To δοκιμασμένο «εργαλείο» του δημοψηφίσματος φαίνεται πως επαναφέρει για μία ακόμα φορά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αν κρίνει κανείς από τη συνέντευξη που δίνει ο Γιώργος Κατρούγκαλος στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο», στην οποία επαναλαμβάνει και πάλι το δικαίωμα του ελληνικού λαού να ερωτάται επί ζητημάτων – εν προκειμένω για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Βέβαια, στη συζήτηση με τον Αιμίλιο Περδικάρη ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών αποφεύγει αυτή τη φορά να μιλήσει για δεσμευτικό δημοψήφισμα, αναγνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα ήταν κραυγαλέα αντισυνταγματικό – το άρθρο 110 ορίζει ρητώς ότι αρμόδια για την αναθεώρηση του Συντάγματος είναι η Βουλή.
«Η συνταγματική αναθεώρηση αποτελεί των κορωνίδα των θεσμικών αλλαγών για τον ενταφιασμό του πελατειακού κράτους της διαπλοκής και τον πλήρη εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος. Στη διαδικασία της αναθεώρησης, όπως καθιερώνεται στο άρθρο 110 του Συντάγματος, δεν προβλέπεται δημοψήφισμα. Τίποτα, όμως, δεν εμποδίζει να ερωτηθεί ο ελληνικός λαός επί συγκεκριμένων διακυβευμάτων σχετικών με τις αναθεωρητικές τομές. Ποιος, άλλωστε, δικαιούται να φοβάται την ετυμηγορία του λαού σε μια δημοκρατία;» λέει χαρακτηριστικά ο κ. Κατρούγκαλος, επιβεβαιώνοντας ότι υπάρχουν σκέψεις για ένα συμβουλευτικού χαρακτήρα δημοψήφισμα και μη διαψεύδοντας τον κρυφό σχεδιασμό του Μαξίμου για δίδυμες κάλπες καθώς θα οδεύουμε προς τις επόμενες εκλογές.
Ηδη από τις αρχές Αυγούστου είχε αποκαλυφθεί ότι το σχέδιο για διπλές κάλπες στις επόμενες εκλογές -όποτε και αν γίνουν αυτές- έχει κατατεθεί προς τον Αλέξη Τσίπρα: Η μία καλπη θα είναι η γνωστή, για τις εθνικές εκλογές και η δεύτερη ενός δημοψηφίσματος για το Σύνταγμα που, υποτίθεται, θα έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα. Σκοπός θα είναι να κερδίσει η κυβέρνηση τη δεύτερη κάλπη -με φιλολαϊκές προτάσεις κλπ- και να αμφισβητεί σταθερά τη νομιμοποίηση της πρώτης, η οποία λογικά θα έχει αναδείξει νικητή τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ακόμα και αν αυτό είναι ένα σχέδιο μόνο του κ. Κατρούγκαλου, ο οποίος έχει συμφέρον να το επαναφέρει στη δημοσιότητα στο πλαίσιο των εσωτερικών ισορροπιών στον ΣΥΡΙΖΑ, παραμένει κάτι που θα πρέπει να έχουμε στα υπ’ όψιν καθώς οι εκλογές δεν είναι πια πολύ μακριά.
Κατά τα άλλα, ο αν. υπουργός Εξωτερικών ερωτάται για την Κεντροαριστερά και τις εξελίξεις στη Γερμανία.
Απευθύνει πρόσκληση για συνεργασία στην Κεντροαριστερά, αρκεί – όπως λέει – να πάψει να επιδιώκει τη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ.
«Η μοναδική στρατηγική για την επικράτηση προοδευτικών πολιτικών στην Ευρώπη είναι η διαμόρφωση ευρύτερων συμμαχιών των δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας, της οικολογίας και της Αριστεράς. Παρόμοια θετικά παραδείγματα υπάρχουν πια στην Ευρώπη, από το κυβερνητικό πείραμα της Πορτογαλίας ώς το υπό διαμόρφωση προοδευτικό μέτωπο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Παίξαμε και παίζουμε καθοριστικό ρόλο στην προώθηση αυτής της στρατηγικής στο ευρωπαϊκό επίπεδο και, προφανώς, θα θέλαμε να έχουμε αντίστοιχους συνομιλητές και στη χώρα μας. Αυτό, όμως, εξαρτάται απολύτως από τις δυνάμεις της υπαρκτής Κεντροαριστεράς. Αν απελευθερωθούν από τους εκφραστές του ακραίου Κέντρου που επιδιώκουν – ενοχικά – συγκυβέρνηση με τη ΝΔ, υπάρχει ευρύ πεδίο επιδίωξης προγραμματικών συμπλεύσεων» λέει.
Για τους συσχετισμούς που προκύπτουν μετά τις γερμανικές εκλογές, ο κ. Κατρούγκαλος εκτιμά πως τόσο η αποχώρηση Σόιμπλε από το υπουργείο Οικονομικών όσο και ο πραγματισμός της Ανγκελα Μέρκελ θα βοηθήσουν τελικώς την Ελλάδα.
«Θεωρώ ότι, παρά τις προφανείς δυσκολίες ανάδειξης συμπαγούς πολιτικά κυβέρνησης, οι πρόσφατες γερμανικές εκλογές απομακρύνουν αυτό το δυστοπικό όραμα για δύο λόγους:
» Πρώτον, η πραγματίστρια καγκελάριος αντιλαμβάνεται ότι το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος εξαρτάται από τη συνεργασία με τη Γαλλία, συνεπώς από την αποδοχή, ώς ένα τουλάχιστον βαθμό, των προτάσεων Μακρόν και Γιούνκερ για τον εκδημοκρατισμό της οικονομικής διακυβέρνησης.
» Ο δεύτερος λόγος είναι δομικός: η πλειονότητα των λαών της Ευρώπης απορρίπτει το πρότυπο διακυβέρνησης που βασίζεται στην ορθοδοξία της λιτότητας που επέβαλε η κυριαρχία Σόιμπλε, πράγμα που αντανακλάται στην πλήρη ή μερική ανατροπή των πολιτικών συστημάτων σε όλη την ήπειρό μας. Η ελληνική αντίσταση έπαιξε σαφώς ρόλο καταλύτη στη διαμόρφωση των τάσεων αυτών, που φαίνεται να οδηγούν στην απομάκρυνση του κ. Σόιμπλε από την ευρωπαϊκή σκηνή. Και στις διμερείς ελληνογερμανικές σχέσεις προσδοκώ τον ίδιο βαθμό πραγματισμού από την καγκελάριο, παρά τη σχετική κάμψη της πολιτικής της επιρροής», αναφέρει.