Να και κάτι που οι Ευρωπαίοι ζηλεύουν σε μας: την αξιοθαύμαστη συνέπεια με την οποία το ελληνικό μπάσκετ στέκει στην κορυφή. Στα 30 χρόνια των Φάιναλ-Φορ, που συμπληρώνονται εφέτος, μόλις οκτώ φορές λείψαμε από τη μεγάλη γιορτή. Απουσίασαν οι ελληνικές ομάδες, δηλαδή. Γιατί, αν προσπαθήσουμε να θυμηθούμε έναν Τελικό της Ευρωλίγκας χωρίς την παρουσία κάποιου Ελληνα, παίκτη ή προπονητή, θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω στο μακρινό 2004.
Ναι, η Ελλάδα είναι μπασκετομάνα. Ηταν στις εποχές που οι Γιαννακόπουλοι είχαν κέφι να σκορπάνε λεφτά, και ο Παναθηναϊκός του Ομπράντοβιτς σάρωσε πέντε τρόπαια μέσα σε μία δεκαετία. Είναι και τώρα, στην καταραμένη κρίση, που ο Ολυμπιακός σήκωσε δυο Κούπες (2012, 2013) και παρέμεινε τακτικός θαμώνας των Φάιναλ-Φορ, παρά τα μνημονιακά μπάτζετ. Ηταν και πριν από τα ένδοξα χρόνια της Ευρωλίγκας του Τζόρντι Μπερτομέου. Γιατί, για να μην ξεχνιόμαστε, όλοι οι Ελληνες που πρωταγωνίστησαν στην κορυφαία σκηνή του ευρωπαϊκού μπάσκετ -ο Σπανούλης, ο Διαμαντίδης, ο Παπαλουκάς, ο Ζήσης, ο Κακιούζης, ο Ιτούδης, ο Σφαιρόπουλος, ο Μπαρτζώκας, ο Φώτσης, ο Μπουρούσης, ο Παπανικολάου, ο Σλούκας, ο Μάντζαρης, ο Σχορτσανίτης και οι υπόλοιποι- είναι τέκνα του «Θεού» Νίκου Γκάλη και του «αυτοκράτορα» Αρη. Της ομάδας που, από το 1988, μας έδειξε τον δρόμο προς τα Φάιναλ-Φορ.
Φάιναλ-Φορ 2017, λοιπόν. Με τους ίδιους φιναλίστ και τα ίδια ζευγάρια στους ημιτελικούς (ΤΣΣΚΑ – Ολυμπιακός και Φενέρμπαχτσε – Ρεάλ) όπως το 2015 στη Μαδρίτη. Το δέκατο για τον Ολυμπιακό, στο γούρικο «Σινάν Ερντέμ» της Κωνσταντινούπολης, όπου το 2012 είχε γράψει ιστορία. Εκείνο το αξέχαστο βράδυ, οι παίκτες της ΤΣΣΚΑ -της αποψινής αντιπάλου του- είχαν χτίσει διαφορά 19 πόντων, όμως άρχισαν να «τρέμουν» μπροστά στη μεγάλη αντεπίθεση. Ο Σπανούλης έβαζε τα τρίποντα, το ένα μετά το άλλο, και στο φινάλε ο Πρίντεζης με το… πεταχτάρι του έριξε την «αρκούδα» φαρδιά – πλατιά στο καναβάτσο.
Δεν ήταν η μοναδική φορά που οι Ρώσοι έφυγαν με σκυμμένο κεφάλι από έναν αγώνα Φάιναλ-Φορ απέναντι στον Ολυμπιακό. Το έπαθαν και στους ημιτελικούς του 2013, και σε αυτούς του 2015. Και σήμερα, από την αγαπημένη του θέση -του αουτσάιντερ- ο Ολυμπιακός θα επιδιώξει να τους βγάλει νοκ-άουτ για τέταρτη φορά μέσα σε μία πενταετία, διεκδικώντας με όποιες πιθανότητες του αναλογούν μία θέση στον μεγάλο τελικό της Κυριακής.
Ο Ολυμπιακός δεν είναι η πιο ελκυστική ομάδα της Ευρωλίγκας, όμως είναι η πιο… ομάδα. Απ’ όλες όσες έλαβαν μέρος στην εφετινή διοργάνωση, ήταν εκείνη με τις μικρότερες -σχεδόν αμελητέες- μεταπτώσεις στην αγωνιστική εικόνα της, κάθε φορά που έχανε κάποιο σημαντικό παίκτη λόγω τραυματισμού. Του έλειψε ο Σπανούλης σε τέσσερις αγώνες, ο Πρίντεζης σε πέντε, αχρηστεύτηκε ο Χάκετ για όλη τη σεζόν, τραυματίστηκε ο Λοτζέσκι σε ένα κρίσιμο σημείο, όμως δεν έκανε πάνω από δύο ήττες στη σειρά (και αυτές, μόνο μία φορά). Οταν έκανε τρεις -στο φινάλε της κανονικής περιόδου- είχε, ήδη, εξασφαλίσει την πρόκριση με πλεονέκτημα έδρας.
Το γκραν φαβορί, η Φενέρμπαχτσε, όταν έχασε τον Μπογκντάνοβιτς και τον Σλούκα, έκανε δύο φορές από τρεις σερί ήττες. Τρεις ήττες στη σειρά έκανε και η ΤΣΣΚΑ, εξαιτίας των τραυματισμών του Ντε Κολό και του Τεόντοσιτς. Η Μπασκόνια, η ομάδα που θα μπορούσε να απειλήσει περισσότερο από κάθε άλλη τη σύνθεση των φιναλίστ, καταποντίστηκε μόλις έχασε τον Σενγκέλια. Μην πάτε μακριά: ο Παναθηναϊκός ήταν άλλη ομάδα όσο απουσίαζε ο Γκιστ, κι άλλη όταν ο Αμερικανός επέστρεψε.
Ο Ολυμπιακός αγνόησε κάθε αναποδιά που του έτυχε μέσα στη σεζόν -και δεν του έτυχαν λίγες- και παρέμεινε προσηλωμένος σε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα από κάθε άλλη ομάδα: σκληρή άμυνα, μάχη για την κατοχή της μπάλας, αυτοθυσία σε κάθε φάση, με ξεκάθαρους ρόλους και τυφλή πίστη στο σχέδιο του προπονητή. Η μεγαλύτερη απόδειξη του χαρακτήρα του είναι ο τρόπος με τον οποίο προκρίθηκε στο Φάιναλ-Φορ, στη σειρά με την Εφές. Καμία άλλη ομάδα δεν έχει βάλει στον εαυτό της τόσα στοιχήματα, όσα ο εφετινός Ολυμπιακός.
Ο «άθλος» του Πρωταθλητή Ελλάδας, να τρυπώσει στην τελική τετράδα κοντά σε τρεις συλλόγους με τριπλάσια και τετραπλάσια μπάτζετ, πιστώνεται και στην επιμονή του προπονητή του να παίξει με τον πατροπαράδοτο, ελληνικό τρόπο, αδιαφορώντας για όσους τον βρίσκουν «ντεμοντέ». Ο υπερ-ρεαλιστής Γιάννης Σφαιρόπουλος ποτέ δεν προσπάθησε να παίξει «run and gun», λες και κοουτσάρει τους Ουόριορς, ούτε στηρίχτηκε στη φοβερή σωματοδομή που οι παίκτες του δεν διαθέτουν. Ο Ολυμπιακός έφτασε στο Φάιναλ-Φορ προτάσσοντας τα δικά του χαρίσματα: την ομαδικότητα, την ομοιογένεια, την πειθαρχία, τη συγκέντρωση, την «ψυχή» και το μυαλό. Ο Παναθηναϊκός αποκλείστηκε, επειδή προσπάθησε να εφαρμόσει ένα μοντέλο ασύμβατο με τη φύση του.
Η ΤΣΣΚΑ θα προσπαθήσει να υπερασπιστεί τον τίτλο της, έχοντας να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο πρόβλημα: τον τραυματισμό του Μίλος Τεόντοσιτς στη φτέρνα. Ο σέρβος γκαρντ θα βρίσκεται στη δωδεκάδα, όμως έχει να αγωνιστεί 20 μέρες και προπονείται με ενέσεις. Είναι ο πιο καθοριστικός παίκτης των Ρώσων, γι’ αυτό και θα παίξει – όσο και όπως μπορεί. Ο Ολυμπιακός έχει προετοιμαστεί για δύο ΤΣΣΚΑ -με και χωρίς τον Τεόντοσιτς- που είναι εντελώς διαφορετικές ομάδες. Οταν ο Τεόντοσιτς απουσιάζει, η ΤΣΣΚΑ χάνει πολλή από την ποιότητά της, όμως γίνεται πιο σκληρή στην άμυνα. Εφέτος έλειψε από έξι παιχνίδια της Ευρωλίγκας, και η ομάδα του έχασε τα δύο. Το ένα ήταν στο Κάουνας, απέναντι στην ταπεινή Ζαλγκίρις. Χωρίς τον Τεόντοσιτς, η ΤΣΣΚΑ γίνεται τρωτή. Οπως και όταν λείπει ο Ντε Κολό, ο μεγάλος πρωταγωνιστής των στατιστικών (και) εφέτος. Ο γάλλος γκαρντ κατέκτησε την πρώτη θέση στον δείκτη αξιολόγησης, για δεύτερη διαδοχική χρονιά. Επίσης, ήταν ο πιο εύστοχος παίκτης από τη γραμμή των ελευθέρων βολών, με ποσοστό 95,8% (114/119).
Η ΤΣΣΚΑ είναι η ποιότητα. Ο Ολυμπιακός, το «μέταλλο». Δυο μπασκετικοί κόσμοι εντελώς αντίθετοι. Αυτό μαρτυρούν οι αριθμοί. Η ομάδα του Δημήτρη Ιτούδη διακρίνεται σε όλους τους ποιοτικούς δείκτες. Είναι η απόλυτη καλαθομηχανή της διοργάνωσης, με την καλύτερη επίθεση (87,3 πόντους, κατά μέσον όρο) για τρίτη χρονιά στη σειρά. Είναι δεύτερη στις ασίστ και στα δίποντα (55,2%), πρώτη στα τρίποντα (40,6%) και κερδίζει 22,4 φάουλ ανά αγώνα. Ο Ολυμπιακός, από την άλλη, βασιλεύει στα ριμπάουντ (είναι πρώτος στη διοργάνωση με 37,4) και στους περισσότερους αμυντικούς δείκτες, και κάνει πολύ λίγα λάθη (12,7). Δεν επιτρέπει πολλά σουτ, ούτε πολλές ασίστ, και το παιχνίδι του δυσκολεύει αφάνταστα τη ζωή των αντιπάλων του. Απόψε, λοιπόν, θα επιδιώξει να πάρει τα ριμπάουντ, ιδίως τα αμυντικά, και να ρίξει την επίθεση της ΤΣΣΚΑ όσο πιο χαμηλά από τους μέσους όρους της μπορεί.
Με Σπανούλη, Πρίντεζη, Μάντζαρη και Παπαπανικολάου, ο Ολυμπιακός υπερτερεί στον ψυχολογικό τομέα. Από την άλλη, βεβαίως, έχει και αρκετούς πρωτάρηδες (Γκριν, Μπιρτς, Γιανγκ, Μιλουτίνοφ, Ουότερς). Η ΤΣΣΚΑ υπερέχει σε εμπειρία. Διαθέτει πολλούς παίκτες που έχουν «φάει με το κουτάλι» αυτή την ασυνήθιστη διαδικασία με τις ανοιχτές προπονήσεις, τα γεμάτα κόσμο ξενοδοχεία και τις αλλεπάλληλες συνεντεύξεις. Στα 14 τελευταία χρόνια, μόνο μία φορά έλειψε από το Φάιναλ-Φορ.
Ναι, είναι το φαβορί του αγώνα. Αλλά, όχι, ανίκητη δεν είναι. Αντιθέτως με αυτό που πολλοί περίμεναν -ότι θα κάνει μόνο δυο τρεις ήττες- έκανε οκτώ. Μια ομάδα που δέχεται 79,5 πόντους σε κάθε ματς, κατά μέσον όρο, δεν θα μπορούσε να είναι άτρωτη. Η μέτρια άμυνά της και η μεγάλη της εξάρτηση από τα… κέφια του Τεόντοσιτς, είναι τα δυο πιο αδύνατα σημεία της. Εάν η φημισμένη της επίθεση δεν «τραβήξει», μπορεί να πάθει ζημιά από αντιπάλους πολύ κατώτερους του Ολυμπιακού.
Πέρυσι επέστρεψε στην κορυφή της Ευρώπης, για πρώτη φορά έπειτα από το 2008, με μπάτζετ 37 εκατομμυρίων ευρώ. Εφέτος, προκειμένου να κάνει το «repeat», ανέβασε τον προϋπολογισμό της στα 42,6 εκατομμύρια ευρώ. Σε αυτό το ποσό περιλαμβάνονται πάσης φύσεως δαπάνες – ακόμα και για το ιδιόκτητο αεροσκάφος της. Το «καθαρό» της μπάτζετ είναι… μόλις τριπλάσιο από εκείνο του Ολυμπιακού. Αλλά, όπως είπε ο κόουτς Σφαιρόπουλος, «πριν πάμε στον πόλεμο, δεν κοιτάμε πόσα πολεμοφόδια έχουμε εμείς και πόσα οι άλλοι. Εχουμε τον καλύτερο στρατό και πάμε να παλέψουμε».
Θα είναι η πέμπτη φορά που δύο Ελληνες προπονητές θα αναμετρηθούν σε Φάιναλ-Φορ. Η πρώτη ήταν το 1994 (Ιωαννίδης εναντίον Πολίτη), η δεύτερη το 1995 (Ιωαννίδης εναντίον Κιουμουρτζόγλου), η τρίτη το 2015 (Ιτούδης εναντίον Σφαιρόπουλου) και η τέταρτη, πέρυσι (Ιτούδης εναντίον Μπαρτζώκα). Από τους τέσσερις κόουτς που παίζουν, απόψε, στην Κωνσταντινούπολη, μόνον ο Σφαιρόπουλος δεν έχει κατακτήσει το τρόπαιο της Ευρωλίγκας.
Ο Ολυμπιακός θα έχει στο πλευρό του περίπου 1.700 οπαδούς του. Θα είναι η δεύτερη δύναμη στην εξέδρα, πίσω από τη Φενέρ. Η ΤΣΣΚΑ, όπως και η Ρεάλ, δεν θα μετρήσουν στις κερκίδες περισσότερους από 250 φίλους τους. Από δικές τους επιστροφές βρήκαν οι «ερυθρόλευκοι» τα επιπλέον εισιτήρια. Κι αν προκύψει κανένας τελικός Ολυμπιακός – Ρεάλ Μαδρίτης, την Κυριακή το «Σινάν Ερντέμ» θα είναι κόκκινο σαν το ΣΕΦ.