Την πολιτική του διακήρυξη για τον νέο ενιαίο φορέα της Κεντροαριστεράς έδωσε στη δημοσιότητα ο υποψήφιος για την ηγεσία του Κωνσταντίνος Γάτσιος.
Παραθέτοντας μία σειρά από βαθιές τομές που έχει η ανάγκη η χώρα για την ανασυγκρότησή της και κάνοντας αναφορά στο ιστορικό σύνθημα του Ανδρέα Παπανδρέου, «η Ελλάδα στους Έλληνες», ο υποψήφιος για την ηγεσία του νέου φορέα, επισημαίνει ότι πέρα από τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και τις διοικητικές αλλαγές που επαγγέλλεται, ο νέος φορέας τής Δημοκρατικής Παράταξης θέτει ως βασικό του στόχο την πολιτική και ηθική ανόρθωση της χώρας.
Στόχος του, τονίζει, είναι να εισάγει ένα νέο ήθος και ένα νέο σύστημα αξιών στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή.
Γι αυτό, όσον αφορά την εσωτερική του δομή και λειτουργία, ο νέος φορέας θα λειτουργεί με συλλογικές διαδικασίες, επί τη βάσει των αρχών και των προγραμματικών του διακηρύξεων, «και όχι ως ένα κόμμα πολιτικών προσωπικοτήτων και επαγγελματιών της πολιτικής, το οποίο θα επιδιώκει να ικανοποιεί τους εκάστοτε συρμούς και τάσεις τής κοινής γνώμης».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της πολιτικής διακύρηξης του κ. Κωνσταντίνου Γάτσιου:
ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ
για τον νέο δημοκρατικό πολιτικό φορέα
εθνικής και παραγωγικής ανόρθωσης της χώρας
Προοίμιο
Το πολιτικό πρόβλημα της χώρας είναι ο γεννήτωρ του οικονομικού της προβλήματος
Το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα και τα υπάρχοντα κόμματα δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών, όχι μόνο διότι έλκουν την καταγωγή τους από το παλαιοκομματικό παρελθόν της χώρας, αλλά και διότι ευθύνονται απολύτως για όλα τα δεινά της. Ευθύνονται καθοριστικά για την παρούσα κρίση, την έντασή της και τα χαρακτηριστικά της.
Οι δυσλειτουργίες και οι παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας είναι απόλυτα συνυφασμένες με την καθολική επικράτηση του λαϊκισμού στη λειτουργία του παλαιού πολιτικού συστήματος και την πολιτική φυσιογνωμία των παλαιών κομμάτων, τα οποία ως εκ τούτου, όχι μόνο αδυνατούν να προσφέρουν διέξοδο και λύσεις, αλλά επιτείνουν τα αδιέξοδα και πολλαπλασιάζουν τα προβλήματα. Πολύ χειρότερα, επειδή δεν μπορούν να προσφέρουν έναν ορίζοντα για το μέλλον, επιστρέφουν στο παρελθόν δημιουργώντας συνθήκες διχασμού μέσα στον λαό μας.
Είναι εμφανές σε κάθε υγιώς σκεπτόμενο Έλληνα πολίτη πως η ανανέωση της πολιτικής ζωής τού τόπου και η ουσιώδης συμβολή στην προσπάθεια αλλαγής πορείας για την χώρα μπορεί να τροφοδοτηθεί μόνο από δυνάμεις που δεν τις συνδέει τίποτε με τον λαϊκισμό, τον παλαιοκομματισμό, τους υπάρχοντες κομματικούς μηχανισμούς και τα ποικιλώνυμα κοινωνικο-οικονομικά τους ερείσματα. Από δυνάμεις που, επιπλέον, μπορούν και θέλουν να ενώσουν, όχι να διχάσουν.
Η παρούσα κρίση οφείλεται στο γεγονός ότι ο μεταπολεμικός (συμπεριλαμβανομένου και του μεταπολιτευτικού) τρόπος οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας μας, έχει καταλήξει σε μια παροξυστική κορύφωση όλων των αντινομιών και των ανισορροπιών που τον χαρακτήριζαν. Στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, το μετεμφυλιακό καθεστώς δημιούργησε μία άνιση, άδικη και αντιδημοκρατική κοινωνία, στις προνομιούχες θέσεις τής οποίας βρισκόταν μια μικρή μειοψηφία, αυθαίρετος επικαρπωτής του μόχθου της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Η κατάσταση αυτή, παρά τη βελτίωση του επιπέδου ζωής, τροφοδοτούσε κοινωνικές εντάσεις και πολιτική αστάθεια που κορυφώθηκε με την επιβολή της δικτατορίας.
Η μεταπολίτευση αποκατέστησε τη Δημοκρατία, πλην όμως η ελληνική κοινωνία δεν είχε την εμπειρία να διαχειριστεί κατά τρόπο αποτελεσματικό τις νέες δυνατότητες που απέκτησε μέσα σε αυτήν. Αντί για τη δημιουργία συνθηκών ισονομίας μέσω της κατάργησης των προνομίων των μειοψηφιών και την εκκίνηση οικοδόμησης μιας νέας πραγματικότητας σε στέρεες βάσεις, θεώρησε ότι η ισονομία και η κοινωνική δημοκρατία είναι δυνατόν να προκύψουν από την απλή, σταδιακή επέκταση στο σύνολο του κοινωνικού σώματος των προνομίων που προηγουμένως απολάμβαναν οι ολίγοι προνομιούχοι του μετεμφυλιακού κράτους. Έτσι, όμως, δημιουργήθηκε μία νέα ασυμμετρία: πάνδημα προνόμια χωρίς, όμως, παραγωγικό αντίκρισμα και υποστήριξη από την πραγματική ελληνική οικονομία.
Η κρίση που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα σηματοδοτεί, συνεπώς, το τέλος της ανώμαλης μεταπολεμικής περιόδου, συμπεριλαμβανόμενης και της μεταπολίτευσης, περιόδου στην οποία ουδέποτε υπήρξε αυτό που είναι το κύριο χαρακτηριστικό της αληθινής δημοκρατίας: ισοζύγιο μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των πολιτών. Η αποκατάσταση αυτού ακριβώς του ισοζυγίου και μόνο, μπορεί να επιτρέψει την υπέρβαση της κρίσης και τη στερέωση της πολιτικής Δημοκρατίας στη χώρα μας με κοινωνική δικαιοσύνη, ισονομία και ισοπολιτεία.
Οι ιδέες επάνω στις οποίες θα πρέπει να στηριχθεί η προσπάθειά μας είναι οι δημοκρατικές ιδέες του Διαφωτισμού, δηλαδή οι ιδέες της ανθρώπινης ελευθερίας και αδελφοσύνης. Η προσήλωση στις αρχές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων και δημοκρατικών δικαιωμάτων αποτελεί τη βάση και το κριτήριο της προσπάθειάς μας. Η σχέση μας με τις δημοκρατικές αξίες δεν είναι τυπική και επιδερμική, αλλά ουσιαστική και θεμελιώδης.
Οι βαθιές κοινωνικές αλλαγές και οι ριζικοί κοινωνικοί μετασχηματισμοί που απαιτούνται, δηλαδή οι στόχοι στους οποίους προσβλέπουμε, δεν είναι εφικτό να υλοποιηθούν χωρίς την πλήρη προσχώρηση της κοινωνικής πλειοψηφίας στις ιδέες και στις αρχές των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων που εξαγγέλλουμε. Σε αντίθεση με τα κόμματα του παλαιού πολιτικού συστήματος, τα οποία έδρασαν και κινήθηκαν πάντα με την ιδέα τής εκ των άνω διάχυσης της ιδεολογίας τους και επιβολής των απόψεών τους, εμείς, ο νέος πολιτικός φορέας της Δημοκρατικής παράταξης, θεωρούμε ότι είμαστε ένας πολιτικός οργανισμός που προκύπτει από τις ώριμες ανάγκες της ίδιας της κοινωνίας, σε κάθε επίπεδο και σε κάθε αναβαθμό της.
Αισθανόμαστε ότι η αναγκαιότητα της ύπαρξης του κόμματός μας μπορεί να αποδειχθεί και η πολιτική νομιμοποίησή του να θεμελιωθεί μόνο στην καθημερινή πρακτική παρέμβαση στους δύσκολους και σκληρούς αγώνες της κοινωνικής πρωτοπορίας. Αγώνες όχι στείρα διεκδικητικούς, αλλά δημιουργικούς και παραγωγικούς, αγώνες για να αντιμετωπισθούν νέα και παλιά πραγματικά προβλήματα της χώρας με αποτελεσματικότητα και ειλικρίνεια. Πιστεύουμε ότι αυτό αποτελεί τη βασική δικλείδα ασφαλείας και το βασικό μέτρο επιτυχίας όσον αφορά την προσπάθειά μας να παραμείνουμε πιστοί στις αρχές μας και να λειτουργήσουμε όχι ως ένας μηχανισμός κυριαρχίας επί της κοινωνίας, αλλά ως ένα μέσο για τη χειραφέτησή της από την ένδεια, την παθογένεια και τους περιορισμούς του παρελθόντος.
Εθνική Ανεξαρτησία και Εδαφική Ακεραιότητα της Χώρας
Όλες οι χώρες αντιμετωπίζουν εξωτερικούς κινδύνους. Για όλες τις χώρες, συνεπώς, οι μέριμνες εθνικής ασφάλειας είναι θεμιτές και αναμενόμενες. Αυτό ισχύει κατ’ επίρρωση για την Ελλάδα, χώρα η οποία ευρίσκεται σε μια κρίσιμη γεωπολιτική περιοχή, στο γεωγραφικό μεταίχμιο μεταξύ Δύσης και Ανατολής, στο ρήγμα αντιτιθέμενων και ενίοτε αντιπαρατιθέμενων συνασπισμών ισχύος, οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων, αλλά και πολιτισμών. Μια αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων, μακριά από μονομανίες ότι ο ελληνισμός βρίσκεται στο επίκεντρο της επιβουλής σκοτεινών δυνάμενων της ανθρωπότητας, δεν μπορεί παρά να πείσει κάθε ψύχραιμο παρατηρητή ότι η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη, από τη γεωπολιτική θέση την οποία κατέχει, να θεωρεί ως βασική διαχρονική της προτεραιότητα την πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη εθνική της άμυνα.
Θεωρούμε ότι η υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας αποτελεί έναν καθήκον για όλους τους πολίτες της, καθήκον που εκτείνεται σε πολλά επίπεδα: στρατιωτικό, διπλωματικό, πολιτικό, οικονομικό, ιδεολογικό. Γνωρίζουμε ότι η χώρα μας είναι πλέον υποχρεωμένη να πορεύεται σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, με αναπόφευκτη όσμωση λαών και πολιτισμών, με μετακινήσεις πληθυσμών και ενίοτε με συγκρούσεις πολιτισμικών και θρησκευτικών κοσμοθεωριών και αντιλήψεων. Είμαστε οπαδοί μιας Ελλάδας πνευματικά ανοικτής, σε διαρκή συνομιλία με τον πλούτο των άλλων πολιτισμών. Όπως, όμως, είναι απαραβίαστα τα σύνορά μας έτσι, επίσης, είναι απαραβίαστο το δικαίωμα του ελληνικού έθνους να αυτοπροσδιορίζεται και να ορίζει την πορεία του στον χώρο και στον χρόνο τής Ιστορίας, δηλαδή να διαμορφώνει, να ορίζει και να περιφρουρεί τη συλλογική του ταυτότητα και τις αξίες του.
Η συμμετοχή τής χώρας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ αποτελεί μια σταθερά της εξωτερικής μας πολιτικής. Σκοπός της συμμετοχής μας στους δύο αυτούς διεθνείς οργανισμούς είναι, στο πλαίσιο των συλλογικών αξιών και στόχων, να προωθήσουμε με τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο την επίτευξη των θεμελιωδών εθνικών στόχων τής εξωτερικής μας πολιτικής. Χωρίς να υποτάσσουμε τους στόχους και την πολιτική μας εθνικής άμυνας και ασφάλειας σε επιμέρους στοχεύσεις και πολιτικές των δύο οργανισμών, εργαζόμαστε για να συνδιαμορφώσουμε με τους εταίρους μας μια πορεία τής διεθνούς κοινωνίας προς πλέον εμπεδωμένες δομές δημοκρατίας καθώς και περισσότερη συλλογική ασφάλεια και σταθερότητα στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Στον γεωπολιτικό μας χώρο, προσβλέπουμε σε ειρηνική και αρμονική συνύπαρξη με τα γειτονικά μας κράτη. Πιστεύουμε ότι η ειρηνική και φιλική αυτή συνύπαρξη δεν μπορεί να στηριχθεί σε τίποτε άλλο παρά στον αμοιβαίο σεβασμό και την τήρηση των κανόνων καλής γειτονίας. Η Ελλάδα δεν έχει βλέψεις και επιβουλές εις βάρος άλλων χωρών. Αντίθετα, είναι μια χώρα που ιστορικά βρίσκεται σε διαρκή άμυνα απέναντι σε ηγεμονισμούς, επεκτατισμούς και αλυτρωτισμούς που πλήθουν στον γεωπολιτικό της χώρο. Η υπεράσπιση των εθνικών μας δικαίων, συνεπώς, προκύπτει αβίαστα ως η κεντρική σταθερά της εξωτερικής μας πολιτικής.
Για την εμπέδωση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή της νοτιανατολικής Μεσογείου, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η δικαίωση των αγώνων του κυπριακού Ελληνισμού μέσα από μια διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος η οποία θα αντιπροσωπεύει και το πνεύμα και την ουσία του Διεθνούς Δικαίου. Η Κύπρος αποτελεί μέρος του ευρωπαϊκού κορμού και για τον λόγο αυτό τόσο η συνεχιζόμενη κατοχή όσο και κάθε προσπάθεια να επιβληθεί στο Κυπριακό μια λύση η οποία θα παραβιάζει τις αρχές του δικαίου, θα αγνοεί το ευρωπαϊκό κεκτημένο και θα περιφρονεί τα δικαιώματα της πλειοψηφίας των Κυπρίων πολιτών, όχι απλά συνιστούν προσβολή για τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και μία ευθεία απειλή εναντίον της.
Η Ανάγκη για Πνευματική Ανόρθωση της Χώρας: Η Ελλάδα στους Έλληνες
Το όραμά μας για την Ελλάδα βρίσκεται στον αντίποδα της σημερινής πραγματικότητας. Στη θέση μιας χώρας εξαρτημένης από το εξωτερικό υλικά, πνευματικά και ιδεολογικά, οραματιζόμαστε μια χώρα πλήρως ενσωματωμένη στην παγκόσμια κοινότητα μεν, αλλά αυτόνομη, αυτοδύναμη και γεμάτη αυτοπεποίθηση, πρωτοπόρα και δημιουργική σε παγκόσμια κλίμακα.
Μια χώρα η οποία θα συμμετέχει στο διεθνές γίγνεσθαι ως γενεσιουργός και πάροχος καινοτομίας, είτε άυλων ιδεών, είτε υλικών προϊόντων, είτε πρακτικών λύσεων, είτε πολιτισμικών αξιών. Δεν μπορούμε να συμβιβασθούμε με την πραγματικότητα της χώρας μας απλά ως εισαγωγέα, αντιγραφέα και απλό καταναλωτή όλων αυτών. Η ιστορική παθογένεια του νεότερου ελληνισμού οφείλεται, πρωτίστως, στην αδυναμία του να συναρθρώσει δημιουργικά και επιτυχημένα τον παραδοσιακό τρόπο αντίληψης του κόσμου και οργάνωσης της ζωής του, με τις αδήριτες αναγκαιότητες της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και κοινωνίας.
Η ανόρθωση του ελληνισμού, η εξυγίανση και η ανανέωση του έθνους μας είναι πρωτίστως μία πνευματική πρόκληση. Μια πρόκληση για τη δημιουργία ενός νέου συλλογικού κοσμοειδώλου, μιας νέας συλλογικής εθνικής ταυτότητας και μιας νέας συλλογικής νοοτροπίας. Στηριγμένα όλα στα υγιή στοιχεία της παράδοσης και της ιστορικότητάς μας, αλλά απαλλαγμένα από τις παραδοσιακές εθνικές παθογένειες και τα συλλογικά μας ελαττώματα.
Ένα πάγιο στοιχείο στη σύγχρονη ιστορία μας, στοιχείο που υπονόμευσε και υπονομεύει σταθερά και έντονα την πορεία τής χώρας προς την πρόοδο και την πλήρη κοινωνική της χειραφέτηση και απελευθέρωση είναι το φαινόμενο της πολιτικής πατρωνίας, η πολιτική «πελατοκρατία». Μέσα από αυτό επιβιώνουν οι πιο νοσηρές πλευρές της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας. Είναι το φαινόμενο που συντηρείται και υποστηρίζεται, ακόμη και σήμερα, από το παλαιοκομματικό σύστημα, την πιο σημαντική τροχοπέδη που εμποδίζει την κοινωνία μας να βαδίσει προς την ανάπτυξη και την ευημερία.
Το πελατειακό κράτος που διαμορφώθηκε στη μεταπολεμική περίοδο και, αντί να εκθεμελιωθεί από τις πολιτικές εξελίξεις, κατάφερε να εναγκαλισθεί όλους τους μείζονες πολιτικούς σχηματισμούς και να συγχωνευθεί μαζί τους δημιουργώντας ένα από τα πιο έντονα φαινόμενα λαϊκισμού παγκοσμίως, δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει τη χώρα σε μια βαθειά δομική κρίση όπως η σημερινή.
Το παλαιοκομματικό σύστημα κατάφερε να σφετεριστεί όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες του ελληνικού λαού για δημοκρατία, ισονομία και αξιοπρέπεια και να τους μετατρέψει σε μηχανισμούς προσπορισμού και απόσπασης πολιτικής προσόδου και κοινωνικών προνομίων για τα εκλεκτά μέλη του πελατειακού κράτους. Αυτό τροφοδότησε τον παρασιτισμό, την παραγωγική αδυναμία της χώρας, τη στρεβλή διάρθρωση της οικονομίας της.
Πιστεύουμε ότι ο αγώνας για την πνευματική ανόρθωση του έθνους θα πρέπει να δοθεί κυρίως στο κρίσιμο ζήτημα του μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας από ένα αντιπαραγωγικό και παρασιτικό μόρφωμα, υποτελές στο πελατειακό κράτος και τον παλαιοκομματισμό, όπως είναι σήμερα, σε μία χειραφετημένη και αυτόνομη δημοκρατική κοινωνική συλλογικότητα, παραγωγική και δημιουργική, τόσο στο οικονομικό πεδίο όσο και, κυρίως, στο πνευματικό. Η πνευματική ανόρθωση της χώρας δεν μπορεί παρά να είναι ολιστική και να καλύπτει όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής, με προεξάρχουσα την οικονομία, δηλαδή το πεδίο στο οποίο συναντώνται, δοκιμάζονται και κρίνονται οι ιδέες, οι αξίες αλλά και οι ικανότητες κάθε σύγχρονου έθνους.
Πριν από κάποια χρόνια –και για πολύ καιρό– , το «Η Ελλάδα στους Έλληνες» συμπύκνωσε την επιθυμία ενός λαού να γίνει κύριος της μοίρας του. Δυνατό στο οραματικό του στοιχείο, αλλά στερημένο από τα περιεχόμενα και τις προϋποθέσεις που απαιτούσε η υλοποίηση της επιθυμίας που εξέφραζε, το σύνθημα αυτό –κέλυφος κενό–, αφού πρώτα λοιδορήθηκε, κατέληξε ταφικό επίγραμμα, στον δε διαμοιρασμό των ιματίων του νεκρού περιήλθε, με αλλοιωμένο τον αρχικό του συμβολισμό, στα χέρια των έσχατων βαρβάρων.
Ζούμε εδώ και οκτώ χρόνια σε μια βαθιά κρίση. Και όμως. Δεν έχουμε καταφέρει να καταρτίσουμε ένα εθνικό σχέδιο εξόδου από αυτήν. Αποδεικνυόμαστε ανίκανοι να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, έστω στα στοιχειώδη. Περιοριζόμαστε, ή –ορθότερα– οι θεσμικοί και τεχνοκρατικοί μας εκπρόσωποι περιορίζονται στο να ασκούν κακεντρεχή, ως επί το πλείστον, κριτική στους ξένους χειριστές των προβλημάτων μας, αν τυχόν αστοχήσουν στις προβλέψεις τους! Μέχρι στιγμής, δηλαδή, είμαστε μια χώρα που το περισσότερο που μπορεί να πετύχει είναι να κάνει σχόλια για τις πράξεις εκείνων που ορίζουν τη μοίρα της, ενώ η ίδια καταρρέει! Έχουμε καταντήσει θεατές της ίδιας μας της τραγωδίας! Πράγμα, φυσικά, για το οποίο φταίμε εμείς και μόνο εμείς. Χάνουμε, σταδιακά αλλά σταθερά, την εθνική μας ανεξαρτησία, αυτοτέλεια και αυτονομία, όχι για κανέναν άλλον λόγο, αλλά διότι αποδεικνυόμαστε ανίκανοι να χειριστούμε τα του οίκου μας, να δώσουμε απάντηση στα προβλήματά μας –που οι ίδιοι δημιουργήσαμε! Και ο μόνος τρόπος να αντιστρέψουμε αυτή την πορεία, και να αρχίσουμε να ξαναπαίρνουμε τη χώρα στα χέρια μας, είναι μια επανάσταση του νέου εναντίον του παλιού –μια μορφωτική, πολιτισμική, κοινωνική και εθνική επανάσταση εναντίον του κακού συλλογικού εαυτού μας. Πρόκειται για κάτι που δεν μπορεί να περιοριστεί στο στενό πλαίσιο μιας απλής πολιτικής αλλαγής. Η Ελλάδα θα ανήκει στους Έλληνες μόνο όταν καταφέρουμε, συλλογικά, να αντικαταστήσουμε τη συνθηματολογία με λογική ανάλυση, τη δεισιδαιμονία με ορθολογισμό, την άγνοια με γνώση, τον στενό ατομισμό με συλλογική και ατομική ηθική, την απελπισία με αποφασιστικότητα. Όταν, δηλαδή, θα αρχίσουμε να εγκαλούμε τους ίδιους τους εαυτούς μας, και μόνο αυτούς, ως υπευθύνους για τη μοίρα μας.
Η Παραγωγική Ανόρθωση της Χώρας: Παραγωγή ή Θάνατος
Το κεντρικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι, από καταβολής του νέου ελληνικού κράτους, η ισχυρή ασυμμετρία μεταξύ της ισχνής παραγωγικής δυνατότητας και του ισχυρού καταναλωτικού εθισμού των κυρίαρχων, ως επί το πλείστον, κοινωνικών στρωμάτων. Η διαρθρωτική αυτή ανισορροπία, ιστορικά, μορφοποιείτο και λειτουργούσε με ενδιάμεσο ένα υδροκέφαλα δομημένο, καταπιεστικό, διεφθαρμένο και, κυρίως, αντιπαραγωγικό κράτος. Ακόμη και σήμερα, εκεί βρίσκεται η πηγή των μεγάλων προβλημάτων.
Για τον λόγο αυτό ένα πολιτικό κίνημα εθνικής ανόρθωσης δεν θα μπορούσε παρά να έχει ως κεντρικό πολιτικό του στόχο την κατάλυση του πελατειακού κράτους και την ποδηγέτηση των μηχανισμών κοινωνικής επικυριαρχίας και εκμετάλλευσης που εκπορεύονται από αυτό. Πολλώ μάλλον, όταν είναι φανερό από τη διεθνή εμπειρία ότι η υγιής ανάπτυξη μιας χώρας δεν είναι εφικτή, εάν επικεφαλής τής αναπτυξιακής της προσπάθειας δεν βρίσκεται ένα ισχυρό και αποτελεσματικό επιτελικό κράτος. Ένα είδος κράτους, δηλαδή, το οποίο βρίσκεται στον αντίποδα και αποτελεί το ακριβώς αντίθετο του πελατειακού, διεφθαρμένου και παρασιτικού μορφώματος που καταδυναστεύει έως και σήμερα την ελληνική κοινωνία.
Το επιτελικό κράτος που οραματιζόμαστε είναι ένας συλλογικός θεσμός που, αφ’ ενός θα ευνοεί και θα ενισχύει τις υγιείς παραγωγικές δυνάμεις και δυνατότητες της χώρας και, αφ’ ετέρου θα μεριμνά για την κατοχύρωση και την εμπέδωση συνθηκών κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ο δημόσιος τομέας δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι παραγωγός αγαθών και υπηρεσιών σε όλους εκείνους τους κλάδους όπου ο ιδιωτικός τομέας είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι μπορεί να προσφέρει τα προϊόντα του με περισσότερο οικονομικά αποτελεσματικό και κοινωνικά ωφέλιμο τρόπο. Ως εκ τούτου, ένα επιτελικό κράτος οφείλει να περιορίζει την παραγωγική του δραστηριότητα μόνο στα λίγα εκείνα αγαθά και υπηρεσίες όπου υπερτερεί έναντι του ιδιωτικού τομέα. Οι κλάδοι αυτοί αφορούν τα λεγόμενα φυσικά μονοπώλια, εκείνα που σχετίζονται με τα δίκτυα κοινωνικής ωφελείας. Έχοντας υπ’ όψιν μας την ελληνική και διεθνή εμπειρία, θεωρούμε ότι το Δημόσιο δεν μπορεί να είναι παραγωγός και πάροχος των υπηρεσιών που διακινούνται μέσω των δικτύων κοινής ωφελείας, παρά μόνο περιθωριακά. Η παραγωγή και η παροχή στον τελικό καταναλωτή πρέπει να γίνεται με καθαρά ανταγωνιστικούς όρους από ιδιώτες παραγωγούς. Για τον λόγο αυτό, όμως, το Δημόσιο πρέπει, αφ’ ενός μεν να κατέχει και να διαχειρίζεται εξ ολοκλήρου τα δίκτυα διανομής, αφ’ ετέρου δε να ασκεί πλήρως ρυθμιστικό έλεγχο στην αγορά ώστε να μην δημιουργούνται μονοπωλιακές καταστάσεις εις βάρος των καταναλωτών.
Η δημιουργία ολοκληρωμένου δικτύου υποδομών στη χώρα για την ομαλή διεκπεραίωση των οικονομικών και κοινωνικών λειτουργιών της αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση του ελληνικού Δημοσίου, στην οποία διαχρονικά δεν έχει ανταποκριθεί επαρκώς, κυρίως λόγω της ροπής τού παλαιοκομματισμού προς την υποστήριξη του παρασιτισμού και την παροχέτευση των διαθεσίμων κονδυλίων προς ικανοποίηση των καταναλωτικών αναγκών της πολιτικής του πελατείας, παρά προς τις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας.
Το ελληνικό κράτος οφείλει να αξιολογεί τις ανάγκες σε υποδομές και να προχωρά στην υλοποίηση των σχεδίων του, όχι με βάση βραχυχρόνιους και κοντόθωρους μικροπολιτικούς στόχους που αποβλέπουν σε εξασφάλιση εκλογικού οφέλους για το εκάστοτε κυβερνητικό κόμμα αλλά, αντίθετα, προωθώντας ένα μακροχρόνια αναπτυξιακό σχέδιο για την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου. Με δεδομένη τη στενότητα επενδύσιμων πόρων για έργα υποδομής, το Δημόσιο οφείλει να προσεγγίζει το θέμα χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις και δογματισμούς, αξιοποιώντας όλες τις διαθέσιμες μεθόδους, συμπεριλαμβανομένων και των συμπράξεων με τον ιδιωτικό τομέα, τόσο όσον αφορά την κατασκευή όσο και την εκμετάλλευση των υποδομών.
Το παραγωγικό δυναμικό της χώρας δεν βρίσκεται στο επίπεδο που απαιτούν οι καταναλωτικές ροπές της. Πρόκειται για τη βασική ασυμμετρία της κοινωνίας μας, η αναίρεση της οποίας πρέπει να καταστεί πρωταρχικός στόχος της οικονομικής μας πολιτικής. Ο στόχος αυτός για να επιτευχθεί απαιτεί μία πολύπτυχη προσπάθεια, η οποία δεν έχει έως τώρα επιχειρηθεί. Από την μία πλευρά, είναι απαραίτητη μια προσπάθεια σε μικροοικονομικό επίπεδο προκειμένου να αρθούν όλα εκείνα τα εμπόδια και οι εγγενείς δυσκολίες τις οποίες η παραγωγική και επιχειρηματική δραστηριότητα συναντά σε κάθε της βήμα στην Ελλάδα. Εκτός από την πάταξη της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, απαραίτητος όρος, επίσης, είναι η ύπαρξη ενός σταθερού, διαφανούς και λογικού φορολογικού συστήματος. Από την άλλη πλευρά, έχει εξ ίσου μεγάλη σημασία να επιχειρηθεί η παραγωγική προσπάθεια ανόρθωσης της χώρας σε ένα ευνοϊκό μακροοικονομικό πλαίσιο, κάτι που δεν συνέβη ποτέ έως τώρα τις τελευταίες δεκαετίες, διότι η μακροοικονομική πολιτική, υπαγορευμένη από λαϊκιστικές και μικροπολιτικές στοχεύσεις, ευνοούσε και ευνοεί, υποστήριζε και υποστηρίζει, την καταναλωτική και όχι την παραγωγική πλευρά τής ελληνικής οικονομίας.
Δεν νοούμε την παραγωγική ανάπτυξη της Ελλάδας ως ποσοτική μεγέθυνση με τον τρόπο που επιτελέσθηκε μέχρι σήμερα, δηλαδή ως καταστροφική υποβάθμιση του περιβάλλοντος και της απαράμιλλης ελληνικής φύσης. Για εμάς, παραγωγική ανάπτυξη και κοινωνικός πλούτος σημαίνει προστασία, σεβασμός και αναβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος. Άλλωστε, το ίδιο το περιβάλλον αποτελεί τμήμα του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας, ελάχιστα αξιοποιημένο έως σήμερα. Υπό το πρίσμα αυτό, μέτρο της επιτυχίας τής αναπτυξιακής προσπάθειας είναι η περιφρούρηση και αναβάθμιση του περιβάλλοντος και της ελληνικής φύσης.
Δεν είμαστε προγραμματικά αντίθετοι σε κοινοτικές και συνεργατικές μορφές οργάνωσης της παραγωγής και ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Αντιθέτως, αντιμετωπίζουμε θετικά τέτοιες πρωτοβουλίες υπό την αυστηρή προϋπόθεση, όμως, ότι θα είναι αυτοδύναμες και οικονομικά βιώσιμες, χωρίς να επιδιώκουν οιαδήποτε ενίσχυσή τους από τους φορολογούμενους πολίτες, ενίσχυση που θα μπορούσε να καταλήξει σε νοσηρές καταστάσεις κατάχρησης της συνεργατικής και κοινοτικής ιδέας που βιώσαμε στο πρόσφατο παρελθόν.
Η έρευνα και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών αποτελεί στην Ελλάδα μία καχεκτική πτυχή του παραγωγικού και οικονομικού βίου, και αυτό εν πολλοίς αντανακλάται στον ασθενή παραγωγικό δυναμισμό της χώρας. Οι δραστηριότητες αυτές πρέπει να αποτελέσουν τομέα προτεραιότητας σε κάθε πολιτικό εγχείρημα αναπτυξιακής πνοής. Όχι μόνο διότι τα προϊόντα τους αποτελούν εκ των πλέον σημαντικών εισροών στην παραγωγική διαδικασία, αλλά και διότι το υψηλό επιστημονικό επίπεδο μιας κοινωνίας αποτελεί αυταξία, υποδηλώνοντας τον βαθμό της κοινωνικής προόδου που έχει επιτύχει. Σε όλα αυτά ο ρόλος της παιδείας είναι κεφαλαιώδης. Για τον λόγο αυτό, η ανόρθωση της παιδείας θα πρέπει να είναι πρωταρχικός στόχος της πολιτικής μας.
Η Διοικητική και Πολιτική Ανόρθωση της Χώρας
Η χώρα έχει επείγουσα ανάγκη για ένα νέο σύστημα κοινωνικής προστασίας των πολιτών της. Κεφαλαιώδης σε αυτό πρέπει να είναι ο ρόλος τους Δημοσίου. Εν τούτοις, συμμετοχή πρέπει να έχει και ο ιδιωτικός τομέας.
Το κράτος πρέπει είναι θεσμός παραγωγής κοινωνικής δικαιοσύνης. Όχι βεβαίως με τον τρόπο με τον οποίο επεχείρησε να υλοποιήσει τον στόχο αυτό το παλαιοκοματικό-πελατειακό σύστημα μέσω αθρόων διορισμών δημοσίων υπαλλήλων, αλλά με τις κατάλληλες πολιτικές οι οποίες, αφ’ ενός μεν θα μεριμνούν για την ύπαρξη θεσμών κοινωνικής πρόνοιας, ιδιαίτερα προς όφελος των αναξιοπαθούντων, αφ’ ετέρου δε θα προάγουν το καθεστώς των ίσων ευκαιριών για όλους τους πολίτες στο πλαίσιο μιας περιεκτικής οικονομικής ανάπτυξης, τα οφέλη της οποίας θα διαχέονται σε ευρέα στρώματα του πληθυσμού. Το συνταξιοδοτικό σύστημα, το οποίο λειτουργεί σήμερα ως πηγή μακροοικονομικής ανισορροπίας αλλά και διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, επείγει να μεταρρυθμιστεί με ριζοσπαστικό τρόπο ώστε να μετασχηματισθεί στο αντίθετό του, δηλαδή σε ένα όργανο αναπτυξιακής πολιτικής αλλά και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Προκειμένου να επιτελέσει το κράτος τη στρατηγική και κοινωνική του αποστολή, θα πρέπει η λειτουργία του και η πρακτική του να παραμείνουν εστιασμένες στους βασικούς του στόχους. Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται αυστηροί κανόνες συνταγματικού χαρακτήρα που θα ορίζουν την έκτασή του, το ποσοστό του ΑΕΠ που θα καλύπτουν οι δαπάνες του, καθώς και τον τρόπο επιλογής και καθορισμού των αμοιβών των δημοσίων υπαλλήλων.
Θα επιδιώξουμε, συνεπώς, την εισαγωγή συνταγματικού κανόνα σύμφωνα με τον οποίον οι κρατικές δαπάνες σε ουδεμία περίπτωση δεν θα πρέπει, κατά μέσο όρο κάθε πενταετίας, να ανέρχονται πάνω από το 40% του ΑΕΠ. Επίσης, ότι δεν θα επιτρέπονται δημοσιονομικά ελλείμματα σε μέσο όρο πενταετίας (δηλαδή η δημοσιονομική χρήση των πέντε τελευταίων ετών θα είναι πάντοτε αθροιστικά ισοσκελισμένη). Οι αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων θα καθορίζονται με έναν αριθμό κριτηρίων, στον οποίο θα συμπεριλαμβάνονται η απόδοση και η παραγωγικότητα, και ως σύνολο δεν θα είναι δυνατόν, κατά μέσο όρο κάθε πενταετίας, να υπερβούν το 8% του ΑΕΠ.
Επείγουσας, επίσης, σημασίας είναι το καθήκον της μεταρρύθμισης του δικαστικού συστήματος. Η ελληνική Δικαιοσύνη απολαμβάνει υψηλό κύρος ως προς την ανεξαρτησία της και την ευθυδικία των αποφάσεών της. Οι αργοί ρυθμοί, όμως, με τους οποίους επιτυγχάνεται η τελεσιδικία των υποθέσεων, αποτελεί τόσο τροχοπέδη στην προσπάθεια επίτευξης ικανοποιητικών οικονομικών επιδόσεων, όσο και ένα είδος «άρνησης δικαίου», ειδικά για τα ασθενέστερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα, εφ’ όσον η καθυστερημένη απονομή δικαιοσύνης συχνά συνεπάγεται κατ’ ουσία φαλκίδευση της δικαιοσύνης.
Ένα από τα πλέον σημαντικά κεφάλαια της απαιτούμενης μεταρρύθμισης αφορά το εκλογικό σύστημα. Η διαίρεση της χώρας σε εκλογικές περιφέρειες επιβάλλεται να τροποποιηθεί με την θεσμοθέτηση, κατά μέγιστο, τριεδρικών εκλογικών περιφερειών και με μείωση του αριθμού των βουλευτικών εδρών στις 200. Το αξίωμα του βουλευτή πρέπει να είναι ασυμβίβαστο με το αξίωμα του μέλους της κυβέρνησης, ώστε να υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση μεταξύ της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς επίσης να υπάρχει όριο θητειών ανάλογο εκείνου του Προέδρου της Δημοκρατίας (δικαίωμα επανεκλογής μόνο μία φορά). Ανάλογο όριο θητειών θα πρέπει να εισαχθεί και για κάθε άλλη θέση της πολιτικής διοίκησης, αυτοδιοίκησης και εκπροσώπησης.
Πέρα από τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και τις διοικητικές αλλαγές που επαγγέλλεται με σκοπό την πνευματική, οικονομική και διοικητική ανόρθωση της χώρας, ο νέος φορέας τής Δημοκρατικής Παράταξης θέτει ως βασικό του στόχο την πολιτική και ηθική ανόρθωση. Στόχος του είναι να εισάγει ένα νέο ήθος και ένα νέο σύστημα αξιών στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή.
Στην εσωτερική του δομή και λειτουργία θα επιχειρήσει να παραμείνει πάντοτε ένα κόμμα δημοκρατικών αρχών και απαράβατων ηθικών κανόνων. Θα λειτουργεί με συλλογικές διαδικασίες, όχι ως ένα κόμμα πολιτικών προσωπικοτήτων και επαγγελματιών της πολιτικής, το οποίο θα επιδιώκει να ικανοποιεί τους εκάστοτε συρμούς και τάσεις τής κοινής γνώμης, αλλά επί τη βάσει των αρχών και των προγραμματικών του διακηρύξεων.
Όσοι συμμετέχουμε στην προσπάθεια που ξεκινά, γνωρίζουμε καλά ότι η επιτυχία του κόμματός μας είναι κάτι που δεν αφορά αυτό το ίδιο, αλλά την ελληνική κοινωνία. Πολιτική επιδίωξη και φιλοδοξία μας είναι να αποτελέσουμε τον κύριο πολιτικό φορέα για τις αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την ανόρθωση της χώρας και την ευημερία των πολιτών της. Η επίτευξη αυτού του στόχου συνιστά το μέτρο της επιτυχίας της προσπάθειάς μας.
Σε αυτόν το δύσκολο αλλά ωραίο αγώνα για μια Ελλάδα εθνικά αξιοπρεπή, κοινωνικά δίκαιη, δημιουργική και παραγωγική, για μια Ελλάδα δημοκρατική και περήφανη, σας καλώ να στρατευθείτε όλες και όλοι πυκνώνοντας τις γραμμές τού νέου δημοκρατικού πολιτικού φορέα εθνικής και παραγωγικής ανόρθωσης της χώρας.