Συνέβη ακριβώς αυτό που τον βασάνιζε στους χειρότερους εφιάλτες του: ο Κόσμος είδε τον Σούπερμαν να σωριάζεται στο έδαφος και να μη μπορεί να σηκωθεί.
Ο Γιουσέιν Μπολτ φιλοδοξούσε να περάσει στην Ιστορία του στίβου ανίκητος, ασυναγώνιστος – όπως ήταν σε όλη του την καριέρα. Επέλεξε να μη γίνει συλλέκτης μεταλλίων, όπως ο Μάικλ Φελπς, αλλά να αποχωρήσει πριν την ώρα του – προτού κλείσει τα 31 (στις 21 Αυγούστου). Επεσε έναν χρόνο έξω. Επρεπε να είχε σταματήσει πέρυσι, στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Υπερεκτίμησε τις δυνάμεις του. Αλλά αυτή του η αυτοπεποίθηση -στα όρια της αλαζονείας- ήταν που τον έφτασε ως εδώ.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο, ο τζαμαϊκανός υπεραθλητής είχε επιχειρήσει να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ, όμως δεν τα κατάφερε. Μετά την κούρσα του είχε κάνει μια γκριμάτσα θυμού για τον εαυτό του. Σαν να ένιωσε πως οι θεϊκές του δυνάμεις τον εγκαταλείπουν. Νίκησε -και στα 100 και στα 200 μέτρα-, όμως εκείνα ήταν τα πιο «αργά» χρυσά μετάλλια που είχε κατακτήσει. Στους 11 μήνες που μεσολάβησαν από τότε μέχρι το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Λονδίνου, μόνο μία φορά έτρεξε το κατοστάρι σε χρόνο κάτω από τα 10 δευτερόλεπτα. Ηταν φανερό: το «Αστροπελέκι» είχε χάσει τη λάμψη του.
Δεν μπορεί, η διαίσθησή του θα τον είχε προειδοποιήσει. Αλλά ο Μπολτ, μαθημένος να νικά παντού και πάντα, πίστεψε πως κανένας δεν ήταν ικανός να του στερήσει το φινάλε που του άξιζε. Το σκηνικό γι’ αυτόν τον επίλογο έμοιαζε ιδανικό. Ο σπρίντερ που κατ’ εξοχήν μπορούσε να τον απειλήσει, ο 22χρονος Καναδός Αντρε ντε Γκράσε, ο οποίος εφέτος έχει κάνει ένα απίθανο 9″,69 (με ευνοϊκό άνεμο), τραυματίστηκε. Ο έτερος υποψήφιος διάδοχός του στα 100 μέτρα σύμφωνα με τους ειδικούς, ο Αμερικανός Κρίστιαν Κόουλμαν, είναι μόλις 18. Οσο για τον Τζάστιν Γκάτλιν, στις 11 αναμετρήσεις τους στο κατοστάρι είχε χάσει τις εννέα. Η τελευταία φορά που ο Αμερικανός είχε νικήσει τον Μπολτ, ήταν το 2013 στο Golden Gala της Ρώμης.
Ποτέ μην υποτιμάς έναν (χαρισματικό) αθλητή που διψά για εκδίκηση. Ο «αιώνιος λούζερ», ο οποίος χρόνια ολόκληρα προσπαθεί να ξεπατικώσει τα βήματα του Μπολτ (όπως τα έχει αναλύσει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής του προπονητή του) έκανε -τα μεσάνυχτα- την «τέλεια κούρσα». Ο τζαμαϊκανός σούπερ-σταρ τερμάτισε τρίτος, πίσω και από τον Κόουλμαν. Ο Γκάτλιν κατόρθωσε, επιτέλους, έστω την τελευταία στιγμή, να μουντζουρώσει την εικόνα του άφταστου Μπολτ. Του το χρωστούσε, για όλα τα μετάλλια που του στέρησε, αλλά και για τον εξευτελισμό που υπέστη -και τον τετραετή αποκλεισμό του- όταν πιάστηκε «με τη γίδα στην πλάτη», την ώρα που τα εξωγήινα ρεκόρ του αντιπάλου του παρέμεναν καθαρά σε κάθε αντι-ντόπινγκ κοντρόλ.
Ο Μπολτ δεν αποχωρεί ηττημένος επειδή γέρασε -ο Γκάτλιν είναι πέντε χρόνια μεγαλύτερος- αλλά γιατί οι ανθρώπινες αδυναμίες του ήρθαν, στο τέλος, να θυμίσουν στον «Θεό των σπριντ» τη γήινη υπόστασή του. Από όταν ήταν έφηβος, ο ιδρώτας της σκληρής προπόνησης ανακατεύτηκε με τη χλιδάτη ζωή που το φτωχόπαιδο από το Τρελόνι λαχταρούσε. Το ίνδαλμά του ήταν ο Ντέιβιντ Μπέκαμ. Οχι μόνον επειδή ο διάσημος άγγλος μεσουρανούσε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ την εποχή που ο μικρός Γιουσέιν έπαιζε ποδόσφαιρο, αλλά -κυρίως- επειδή ήταν ένας σούπερ-σταρ των γηπέδων. Και πολύ πλούσιος. Μεγαλώνοντας, ο Μπολτ κατάφερε να του μοιάσει. Εγινε «ο Μπέκαμ του στίβου». Επιτυχημένος αθλητής, αλλά και μπον-βιβέρ. Στα 22 του έβγαζε 10 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο, όταν ο Καρλ Λιούις και η Μάριον Τζόουνς κέρδιζαν επτά στο απώγειο της καριέρας τους. Πώς να αντισταθεί στους πειρασμούς;
Μετά τις προπονήσεις ή τους αγώνες, ο Μπολτ δοκίμαζε λαίμαργα όλες τις απολαύσεις που το χρήμα μπορεί να αγοράσει. Σε σουίτες πολυτελών ξενοδοχείων, με εκλεκτά εδέσματα και ποτά, παρέα με ρέγγε μουσική και καλίγραμμες κοπέλλες. Το περηφανευόταν από παλιά, ότι μπορούσε να επισκεφθεί ένα μπαρ και να βγει από αυτό με όποια γυναίκα επιθυμούσε. Τα πάρτι του άφησαν εποχή. Ο προπονητής του, Γκλεν Μιλς, εγκατέλειψε νωρίς την προσπάθειά του να τον συνετίσει. Ο Μπολτ νικούσε τους αντιπάλους του και το χρονόμετρο – τι να του πεις; Δεν ήταν υπεραθλητής, ήταν υπεράνθρωπος. Ο υπεραθλητής τερματίζει πρώτος, σε αυτά τα δυο πιο απαιτητικά αγωνίσματα των Ολυμπιακών Αγώνων: τα 100 και τα 200 μέτρα. Ο υπεράνθρωπος, εξαφανίζει τον ανταγωνισμό. Μόνο που, τότε, είχε ένα σύμμαχο που τώρα τον εγκατέλειψε: τη νιότη του.
Ξεχώρισε από την πρώτη στιγμή. Ηταν πολύ ψηλότερος απ’ όλους τους άλλους σπρίντερ (1,95), φορούσε το κίτρινο κορμάκι της Τζαμάικας που «βγάζει μάτι», και κέρδιζε τις κούρσες χωρίς να ζορίζεται, λες και έτρεχε μόνος του – αυτή την εντύπωση σου έδινε ο απίστευτος διασκελισμός του. Από το Πεκίνο μέχρι το Λονδίνο και το Ρίο, ο κόσμος που τον απόλαυσε δεν θα τον ξεχάσει ποτέ. Αλλά, περισσότερο από τους θριάμβους του, τα μετάλλια και τα ρεκόρ του, ο Τζαμαϊκανός λατρεύτηκε για την προσωπικότητά του.
Διασκεδαστικός, ανέμελος, έδινε παραστάσεις στις συνεντεύξεις Τύπου, έπαιζε με τις τηλεοπτικές και φωτογραφικές κάμερες, πείραζε τους συναθλητές του, έδινε τη σκυτάλη στον κόσμο για να συμμετάσχει στη γιορτή του. Γελούσε, χόρευε, αστειευόταν. Ο Μπολτ απογείωσε τα (πάντα δημοφιλή) σπριντ και τα έβαλε στις καρδιές ακόμη και των πιο περιστασιακών τηλε/θεατών του στίβου. Ηταν σόουμαν – και, ταυτοχρόνως, σούπερμαν. Γι’ αυτό τον αγάπησαν και οι χορηγοί. Από τα περίπου 32 εκατομμύρια δολάρια που εκτιμάται ότι κέρδισε πέρυσι, μόλις τα δυο προήλθαν από έπαθλα που κατέκτησε στον στίβο.
Αυτό το ντροπαλό «παιδί της μαμάς» που θυμάται ο μέντοράς του, Νόρμαν Πιρτ, ο οποίος τον καθοδήγησε στα πρώτα του, δειλά βήματα, εξελίχθηκε σε έναν γεμάτο αυτοπεποίθηση ροκ-σταρ των σπορ, όπως τον έχει χαρακτηρίσει ο Γκάτλιν, ο άνθρωπος που του χάλασε το αποχαιρετιστήριο πάρτι. Μέχρι και η επιστήμη ασχολήθηκε μαζί του, προσπαθώντας να ανακαλύψει εάν το μυστικό της επιτυχίας του κρύβεται στον τεράστιο διασκελισμό του, ή στο γεγονός ότι το ένα του πόδι είναι μία ίντσα κοντύτερο από το άλλο λόγω σκολίωσης. Οπως και να ‘χει, η τροπαιοθήκη του είναι το πιο ονομαστό μουσείο της Τζαμάικα, μαζί με εκείνο εις μνήμην Μπομπ Μάρλεϊ.
Στην καλύτερη κούρσα του, στις 16 Αυγούστου 2009, όταν πέτυχε το ακατάρριπτο παγκόσμιο ρεκόρ των 9,58 δευτερολέπτων στα 100 μέτρα, είχε αναπτύξει μέγιστη ταχύτητα 44,72 χλμ/ώρα. Θα βρεθεί, άραγε, αθλητής να τρέξει πιο γρήγορα; Οι επιστήμονες είναι βέβαιοι: ο άνθρωπος είναι βιολογικά ικανός να «πιάσει» τα 65 χλμ/ώρα και να διανύσει τα 100 μέτρα σε 6,67 δευτερόλεπτα. Μπορεί να έχουν δίκιο. Πριν από δυο δεκαετίες, απίθανα φάνταζαν και τα ρεκόρ που ο Μπολτ αφήνει τώρα πίσω του. Αλλά, ακόμα κι αν κάποιος, κάποτε, ξεπεράσει το τσιτάχ -το ταχύτερο πλάσμα στη Γη- που ο Τζαμαϊκανός έχει για κατοικίδιο, αυτό δεν θα αρκεί για να γεμίζει τα στάδια. Ο Μπολτ αγαπήθηκε όσο λίγοι αθλητές για την «αύρα» του, για τις «ατάκες» του, για το θάρρος της γνώμης του. Το χρονόμετρο ήταν μόνον η αφορμή.
Εδώ και δύο χρόνια, η προπόνηση δεν ήταν το φόρτε του. Δύσκολα βρίσκει κίνητρο, όποιος έχει καταφέρει τα πάντα. Ετσι, ο μέχρι χθες «εξωγήινος» αθλητής έγινε -ξαφνικά- τρωτός, ευάλωτος, γήινος. Ενας σαν κι εμάς. Φεύγει τσαλακωμένος, όμως αυτή η αδύναμη πλευρά του θα κάνει την ανάμνησή του ακόμη πιο γλυκιά.