Η Τράπεζα της Ελλάδος στην ετήσια έκθεση της περιορίζει την πρόβλεψη για ανάπτυξη το 2017 σε μόλις 1,6%, ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από την πρόβλεψη του προϋπολογισμού που ήταν 2,7%.
Η αρχική εκτίμηση της ΤτΕ για 2017 ήταν βέβαια 2,5%. Τώρα όμως στην έκθεσή της αποδίδει την αναπροσαρμογή προς τα κάτω στη «μεγάλη καθυστέρηση» για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και στην έξαρση της αβεβαιότητας που επέφερε και προκάλεσε την μείωση των επενδύσεων.
Αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, αποδυνάμωσε την αρχική πρόβλεψη.
Η Εκθεση της ΤτΕ κατατέθηκε από τον διοικητή της Τράπεζας Γιάννη Στουρνάρα στη Βουλή και το υπουργικό συμβούλιο.
Η Εκθεση για τη Νομισματική Πολιτική επισημαίνει συγκεκριμένα ότι η ανοδική τάση του β’ και γ’ τριμήνου του 2016 ανακόπηκε το δ’ τρίμηνο. Το αρνητικό μεταφερόμενο αποτέλεσμα από το τελευταίο τρίμηνο του 2016, εξηγεί ακόμη, αποδυναμώνει την πρόβλεψη ανάπτυξης για το 2017 από 2,5% σε 1,6%.
Πάντως, η ΤτΕ επισημαίνει ότι οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για ανάπτυξη παραμένουν θετικές, αν συνεχιστεί χωρίς προσκόμματα η πορεία των μεταρρυθμίσεων, ενώ ρόλο στην ανάπτυξη έχουν και οι θετικές εξελίξεις στο εσωτερικό της ΕΕ.
Επιπλέον, η κεντρική Τράπεζα βλέπει ότι τα τελευταία χρόνια υπήρχε διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Η μετάβαση στην ανάπτυξη
Σε ό,τι αφορά την μετάβαση στην ανάπτυξη, η ΤτΕ την συναρτά με την επίλυση τριών μεγάλων ανοιχτών ζητημάτων, την αντιμετώπιση της υψηλής ανεργίας, τον μεγάλο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το υψηλό δημόσιο χρέος.
Σε ό,τι αφορά την ανεργία, η ΤτΕ σημειώνει ότι «η ανάπτυξη είναι η μόνη απάντηση στο πρόβλημα της ανεργίας. Για να αλλάξει η ελληνική οικονομία και να προσανατολιστεί σε ένα νέο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης που θα δημιουργεί νέες βιώσιμες θέσεις εργασίας, είναι αναγκαία μία σταθερή και συνεπής αναπτυξιακή πολιτική».
Πυλώνες αυτής της πολιτικής θα είναι, μεταξύ άλλων, η άμεση εφαρμογή ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι περισσότερο φιλικό προς την ανάπτυξη, η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων που έχουν ήδη αποφασιστεί και καθυστερούν, η ταχεία αξιοποίηση της μεγάλης αργούσας περιουσίας του Δημοσίου, ιδιαίτερα της ακίνητης.
Για τα δάνεια επισημαίνεται ότι «η αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι η σοβαρότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η ελληνική οικονομία».
Προσθέτει ότι «η ενεργοποίηση του μηχανισμού για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών εκτιμάται ότι θα έχει καθοριστικό ρόλο, καθώς συγκεντρώνει ορισμένα σημαντικά πλεονεκτήματα».
Τέλος, «η ελάφρυνση του δημόσιου χρέους θα διευκολύνει την έξοδο της χώρας στις αγορές με βιώσιμους όρους. Στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου αναγνωρίστηκε ότι η Ελλάδα έχει ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της συμφωνίας και δόθηκε μια πιο σαφής κατεύθυνση για την αναδιάρθρωση του χρέους μετά το τέλος του προγράμματος (μετάθεση τοκοχρεολυσίων από 0 έως 15 χρόνια).