Να λοιπόν που έφτασε η ώρα να αποκτήσει -επιτέλους- και η Ελλάδα εθνική στρατηγική. Τα δημοσιονομικά και άλλα μέτρα καλώς ή κακώς τα απορρόφησε η σημερινή κυβέρνηση -κοινώς τα «κατάπιε»- αλλά πολλοί μπορούν να πουν ότι το ίδιο σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό θα έκανε και η σημερινή αντιπολίτευση.
Ομως το νέο κεφάλαιο στην οικονομική πολιτική, αυτό που έχει ανοίξει, δεν είναι πλέον τα δημοσιονομικά μέτρα ή οι δήθεν αλλαγές στην αγορά εργασίας και τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά οι αποφάσεις των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ για την ελάφρυνση του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Αυτές που θα ληφθούν για εμάς, χωρίς εμάς….
Αυτό περιμένουν όλοι οι επενδυτές στην Ελλάδα και το εξωτερικό και πάνω σε αυτό το ζήτημα -που πρωτίστως είναι «ζήτημα εμπιστοσύνης»- απαιτείται πράγματι εθνική στρατηγική.
Ευτυχώς, μέχρι στιγμής, οι τόνοι της πολιτικής αντιπαράθεσης είναι χαμηλοί, ίσως γιατί το θέμα δεν «πουλάει» στην τηλεόραση και κατ’ επέκταση στο εκλογικό σώμα, ίσως γιατί όλοι αντιλαμβάνονται ότι αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία της Ελλάδας να επιστρέψει κάποτε στις αγορές και -όπως συνηθίσαμε να λέμε- στην «κανονικότητα».
Αυτό στην πραγματικότητα δεν σημαίνει τίποτε. Η Ελλάδα έχει ανάγκη να σταθεί στα πόδια της, να δανείζεται για να ξεπληρώνει τα παλιά της χρέη (των 320 δισ. ευρώ) και το κυριότερο έχει ανάγκη να δανείζεται φθηνά. Και σε αυτό μπορούν να μας βοηθήσουν έμπρακτα, χωρίς κόστος για τις χώρες τους και τους προϋπολογισμούς τους, οι Ευρωπαίοι.
Για να φτάσουμε όμως στο επιθυμητό αποτέλεσμα, δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο κι αυτός είναι ο δρόμος της δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης ότι η Ελλάδα θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της και θα έχει αυτά τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (3-3,5% του ΑΕΠ) για τέσσερα έως πέντε χρόνια μέχρι το 2021 ή το 2022, και στη συνέχεια θα υποχωρούν όσο αυξάνεται το ΑΕΠ.
Αυτή η γραμμή και τα 50 δισ. ευρώ που έχουν μείνει από το τρίτο Μνημόνιο ως «μαξιλάρι ασφαλείας» που κρατά για εμάς ο ESM -ο οποίος φιλοδοξεί να γίνει το ΔΝΤ της Ευρώπης- αρκούν…
Τα άλλα είναι τεχνικά ζητήματα που χειρίζονται επιτυχώς και παίζουν στα δάχτυλα του χεριού τους ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, η Τράπεζα της Ελλάδος και οι τεχνικοί σύμβουλοι όλων των πλευρών (κυβέρνησης και πιστωτών).
Η συζήτηση για την τεχνική οριστικοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, μετά και την κατάθεση του πολυνομοσχεδίου με τα μέτρα και τη συμφωνία στη Βουλή, αναμένεται να ξεκινήσει τη Δευτέρα στη συνεδρίαση του EuroWorking Group. Εκεί οι 19 εκπρόσωποι των υπουργών οικονομικών και το ΔΝΤ θα προσδιορίσουν τι χρειάζεται η Ελλάδα για να επιστρέψει το 2018 στις αγορές και θα βάλουν στο τραπέζι τις προτάσεις αναδιάρθρωσης -περισσότερο «ανακούφισης»- του ελληνικού χρέους. Με άλλα λόγια θα σχηματίσουν πλήρη αντίληψη του τι μπορεί να γίνει για το ελληνικό χρέος.
Στη συνέχεια θα περιμένουν από τους υπουργούς τους να τους δώσουν τις πολιτικές κατευθύνσεις στο Εurogroup στις 22 Μαΐου -οι οποίες ίσως ανακοινωθούν, ίσως όχι- για την τελική επεξεργασία. Ο στόχος είναι να προετοιμαστούν όλα για να ληφθούν οι τελικές αποφάσεις που θα κρίνουν και τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα στο Εurogroup της 15ης Ιουνίου στο Λουξεμβούργο.
H Handelsblatt, που τελευταία μας συνήθισε στις αποκαλύψεις για το ελληνικό ζήτημα, παρουσίασε ένα νέο έγγραφο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) για το ελληνικό χρέος.
Σύμφωνα με αυτό, ένα από τα σενάρια που εξετάζεται είναι η δυνατότητα επιμήκυνσης της αποπληρωμής τόκων μέχρι το 2050 με την καθιέρωση ετήσιου πλαφόν. Το σχέδιο, όμως, θα εκτυλιχθεί σε τρεις δεκαετείς φάσεις στις οποίες η Ελλάδα θα πρέπει να πετυχαίνει συγκεκριμένους οικονομικούς στόχους για να περάσει στην επόμενη φάση.
Οπως αναφέρει η γερμανική εφημερίδα, οι παρεμβάσεις θα μπορούσαν να γίνουν αρχικά μέχρι το 2030, μετά μέχρι το 2040 και να κλείσουν μέχρι το 2050 προσθέτοντας ότι «η επιμήκυνση θα λαμβάνει χώρα μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η Αθήνα επιτυγχάνει τους οικονομικούς στόχους».
Οι τρεις προτάσεις
Οσοι παρακολουθούν τις εξελίξεις αντιλαμβάνονται αμέσως ότι το σενάριο αυτό ανταποκρίνεται πλήρως στις θέσεις του ΔΝΤ που έχουν παρουσιαστεί δημόσια για τον τρόπο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
Θυμίζουμε ότι το ΔΝΤ, εγκατέλειψε τη θέση για «κούρεμα» χρέους και ζητούσε συνδυασμό συνδυασμό τριών μέτρων χωρίς «κούρεμα»:
– Σταθερά επιτόκια. Για να εξασφαλιστεί ότι το χρέος μπορεί να παραμείνει σε καθοδική πορεία, τα επιτόκια θα πρέπει να καθοριστούν σε χαμηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με την άσκηση του ΔΝΤ το επίπεδο αυτό δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 1,5% μέχρι το 2040.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ESM θα μπορούσε να επιχειρήσει να επωφεληθεί από το ευνοϊκό περιβάλλον επιτοκίων και να προσπαθήσει να «κλειδώσει» τα ποσοστά για το σύνολο των δανείων του EFSF/ESM στα τρέχοντα μακροπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς, εξαλείφοντας και τα spreads που εφαρμόζονται σήμερα στα διμερή δάνεια.
Αυτό συμβαίνει ήδη, με την εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος και τις ανταλλαγές ομολόγων από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με νέα δάνεια σταθερού επιτοκίου. Η λύση μπορεί να επεκταθεί και σε άλλα δάνεια του ESM.
– Παράταση των λήξεων των δανείων του EFSF, του ESM και των διακρατικών διμερών δανείων (GLF). Η προτεινόμενη επιμήκυνση είναι έως και 14 έτη για τα δάνεια του EFSF, 10 έτη για τα δάνεια ESM και 30 έτη για τα GLF δάνεια.
– Διευκολύνσεις πληρωμών. Δεδομένου ότι τα δάνεια του EFSF έχουν ήδη επεκταθεί στο παρελθόν και τα δάνεια του ΕSM παρέχονται με μεγάλη περίοδο χάριτος και ωρίμανση, προτείνεται επέκταση των περιόδων χάριτος του υφιστάμενου χρέους, από 6 έτη για τα δάνεια ΕSM έως 17 και 20 ετών για τα δάνεια του EFSF και των GLF δανείων, αντίστοιχα, καθώς και επέκταση της αναβολής για τις πληρωμές τόκων για τα δάνεια του EFSF κατά επιπλέον 17 χρόνια μαζί με τις αναβολές των πληρωμών των τόκων για τον ESM και τα διμερή δάνεια μέχρι 24 έτη.
Τρία χρόνια πριν… τρία χρόνια μετά: Ενόψει αυτών των εξελίξεων οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων υποχωρούν ημέρα με την ημέρα. Η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου βρίσκεται στο 5,4%, όταν του αντίστοιχου Πορτογαλικού τίτλου βρίσκεται στο 3,38%. Πρόκειται για τα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων τριών ετών, από το 2014 δηλαδή. Οταν όλα άρχισαν να μην είναι και τόσο καλά.