Μπορεί να ξεπεράσει κανείς τη «μέρα της Μαρμότας»; Σε μια κατάμεστη αίθουσα στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΞΕΕ) επιχείρησε για πολλοστή φορά να στείλει μήνυμα στην κυβέρνηση για τα διαφυγόντα έσοδα από τις γκρίζες μισθώσεις κατοικιών και τη στρέβλωση που προκαλούν στην αδειοδοτημένη αγορά της φιλοξενίας. Θα καταφέρει να πείσει αυτή τη φορά; Οσοι ρωτήθηκαν μειδίασαν.
Το επιχείρημα την Τρίτη βασίστηκε σε μια εκτενή μελέτη της εταιρίας συμβούλων Grant Thornton, η οποία συμπέραινε ότι το μέγεθος της «οικονομίας του διαμοιρασμού» στη διαμονή ανέρχεται στα 1,7 αφορολόγητα δισ. ευρώ. Δηλαδή, το ελληνικό Δημόσιο χάνει τουλάχιστον 341 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Αυτός ο δημόσιος διάλογος συντηρείται τρία χρόνια με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα να ανθίζει, καθώς εκτιμάται ότι 50.000 κατοικίες μισθώνονται έτσι πανελλαδικά. Τόσο στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη – με το Κουκάκι, την Πλάκα και το Θησείο να είναι κορυφαία σε ζήτηση στην Airbnb – όσο και σε δημοφιλείς παραθεριστικούς προορισμούς. Με τραγελαφικές συνέπειες κατά τη διάρκεια του φετινού καλοκαιριού, όπως προσωπικό να μένει σε κοντέινερ στη Μύκονο, εκπαιδευτικοί να κοιμούνται στις παραλίες στη Σαντορίνη και φοιτητές να αναζητούν απελπισμένοι σπίτι στα Χανιά και στο Ρέθυμνο, αφού οι τιμές έχουν εκτιναχθεί χάρη στην υψηλότερη απόδοση μιας βραχυχρόνιας μίσθωσης.
«Είμαστε ενάντια στους εξυπνάκηδες που εκμεταλλεύονται την κρατική αδράνεια», είπε ο πρόεδρος του ΞΕΕ Γιώργος Τσακίρης. Και διευκρίνισε ότι η ένσταση του ξενοδοχειακού κλάδου δεν έχει αποδέκτες τους μικρο-ιδιοκτήτες ακινήτων, αλλά όσους δραστηριοποιούνται πλέον επιχειρηματικά σε μια μορφή φιλοξενίας, χωρίς ίση φορολογική μεταχείριση και προδιαγραφές ασφαλείας. «Δεν μπορούμε να μιλάμε για πάταξη της φοροδιαφυγής όταν δεν διευρύνουμε τη φορολογική βάση», υπογράμμισε. «Η οικονομία του διαμοιρασμού δεν αποτελεί πλέον εναλλακτική δραστηριότητα».
Το ερώτημα είναι γιατί το ΞΕΕ, ο θεσμοθετημένος σύμβουλος της Πολιτείας, πρέπει να προσπαθεί επί τρία χρόνια να την πείσει. Και παραμένει παγιδευμένο στο χρόνο και αναγκασμένο να ζει την ίδια μέρα ξανά και ξανά. Με τα νούμερα να είναι εξόφθαλμα αποκαλυπτικά. Επιστρατεύοντας μελέτες, διεθνείς πρακτικές και τα αποτελέσματα των ελληνικών ξενοδοχείων να φανερώνουν την πίεση που δέχεται η μέση ξενοδοχειακή επιχείρηση σήμερα, εκτεθειμένη σε δανεισμό και υψηλή φορολογία με 29% φορολογία εισοδήματος, 13% ΦΠΑ στη διαμονή και 24% ΦΠΑ στην εστίαση. Με τις καθαρές ροές να δείχνουν ότι το μέσο ελληνικό ξενοδοχείο των δύο και τριών αστέρων έχει εξαντλήσει τη φοροδοτική του ικανότητα. Αλλά και με έναν φόρο διαμονής να προστίθεται το 2018. Και με τις εκτιμήσεις να μιλούν για την αξία της οικονομίας του διαμοιρασμού να ξεπερνά αυτή των αδειοδοτημένων καταλυμάτων σε έξι χρόνια.
Μπορεί η ελληνική οικονομία να παραβλέψει 341 εκατ. ευρώ; Ή μήπως η απάντηση για την «κρατική αδράνεια» βρίσκεται στο κοινό πια μυστικό στους τουριστικούς και μη κύκλους, ότι λειτουργεί ως ισοδύναμο στον ΕΝΦΙΑ; Και εν τέλει στην πολιτική ζυγαριά ποιος έχει μεγαλύτερη βαρύτητα: τα 9.730 ξενοδοχεία που λειτουργούν με τον τουρισμό να κάνει «ρεκόρ» ή τα εκατομμύρια ιδιοκτητών ακινήτων που ελπίζουν κάποια μέρα να απαλλαγούν από τον φόρο στην περιουσία τους;
Δύο χρόνια μετά τη θεσμική νομιμοποίηση των βραχυχρόνιων μισθώσεων, εκκρεμεί η υπογραφή της σχετικής υπουργικής απόφασης, αλλά και η σύσταση του μητρώου ακινήτων που μισθώνονται μέσω ηλεκτρονικών πλατφορμών. Δια στόματος της Γενικής Γραμματέως Τουρισμού του υπουργείου Τουρισμού Ευριδίκης Κουρνέτα, η υπογραφή της απόφασης αναμένεται τις προσεχείς δύο εβδομάδες.
Από την τελευταία μελέτη «Η φοροδοτική δυνατότητα των ξενοδοχείων και δυνατότητα αξιοποίησης της οικονομίας του διαμοιρασμού για την φορολογική εξομάλυνση του κλάδου», προκύπτει λοιπόν ότι τα ελληνικά ξενοδοχεία συμβάλλουν άμεσα και έμμεσα με 17 δισ. ευρώ εφέτος, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 52% των τουριστικών εσόδων στην ελληνική οικονομία. Αποτελούν σχεδόν το 10% του ΑΕΠ για το 2016 (175,89 δισ. ευρώ) και το 6,5% της απασχόλησης. Συνολικά ο τουρισμός συμβάλλει στο ΑΕΠ με ποσοστό 18,63%, και με 23,4% άμεσα και έμμεσα στη συνολική εθνική απασχόληση.
Την ίδια στιγμή όμως η χώρα δεν είναι σε καμία από τις πρώτες πέντε θέσεις προτίμησης των πέντε κυριότερων τουριστικών αγορών της. Η δε ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού κατατάσσει τη χώρα στην 24η θέση, με την Ισπανία στην 1η και τη Γαλλία στην 2η, “παρότι γι’ αυτές τις χώρες ο τουρισμός τους, ενώ παράγει εξαπλάσια των δικών μας έσοδα, συνεισφέρει στα αντίστοιχα ΑΕΠ εως και 50% λιγότερο σε σχέση με τον ελληνικό τουρισμό», τόνισε ο πρόεδρος του ΞΕΕ.
Την τελευταία πενταετία (2012-2016) η Ελλάδα προσέλκυσε κατά μέσο όρο πάνω από 23 εκατ. επισκέπτες ετησίως, ενώ το 2016 ξεπέρασε τα 28 εκατ. με τάσεις περαιτέρω ενίσχυσης το 2017. Διαφορετική όμως είναι η εικόνα στους επιμέρους δείκτες της δαπάνης ανά διανυκτέρευση και της μέσης διάρκειας παραμονής. Διαχρονικά οι δύο κατηγορίες δεικτών παρουσιάζουν πτώση, γεγονός που συνδέεται με το είδος των τουριστών που προσελκύει η χώρα, αλλά και με τη γενικότερη μεταβολή των προτιμήσεων των καταναλωτών. Αυτή η εξέλιξη άλλωστε εξηγεί και το γεγονός ότι παρά τη μέση ετήσια αύξηση των αφίξεων στη χώρα κατά 13,45%, οι εισπράξεις αυξήθηκαν με ρυθμό 6,05%, δηλαδή 50% μικρότερο.
Τροφή για σκέψη, μια και το υπουργείο Τουρισμού ανακοίνωσε την ενεργοποίηση των Δορυφόρων Λογαριασμών Τουρισμού με έτος αναφοράς για αρχή το 2015.