Το τηλέφωνο του Ζινεντίν Ζιντάν χτύπησε την Πρωτοχρονιά του 2016. Ηταν ο Φλορεντίνο Πέρεθ, ο πρόεδρος της Ρεάλ Μαδρίτης, ο οποίος κάλεσε τον γάλλο προπονητή της ομάδας Νέων (τότε) για να του ανακοινώσει την απόφαση της διοίκησης, να είναι αυτός που θα διαδεχθεί τον Ράφα Μπενίτεθ στον πάγκο της πρώτης ομάδας. «Πρόεδρε, είμαι έτοιμος για όλα», του απάντησε εκείνος. Δύο μήνες πριν, σε μία κρούση που του είχε γίνει, ο «Ζιζού» είχε αρνηθεί κατηγορηματικά. Δεν είχε ξανακυβερνήσει ποδοσφαιρικό καράβι και, κυρίως, δίσταζε να αναλάβει -μεσούσης της περιόδου- μια ομάδα που δεν είχε προετοιμάσει ο ίδιος.
Τι μεσολάβησε, και το «όχι» του Ζιντάν έγινε «ναι»; Δύο πράγματα. Πρώτα απ’ όλα, η Ρεάλ έτρεχε στον κατήφορο με σπασμένα φρένα, και κάποιος έπρεπε να αρπάξει το τιμόνι από τα χέρια του Μπενίτεθ, προτού να είναι πολύ αργά. Δεύτερον -και κυριότερο- λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 2015, ο Σέρχιο Ράμος και ο Κριστιάνο Ρονάλντο πήραν μία πρωτοβουλία που αποδείχτηκε καθοριστική. Συναντήθηκαν μαζί του για να τον διαβεβαιώσουν πως όλοι οι παίκτες της Ρεάλ ήταν πρόθυμοι να τον στηρίξουν. Οσο για τους οπαδούς, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Ο ποδοσφαιριστής Ζιντάν υπήρξε, γι’ αυτούς, ένας θρύλος. Τον αγάπησαν όσο λίγους στο «Μπερναμπέου». Πίστευαν σε ‘κείνον, παρά την απειρία του.
Στις 4 Ιανουαρίου 2016 μπήκε στην αίθουσα VIP του γηπέδου για την επίσημη παρουσίασή του. Μόνον κάποια διοικητικά στελέχη δεν τον υποδέχτηκαν θερμά. Το βλέμμα τους μαρτυρούσε την περιφρόνησή τους προς τον «πρωτάρη» της προπονητικής που είχε εμφανιστεί να παραλάβει κοτζάμ «Βασίλισσα» με λευκά αθλητικά παπούτσια, χωρίς γραβάτα, και με όλη του την οικογένεια -τη σύζυγό του, Βερονίκ, και τους τέσσερις γιους του- να τον συνοδεύουν, λες και πήγαινε σε πάρτι. Ηταν η 19η αγωνιστική της σεζόν 2015-2016, οι «Blancos» βρίσκονταν πέντε βαθμούς πίσω από την Μπαρτσελόνα και έξι από την Ατλέτικο Μαδρίτης, έπαιζαν άθλια, όμως ο Ζιντάν, στα 44 του, είχε αποφασίσει να διακινδυνεύσει τον μύθο του, σε έναν σύλλογο όπου οι «τρελές» απαιτήσεις της διοίκησης και των οπαδών θα μπορούσαν να λυγίσουν ακόμη και τους top προπονητές.
Επιασε δουλειά στις 7 Ιανουαρίου, και η ομάδα άρχισε να συνέρχεται αμέσως. Δεν χρειάστηκε παρά να μπει στα αποδυτήρια και να σταθεί, με το τεράστιο ποδοσφαιρικό του μέγεθος, μπροστά στους παίκτες του. Επέβαλε την πειθαρχία και ενέπνευσε τον σεβασμό, μόνο και μόνο με την παρουσία του. Επανέφερε την αυτοπεποίθηση και, με αυτό το βλέμμα του -του πάθους για τη νίκη, του έρωτα για το ποδόσφαιρο- που τον χαρακτήριζε όταν ο ίδιος μεγαλουργούσε στα γήπεδα, τους υποχρέωσε να αντιμετωπίζουν τους αγώνες λιγότερο «μπλαζέ», με μαχητικότητα και ομαδικότητα. Πώς να «λουφάρουν», στις προπονήσεις και τα ματς, αυτοί που τον πρόλαβαν να παίζει με τη φανέλα του μούσκεμα στον ιδρώτα; Πώς να «βεντετίσουν», αφού δεν το ‘κανε ο ίδιος, που υπήρξε κλάσεις καλύτερος; Θα καταντούσε… γραφικός, όποιος τολμούσε μπροστά στον «Ζιζού» να… το παίξει ντίβα.
Ο Ζιντάν, που γνωρίζει την ψυχοσύνθεση των σταρ των γηπέδων όσο κανένας, κατάφερε να ηρεμήσει τον Ρονάλντο, να «ανεβάσει» τον απογοητευμένο Μπέιλ, να πείσει τον Μπενζεμά ότι η λύση στα προβλήματά του βρίσκεται στο χορτάρι. Εκανε τη Ρεάλ πιο «σκληρή» στα μετόπισθεν, εμπιστεύτηκε νέα παιδιά (Κασεμίρο, Λούκας Βάσκεθ, Ισκο, Καρβαχάλ), και τα πρώτα καλά αποτελέσματα τον βοήθησαν να επιβάλει τους κανόνες του. Παρά τους πολλούς και σημαντικούς τραυματισμούς στην πορεία (Νάβας, Ράμος, Πέπε, Μόντριτς, Ρονάλντο, Μπενζεμά και Μπέιλ), πέτυχε σχεδόν τα πάντα με τον δικό του -ασυνήθιστο για την κουλτούρα των «Blancos»- κυνικό αλλά αποτελεσματικό τρόπο. «Είναι ο καπετάνιος μας», είχε πει ο αρχηγός (Σέρχιο Ράμος) αμέσως μετά τη λήξη του τελικού στο Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων.
Οταν έσβηνε το πρώτο του κεράκι στον πάγκο, τον περασμένο Ιανουάριο, σε 38 αγωνιστικές η Ρεάλ είχε υποστεί μόλις δύο ήττες. Σε αυτό το διάστημα, πέτυχε 111 γκολ (κατά μέσον όρο, σχεδόν τρία ανά παιχνίδι). Το παρθενικό του τρόπαιο, το ενδέκατο Πρωταθλητριών, ήρθε μόλις τέσσερις μήνες αφότου έπιασε δουλειά. Ακολούθησε το Σούπερ Καπ Ευρώπης, τον περασμένο Αύγουστο. Στα τέλη του 2016 κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων. Και, την περασμένη Κυριακή, επανέφερε τη Ρεάλ στον θρόνο του ισπανικού πρωταθλήματος έπειτα από μια πενταετία, υποχρεώνοντας τον Ινιέστα -της Μπαρτσελόνα- να παραδεχθεί ότι η μισητή αντίπαλος των Καταλανών άξιζε τον τίτλο. Ο Ζιντάν έφερε στη Μαδρίτη ένα σπουδαίο τρόπαιο ανά τέσσερις μήνες, κατά μέσον όρο. Μέσα σε ένα χρόνο μέτρησε τους ίδιους τίτλους που ο Ζοσέ Μουρίνιο χρειάστηκε τρεις σεζόν στον πάγκο της «Βασίλισσας» για να συγκεντρώσει.
Εγινε μόλις ο δεύτερος στην ιστορία των Merengues -μετά τον Μιγκέλ Μουνιόθ- που πήρε Πρωτάθλημα και Champions League, και ως παίκτης και ως προπονητής. Επίσης, ο δεύτερος γάλλος κόουτς που κατέκτησε το πρωτάθλημα στην Ισπανία, μετά τον Μαρσέλ Ντομινγκό (με την Ατλέτικο το 1970). Ο πρόεδρος Πέρεθ έχει δίκιο: «ο Ζιντάν άλλαξε τις ζωές μας». Και το «Μπερναμπέου», πρώτη φορά βάζει έναν προπονητή πάνω από τον Ρονάλντο. Οταν, στις 24 Σεπτεμβρίου 2016, είχε τολμήσει να τον αποσύρει από τον αγώνα με τη Λας Πάλμας (2-2), η AS -στην ηλεκτρονική της έκδοση- κάλεσε τους οπαδούς της Ρεάλ να διαλέξουν… στρατόπεδο. Σε ποσοστό 84% απάντησαν ότι συντάσσονται με τον «Ζιζού». Τώρα, πια, έχει πείσει τον «CR7» ότι πρέπει να κάνει οικονομία δυνάμεων, να μην τις σπαταλά. Κάθε φορά που δεν τον βάζει στον αγώνα, ο Πορτογάλος του λέει κι «ευχαριστώ».
Επί εννέα ολόκληρους μήνες -σε 39 παιχνίδια- δεν έκανε ούτε μία ήττα. Συμπλήρωσε 64 διαδοχικά ματς στα οποία η ομάδα του πέτυχε γκολ. Ο εκ των κορυφαίων ποδοσφαιριστών στον κόσμο, που το 2003 είχε πανηγυρίσει τον ισπανικό τίτλο με τα εξάταπα, τα καταφέρνει το ίδιο καλά και με κοστούμι. Γίνεται ένας από τους καλύτερους προπονητές – η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Και τώρα, αυτή η σπουδαία μορφή των γηπέδων πάει στο Κάρντιφ, στις 3 Ιουνίου, για να πετύχει το (μέχρι σήμερα) ακατόρθωτο: να κατακτήσει το Champions League για δεύτερη διαδοχική σεζόν.
Χωρίς μεγάλα λόγια και βαρύγδουπες υποσχέσεις. Οχι μόνον επειδή δεν «το ‘χει» και πολύ με τη γλώσσα (αν και η Βερονίκ είναι Ισπανίδα), αλλά -κυρίως- γιατί γνωρίζει καλύτερα από τον καθέναν ότι την μπάλα πρέπει να τη σέβεσαι. Αυτό έκανε σε όλη του τη ζωή.