίδιος.
Υπό την ηγεσία του Σι Αϊ Νιούχαουζ η Conde Nast είχε τη φήμη ότι έδινε στα στελέχη της υψηλούς μισθούς και έκανε πολυτελή πάρτι για τους υπαλλήλους της, όπου κανένας δεν είχε παράπονο από τις εκδοτικές αρχές που ακολουθούσε. Ο Σι Αϊ ήταν καλοπληρωτής, καλλιεργούσε υπέροχο κλίμα στις επιχειρήσεις του στις οποίες σπάνια τηρούνταν οι προϋπολογισμοί της – αν, βέβαια, υπήρχαν προϋπολογισμοί.
«Δεν υπάρχει τέτοιο άλλο μέρος στον πλανήτη» είχε πει στο περιοδικό «New York» το 2009 ο διευθυντής του «Vanity Fair» Κρέιντον Κάρτερ επαινώντας το εργασιακό περιβάλλον που καλλιεργούσε ο εκλιπών εκδότης. «Τα περιοδικά μας έχουν ένα συγκεκριμένο τόνο και απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο κοινό» είπε πει ο Νιούχαουζ σε μια σπάνια συνέντευξή του στους «New York Times», το 1988.
Είχε προσθέσει μάλιστα τότε ότι η εταιρεία, που ο πατέρας του είχε αγοράσει αντί 5 εκατομμυρίων δολαρίων το 1959, ακολουθούσε την παράδοση του ιδρυτή της, του Conde Montrose Nast.
«Hταν ο αρχικός προσανατολισμός του Conde Nast» είπε ο Νιούχαουζ. «Εφηύρε ένα είδος εξειδικευμένου περιοδικού με ξεκάθαρο ενημερωτικό στόχο. Δεν ήθελε ένα μεγάλο ακροατήριο. Ηθελε ένα στο οποίο ο καθένας μπορούσε να υπολογίζει». Και όντως, όλες οι εκδόσεις που έφτιαξε ο ίδιος, αυτό πέτυχαν.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, η εταιρεία του έδινε μάχη για την επιβίωσή της, λόγω των συρρικνωμένων εσόδων από τη διαφήμιση. Για τον λόγο αυτό αναγκάστηκε, από το 2007 και μετά, να κλείσει τα περιοδικά «Gourmet», «Cookie», «Modern Bride», «Elegant Bride», «House & Garden», «Jane», «Men’s Vogue», «Portfolio», «Domino and Golf for Women».
Ανακοινώνοντας τον θάνατό του στο προσωπικό, ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Conde Nast, Μπομπ Σάουρμπεργκ, έγραψε: «Ηθελε να είμαστε, σε ό,τι κι αν εκδίδαμε, ό,τι κι αν γράφαμε, στο επίκεντρο οποιασδήποτε πολιτιστικής συζήτησης». Και αυτό είναι κάτι παραπάνω από γεγονός ότι συνέβη, όπως έδειξε η ίδια η Ιστορία.
Ο Σάμιουελ Eρβιν Νιούχαουζ Τζούνιορ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1927 στο Στέιτεν Αϊλαντ και ήταν εγγονός ρωσοεβραίων μεταναστών. Μετά το Λύκειο, που πήγε στο Μπρονξ, μπήκε στο πανεπιστήμιο της Σίρακιουζ αλλά το παράτησε και εργάστηκε στις εφημερίδες του πατέρα του, ζώντας, ταυτόχρονα, ως πλεϊμπόι. Αυτό, όμως, άλλαξε όταν ήρθε η ώρα να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση. Και από τα συνεχόμενα ξενύχτια και τις διάφορες κραιπάλες, έγινε ένα εργασιακό υπόδειγμα για όλους.
Ηταν ένας άνθρωπος που δούλευε πολύ, υπάρχουν μαρτυρίες υπαλλήλων του που τον θυμούνται να μένει μέχρι αργά στο γραφείο του και να κυκλοφορεί με τις κάλτσες, για να αισθάνεται πιο άνετα.
Δεν θεώρησε ποτέ τον εαυτό του δημοσιογράφο και αρκετά συχνά το τόνιζε προς όλους. Ταυτόχρονα, είχε «αλλεργία» στα φώτα της δημοσιότητας. Ο ίδιος πίστευε ότι δεν έχει κάνει και κάτι σημαντικό για να δίνει συνεντεύξεις και να φωτογραφίζεται. «Υπάρχουν άλλοι που είναι πιο σπουδαίοι από μένα» υπογράμμιζε, κάθε στιγμή, αυτός ο εκδότης ο οποίος είχε φτιάξει τόσους εκδοτικούς τίτλους, τόσες επιδραστικές εκδόσεις οι οποίες επηρέασαν τη σκέψη αμέτρητων αναγνωστών στον πλανήτη Γη.
Η μεγαλύτερη επιτυχία του, όμως, ήταν η απλότητά του – το σημειώνουμε ξανά. Ηταν ο εκδότης που κατάφερε να διοικεί -με τον ξεχωριστό τρόπο και τις αρχές του- τόσα Μέσα και να μην τον γνωρίζει καλά καλά το αναγνωστικό κοινό.
Υποθέτουμε ότι αυτό θα συζητούν τώρα με τον Χιου Χέφνερ του «Playboy», ο οποίος έφυγε από τη ζωή λίγες ημέρες πριν, εκεί θα εστιάζεται η κύρια διαφωνία τους. Και είναι δεδομένο ότι ο Σάμιουελ Eρβιν Νιούχαουζ Τζούνιορ, ο Σι Αϊ, θα κλείνει συνοπτικά τη συζήτηση με μία από τις κλασικές του ερωτήσεις: «Τι θα γίνει, ρε Χιου; Θα φτιάξουμε κάνα καινούριο περιοδικό»;