Χίλιους ανθρώπους να ρωτούσες θα σου έλεγαν ότι ο Τζέικ Λα Μότα έχει προ πολλού πεθάνει. Κάπου σε ένα παρηκμασμένο προπονητήριο στο Μπρονξ, ανάμεσα σε φθαρμένους από τον ιδρώτα μουσαμάδες και ετοιμόρροπους σάκους της πυγμαχίας. Είχε γεννηθεί το 1921, ήταν παγκόσμιος πρωταθλητής στο μποξ ήδη από το 1949, ο «ταύρος από το Μπρονξ» όπως τον αποκαλούσαν, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο τον είχε υποδυθεί το 1980, πριν από 37 ολόκληρα χρόνια – όταν ο Ντε Νίρο ήταν νιάτο και τώρα βαδίζει προς τη δύση της ζωής του. Λοιπόν, ο Λα Μότα που στη ζωή του είχε φάει ξύλο ατελείωτο -και είχε δώσει πολύ περισσότερο, ήταν «οργισμένος»- ζούσε μέχρι προχθές. Πέθανε σε ένα γηροκομείο στο Μαϊάμι από πνευμονία την Τρίτη, 19 Σεπτεμβρίου 2017.
«Ο Τζέικ Λα Μότα, το “ο οργισμένος ταύρος” εντός και εκτός ρινγκ, πέθανε στα 96 του» έγραψαν οι New York Times. Προφανώς είχαν γράψει όλοσωστα. Ο ιταλικής καταγωγής Λα Μότα ήταν παιδί της εποχής του. Ηταν αυτός ο αγροίκος τόσο μέσα στο ρινγκ, όσο και εκτός, στην προσωπική του ζωή, τον οποίο περιέγραψε τέλεια ο Ντε Νίρο στο «Οργισμένο Είδωλο» (1980) του Μάρτιν Σκορσέζε· είχε πάρει Οσκαρ ο Ντε Νίρο, όχι όμως ο Σκορσέζε (η ταινία προτάθηκε για οκτώ χρυσά αγαλματίδια, το σκηνοθεσίας το πήρε ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ για ένα επιφανειακό δράμα, αλλά αυτό αυτό είναι μια άλλη ιστορία).
Για τις ανάγκες του ρόλου ο Ντε Νίρο είχε πάρει πολλά κιλά και είχε χάσει άλλα τόσα. Η ζωή του Λα Μότα άλλωστε ήταν γεμάτη υπερβολές. Είχε θησαυρίσει, είχε αφήσει εποχή με τους έξι θρυλικούς αγώνες του ενάντια στον Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον -μονομαχίες λευκού Ιταλιάνου απέναντι σε Αφροαμερικανό από τον Νότο στη δεκαετία του 1950, ανάμεσα τους και μία «σφαγή» ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου-, είχε χάσει όλη του την περιουσία (περίπου ένα εκατ. δολάρια, ποσό μυθικό για την εποχή), είχε φυλακιστεί, είχε κάνει επτά γάμους, είχε γίνει απίστευτα παχύσαρκος για να τα χάσει έπειτα. Κανείς δεν ξέρει τι απ’ όλα ήταν το χειρότερο ή το καλύτερο.
«Ο Λα Μότα ζούσε σαν να πίστευε ότι η ίδια του η ζωή είναι ταινία», είχε πει ο Σκορσέζε το 1980.
«Οταν ήταν στο ρινγκ, έμοιαζε σαν να ήταν σε ένα κλουβί και μαχόταν για τη ζωή του» είχε περιγράψει ο Ρέι Αρσελ, ένας από τους σημαντικότερους προπονητές πυγμαχίες στις ΗΠΑ. Και όντως, ο Λα Μότα είχε ένα χαρακτηριστικό. Μπορεί να δεχόταν γροθιές σε όλο του το κορμί για ώρα. Περίμενε να εξαντληθεί ο αντίπαλος. Και τότε έκανε την αντεπίθεσή του. Εξαπέλυε μια κόλαση. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι αντίπαλοι θα έφευγαν με φορείο. Ο ίδιος ποτέ. Μολονότι υπήρξαν κάποιες φορές που ο αντίπαλος δεν είχε εξαντληθεί και είχε ακόμα να δώσει.
Ακόμα όμως και στη «σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου», στις 14 Φεβρουαρίου 1951, που ο Ρόμπινσον τον είχε διαλύσει, ο Λα Μότα αρνήθηκε να πέσει. Τον αγώνα τον διέκοψαν οι διαιτητές στον 13ο γύρο με τον Ιταλιάνο στα σκοινιά.
Στη σπουδαία καριέρα του ο Λα Μότα κέρδισε 83 αγώνες τους 30 με νοκ άουτ. Εχασε 19 και έναν-δυο που παραδέχτηκε ότι τους είχε στήσει. Επεσε νοκ άουτ μόλις μια φορά σε 106 αγώνες. Κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα των μεσαίων βαρών τον Ιούνιο του 1949, νικώντας τον τότε πρωταθλητή Μαρσέλ Σέρνταν.
Σε κάθε περίπτωση ο κόσμος της πυγμαχίας και των αμερικανικών σπορ θα τον θυμάται για τους αγώνες του με τον Σούγκαρ Ρέι. «Είναι ο πιο σκληρός τύπος που αντιμετώπισα ποτέ. Δεν ήξερα κανέναν που να είναι τόσο επιθετικός και ωμός στο παιχνίδι του» είχε πει ο Ρόμπινσον που τον νίκησε πέντε φορές, αλλά ποτέ δεν τον έριξε νοκ άουτ. Ο Λα Μότα αστειευόταν: «Τον είχα αντιμετωπίσει τόσες πολλές φορές που είναι θαύμα ότι δεν έπαθα διαβήτη».
«Θέλω ο κόσμος να ξέρει ότι ο Τζέικ ήταν ένας σπουδαίος, γλυκός άνδρας με αίσθηση του χιούμορ» ανέφερε η έβδομη σύζυγός του, Ντενίζ. Οι άλλες έξι δεν θα έλεγαν το ίδιο…