Ο Κώστας Μουρσελάς, ένας εξαίρετος λογοτέχνης και άνθρωπος, που διακρίθηκε ως θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος, ξεψύχησε, σε ηλικία 85 ετών, το βράδυ του Σαββάτου.
Γεννήθηκε στον Πειραιά, όπου και αποφοίτησε από το Λύκειο, αλλά τα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας, και τα τελευταία χρόνια της Κατοχής, τα έζησε στα Κύθηρα, από όπου καταγόταν η μητέρα του.
Εκεί, μέσω ξαδέλφων του που διάβαζαν λογοτεχνία, Αντον Τσέχοφ και Οσκαρ Γουάιλντ και έπαιζαν βιολί, «ανύπαρκτα πράγματα για τις εποχές» όπως είχε πει ο ίδιος, αγάπησε τη λογοτεχνία και το θέατρο, ενώ για αρκετά χρόνια έπαιζε και εκείνος βιολί.
Το 1951, πρωτοετής φοιτητής της Νομικής, συνελήφθη ως στέλεχος της ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) και δικάστηκε από έκτακτο στρατοδικείο της εποχής (για την υπόθεση Μπελογιάννη). Ολοκλήρωσε τις σπουδές του, αλλά λίγο πριν πάρει την άδεια δικηγόρου, το 1959, εγκατέλειψε τη δικηγορία και διορίστηκε υπάλληλος στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους μέχρι το 1969, οπότε και απολύθηκε από το τότε καθεστώς της Χούντας.
Εκτοτε αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά -και επαγγελματικά πια- στο γράψιμο. «Αν αποφασίσεις να γράψεις, υπάρχει κάτι μέσα σου που σε προωθεί. Γεννιέσαι μ’ αυτό και ούτε καν το ξέρεις… Όταν ήμουν 13 χρονών, άρχισα τις πρώτες δοκιμές και διαπίστωσα ότι μου άρεσε να γράφω. Διάβαζα από τότε Ντοστογιέφσκι, θυμάμαι. Η ανάγνωση, είναι το πρώτο αναγκαίο στοιχείο που σε παροτρύνει να γράψεις. Ανακαλύπτεις ότι και συ θέλεις να πεις κάτι, αλλά δεν είναι ακόμα ολοκληρωμένο μέσα σου. Εγώ, δεν το ήξερα, ακριβώς, γιατί θέλω να γράψω», είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξη.
Εργα του μεταφέρθηκαν στη σκηνή από θιάσους του Ελεύθερου Θεάτρου, από το Εθνικό Θέατρο, από το Θέατρο Τέχνης, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, από Δημοτικά Θέατρα, καθώς και από θιάσους του εξωτερικού, στη Γαλλία, τη Γερμανία, και την Κύπρο.
Τίτλοι κάποιων γνωστών θεατρικών έργων του είναι: «Ενυδρείο», «Μαχαίρι στο κόκαλο», «Οι φίλοι», «Το αυτί του Αλέξανδρου», «Η κυρία δεν πενθεί», «Επικίνδυνο φορτίο», «Ω! τι κόσμος μπαμπά!», «Το δίκανο», «Ημιτελής συνουσία».
Στο ευρύτερο κοινό έγινε γνωστός από τηλεοπτικές παρουσιάσεις έργων του («Μικρές αγγελίες», «Σιγά η πατρίδα κοιμάται», «Το ρολόι») και από την περίφημη σατιρική σειρά του «Εκείνος και… Εκείνος», με πρωταγωνιστές τους Βασίλη Διαμαντόπουλο και Γιώργο Μιχαλακόπουλο.
Το 1990 επανήλθε στην πεζογραφία εκδίδοντας το κορυφαίο μυθιστόρημα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» (εκδ. «Κέδρος», νέα οριστική έκδοση «Ελληνικά Γράμματα», 2006). Οι πωλήσεις του ξεπέρασαν, συνολικά, τις 200.000 αντίτυπα, ενώ μεταφράστηκε στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Τουρκικά και Εβραϊκά.
Ακολούθησαν διηγήματα, νουβέλες, καθώς και το μυθιστόρημα «Το παιχνίδι των τεσσάρων» το οποίο συνέγραψε με τους Πέτρο Τατσόπουλο, Γιώργο Σκούρτη και Αντώνη Σουρούνη. Το 2000 εξέδωσε το μυθιστόρημα «Κλειστόν λόγω μελαγχολίας», που ξεπέρασε τις 40.000 αντίτυπα και μεταφράστηκε στα Τουρκικά. Τελευταίο του βιβλίο ήταν η συλλογή διηγημάτων «Ο πόθος καίει τα σωθικά» («Κέδρος», 2004). Επιπλέον είχε γράψει αισθητικά δοκίμια, καθώς και πολλές επιφυλλίδες δημοσιευμένες στην εφημερίδα «Τα Νέα», στη στήλη «Κουβεντιάζοντας».
«Εχω καταλήξει, ότι οι άνθρωποι πράγματι, γράφουν από περιέργεια στο τέλος. Ή διαβάζουν από περιέργεια. Δηλαδή, διαβάζοντας κάτι που σου έχει θέσει κάποια ζητήματα, κάποια κίνητρα, κάποια ενδιαφέροντα, πας και στην επόμενη σελίδα. Αυτός που το κάνει αυτό είναι ένας έτοιμος αναγνώστης», είχε πει.
Τι φοβόταν πιο πολύ; «Τον εαυτό μου και τους φόβους μου, το πώς θα καταντήσω, έτσι και οι κυβερνήτες μού φτάσουν τη σύνταξη στο κατοστάρικο και τότε μάλιστα να ‘μαι κι ευχαριστημένος. Αυτό κυρίως φοβάμαι», απάντησε σε συνέντευξη το 2013.
Η κηδεία του θα γίνει την Τρίτη 18/7, στις 5 μ.μ., από το νεκροταφείο της Κηφισιάς.