Ποια εικόνα σας έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτεστε τον Ντάνιελ Ντέι Λούις; Τον γυναικά χειρουργό με τη σχεδόν αυτοκρατορική ευγένεια; Το κομψό καπέλο και περπάτημα του δικηγόρου; Τον αγέρωχο -τόσο ψηλό!- Αβραάμ Λίνκολν; Τα γένια του; Τη φλέβα που προεξέχει από το κούτελό του; Το αδυνατισμένο κορμί του κατάδικου; Τον αγροίκο «Τελευταίο των Μοϊκανών»;
Είναι αδύνατον να τον φανταστείς ως άνθρωπο. Πόσο μάλλον ως έναν άνθρωπο που σήμερα, 29 Απριλίου, κλείνει τα 60 του. Οχι δεν μπορεί, αυτός δεν είναι ένας κοινός θνητός που γερνάει κι έχει προσωπική ζωή εκτός κινηματογράφου. Ο Ντάνιελ Ντέι Λούις είναι οι ρόλοι του. Είναι ο χαρακτήρας, η ηλικία, το στιλ, η καταγωγή, το ντύσιμο, η εμφάνιση των ρόλων του. Πώς τα καταφέρνει;
Καταρχάς δεν έχουμε πολλές εικόνες από τον πραγματικό Ντάνιελ Ντέι Λούις γιατί πολύ απλά ο ίδιος απεχθάνεται την έκθεση και αποφεύγει τους ρεπόρτερ και την κοσμική ζωή. Βασικά δεν έχουμε ιδέα για την προσωπική του ζωή. Λίγοι ας πούμε γνωρίζουν την από δεκαετίες αγάπη του για τη Σκύρο. Πιο αναγνωρίσιμος είναι πλέον ο 21χρονος γιος του (από τον πρώτο του γάμο του με την Ιζαμπέλ Ατζανί) που πηγαινοέρχεται σε πασαρέλες, παρά ο ίδιος.
Επειτα είναι επιλεκτικός, από τους πιο επιλεκτικούς ηθοποιούς που έχουν περάσει από το Χόλιγουντ. Από το 1971 και την πρώτη του εφηβική εμφάνιση στο «Καταραμένη Κυριακή» (για δύο δολάρια) έχει εμφανιστεί σε λιγότερες από 20 παραγωγές. Κι όμως, έχει τρία Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου!
Ο Ντάνιελ Ντέι Λούις είναι ο πιο μεθοδικός ηθοποιός των τελευταίων δεκαετιών. Μαγνητίζεται από ρόλους. Μόνο αυτούς επιλέγει. Τους διεκδικεί. Το 1985, στα πρώτα του βήματα, απείλησε τον σκηνοθέτη Στίβεν Φρίαρς ότι «θα του σπάσει τα πόδια» αν δεν του έδινε τον ρόλο στο «Ωραίο μου πλυντήριο».
Αφιερώνει χρόνο στον κάθε ρόλο του. Από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ ζήτησε έναν χρόνο προετοιμασίας πριν αρχίσουν τα γυρίσματα για το «Λίνκολν». Διάβασε όλα τα βιβλία για τον ιστορικό ηγέτη, μελετούσε με τις ώρες φωτογραφίες του Αλεξάντερ Γκάρντνερ από τον Εμφύλιο Πόλεμο των ΗΠΑ. «Τις κοιτούσα με τον ίδιο τρόπο που κοιτάς την αντανάκλασή σου στον καθρέφτη και προσπαθείς να καταλάβεις ποιο είναι το πρόσωπο που σε κοιτά», είχε πει.
Οταν άρχισαν επιτέλους τα γυρίσματα, απαίτησε από τους συναδέλφους του να τον αποκαλούν «Κύριε πρόεδρε» και απαγόρευε στους Βρετανούς της παραγωγής να τον μπερδεύουν με τη βρετανική τους προφορά. Και όταν προβλήθηκε η ταινία, οι θεατές είδαν ό,τι πιο κοντινό στον Λίνκολν θα δουν ποτέ στη ζωή τους.
Πριν αρχίσουν τα γυρίσματα για τον «Τελευταίο των Μοϊκανών» (1992) έζησε για μήνες στην άγρια φύση. Εμαθε να ιχνηλατεί και να κυνηγά ζώα, να τα γδέρνει, να ψαρεύει και να φτιάχνει κανό, να οπλίζει τρέχοντας. Πήρε την καραμπίνα του ακόμη και στο οικογενειακό δείπνο την ημέρα των Χριστουγέννων. Μετά τα γυρίσματα παραδέχθηκε ότι είχε παραισθήσεις. «Δεν έχω ιδέα πώς να μην είμαι ο Χόκεϊ», είχε πει.
Προσέχει την παραμικρή λεπτομέρεια. Για την «Αβάσταχτη ελαφρότητα τού είναι» (1988), προσαρμογή του βιβλίου του Μίλαν Κούντερα, έμαθε τσέχικα, παρότι η ταινία ήταν στα αγγλικά!
Εχει εμμονές και είναι πεισματάρης. Οταν γυρνούσαν το «Αριστερό μου πόδι» (1989), ο ίδιος επέμενε να κυκλοφορεί με αμαξίδιο για ανάπηρους. Τα μέλη της παραγωγής έπρεπε να τον ταΐζουν και να τον μεταφέρουν στο πλατό, σηκωτό ακόμη και μέχρι το αυτοκίνητό του!
Εχασε 25 κιλά για το «Εις το όνομα του πατρός» (1993) και πέρασε δύο νύχτες σε ένα κελί χωρίς νερό και φαγητό. Φήμες λένε ότι ζητούσε από τους «φύλακες» να του πετάνε κάθε τόσο κρύο νερό και να τον χλευάζουν ώστε να γεμίσει και να ξεχειλίσει οργή παίζοντας τον ιρλανδό αδικημένο κατάδικο.
Εκπαιδεύτηκε για 18 μήνες στην πυγμαχία για να προετοιμαστεί για τον «Μποξέρ» (1997). Στις «Μάγισσες του Σάλεμ» (1996) δεν έκανε μπάνιο για να κατανοήσει πώς ζούσαν στον 17ο αιώνα. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στο Χογκ Αϊλαντ, στη Μασαχουσέτη, αντικατέστησε το αγαπημένο του μέσο, τη μηχανή, με ένα καφέ άλογο.
Για τις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» παρακολούθησε ειδικά σεμινάρια από κρεοπώλες που του έδειξαν πώς να χειρίζεται ένα χασαπομάχαιρο με σχεδόν αυθεντική πείρα.
Για το «Τζακ και Ρόουζ: Μπαλάντα για δύο» (2005) η γυναίκα του και σκηνοθέτρια της ταινίας Ρεμπέκα Μίλερ, έπρεπε να ζήσει σε διάσταση από τον σύζυγό της. Ο Λούις έμενε μόνος του σε μία καλύβα, για να μπει στον ρόλο του συγχυσμένου κι απομονωμένου χαρακτήρα της ταινίας.
Για έναν από τους πιο δυναμικούς -και δύσκολους- ρόλους του, στο «Θα χυθεί αίμα» ο ηθοποιός μελετούσε ηχογραφήσεις του σκηνοθέτη Τζον Χιούστον, διάβαζε μανιωδώς βιβλία για την εποχή της ταινίας και υιοθέτησε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το βλέμμα που σε πετρώνει.
Αν οι ερμηνείες μπορούν να μας αποκαλύψουν κάτι για την πραγματική φυσιογνωμία του Ντάνιελ Ντέι Λούις, αυτό είναι ότι ο ίδιος έχει ένα κενό το οποίο έρχονται να καλύψουν οι ρόλοι του.
«Η έλξη από μία διαφορετική ζωή πυροδοτεί την περιέργειά μου», έχει πει ο ίδιος. Γι’ αυτό αφοσιώνεται σε αυτή τη διαφορετική ζωή εξ ολοκλήρου. Γι’ αυτό έπαθε υστερική κρίση -«είδε» το φάντασμα του πατέρα του- επί σκηνής όταν έπαιξε τον Αμλετ στο Λονδίνο, γι’ αυτό είχε παραισθήσεις μετά τα γυρίσματα του «Τελευταίου των Μοϊκανών».
«Τα φιλμ δεν αρχίζουν όταν αρχίζει να τραβά η κάμερα», επαναλαμβάνει κάθε φορά που τον ρωτάνε για τη μέθοδό του. Γι’ αυτό και εμφανίζεται τόσο σπάνια -ανά πέντε χρόνια κατά μέσο όρο- στη μεγάλη οθόνη. Ναι αλλά εμείς θέλουμε περισσότερα φιλμ…