Αποκάλυψη τώρα για το καθεστώς Αλίεφ στο Αζερμπαϊτζάν, καθώς σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας που διεξήχθη από κοινού από το Πρόγραμμα Πληροφόρησης για το Οργανωμένο Έγκλημα και τη Διαφθορά (OCCRP) και περίπου δέκα εφημερίδες -μεταξύ αυτών η γαλλική Le Monde, η γερμανική Suddeutsche Zeitung και ο βρετανικός Guardian- το Μπακού αξιοποίησε επί δύο χρόνια μυστικό fund 2,5 δισ. ευρώ για την εξαγορά ευρωπαίων πολιτικών ώστε να έχει πολιτική στήριξη στο εξωτερικό.
Στην έρευνα έχουν καταγραφεί περισσότερες από 16.000 συναλλαγές, με τα χρήματα να διοχετεύονται στους αποδέκτες τους μέσω βρετανικών εταιρειών-φαντάσματα. Το δαιδαλώδες της πορείας που ακολουθούσαν οι αζέρικες μίζες αποδεικνύεται και από το ότι πολλοί από τους τελικούς αποδέκτες δεν γνώριζαν ούτε οι ίδιοι για την προέλευση των χρημάτων.
Το μυστικό fund «Azerbaijan Laundromat» (όπως είναι το όνομα που του δόθηκε), λειτούργησε για δύο χρόνια, μέχρι το 2014. Η ακριβής προέλευση των χρημάτων παραμένει αδιευκρίνιστη, ωστόσο «υπάρχουν αποδείξεις για τη σύνδεσή του με την οικογένεια του προέδρου Ιλχάμ Αλίεφ», αναφέρεται μεταξύ άλλων στην έρευνα του OCCRP.
Κληθείς να σχολιάσει τις αποκαλύψεις, σύμβουλος του αζέρου προέδρου απέρριψε τη βασιμότητα των καταγγελιών, τις οποίες και απέδωσε στο διεθνές αρμενικό λόμπι. «Βασίζονται», είπε, «σε ανυπόστατες προκαταλήψεις, έχουν ως μοναδικό στόχο να προκαλέσουν και περιλαμβάνονται σε μια εκστρατεία δυσφήμισης του Αζερμπαϊτζάν στην οποία επιδίδονται δυνάμεις» εναντίον της χώρας. Και στο σημείο αυτό αναφέρθηκε στην Αρμενία και το «διεθνές αρμένικο λόμπι».
Σύμφωνα με τη Monde, οι μίζες του Αλίεφ που «αποτελούν αναμφίβολα την κορυφή του παγόβουνου», διοχετεύθηκαν κυρίως μέσω της εσθονικής θυγατρικής της Danske Bank και «από τέσσερις εταιρείες με έδρα στη Βρετανία οι οποίες συνδέονταν μυστικά με την κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν».
Οι τέσσερις αυτές εταιρείες έχουν πλέον διαλυθεί, διευκρινίζει ο Guardian, ενώ προσθέτει ότι η Danske Bank είχε αναγνωρίσει τον Μάρτιο ότι οι διαδικασίες κατά του ξεπλύματος χρήματος δεν ήταν επαρκείς εκείνη την περίοδο στην Εσθονία, όμως πλέον «έχει πάρει τα απαραίτητα μέτρα για να διορθώσει την κατάσταση».
Την εποχή εκείνη το καθεστώς Αλίεφ είχε κατηγορηθεί για συστηματική διαφθορά, νοθεία στις εκλογές και παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων η φυλάκιση μελών της αντιπολίτευσης, ακτιβιστών και δημοσιογράφων.
Μεγάλο μέρος των χρημάτων είχε δοθεί σε δημοσιογράφους, επιχειρηματίες και πολιτικούς.
Σύμφωνα με το OCCRP, με τον τρόπο αυτό το Αζερμπαϊτζάν είχε καταφέρει να πείσει την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης να ψηφίσει κατά μιας επιβαρυντικής για τη χώρα έκθεσης, που κατήγγειλε την κατάσταση των πολιτικών κρατουμένων.
Τον Ιούνιο το Συμβούλιο της Ευρώπης διόρισε τρεις ειδικούς για να ερευνήσουν τις καταγγελίες για διαφθορά κάποιων νυν ή πρώην μελών του, που φέρονται να εξαγοράστηκαν από το Μπακού με αντάλλαγμα να καταψηφίσουν την αρνητική για το Αζερμπαϊτζάν έκθεση.
Όπως αναφέρει η Monde, το Αζερμπαϊτζάν αναζητούσε συμμάχους στην αντιπαράθεσή του με την Αρμενία για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, αλλά κυρίως επιθυμούσε «να φιμώσει τις επικρίσεις για την πολιτική καταστολή που οργανώνει το περιβάλλον του προέδρου Ιλχάμ Αλίεφ, που βρίσκεται στην εξουσία εδώ και 14 χρόνια, διαδεχθείς τον πατέρα του, πρώτο πρόεδρο του μετα-σοβιετικού Αζερμπαϊτζάν.