Επιτέλους η Καμίλ Κλοντέλ δικαιώνεται. Οχι ως η «μαθήτρια», «μούσα», «ερωμένη» του Ογκίστ Ροντέν ή ως το πρόσωπο που ενέπνευσε το εμβληματικό «Φιλί» -και πολλά άλλα έργα- του γάλλου γλύπτη. Ούτε ως η «τρελή» γλύπτρια που κλείστηκε σε ίδρυμα και εγκαταλείφθηκε εκεί από την οικογένειά της για 30 χρόνια, μέχρι να πεθάνει. Και όχι ως η πανέμορφη γυναίκα με τα μακριά μαύρα μαλλιά και τα γαλάζια μάτια που ενσάρκωσαν η Ιζαμπέλ Ατζανί το 1988 και η Ζιλιέτ Μπινός το 2013.
Δικαιώνεται η Καμίλ Κλοντέλ, μία από τις πρώτες γυναίκες γλύπτριες που τόλμησαν να εκφράσουν και να επιμείνουν σε μία άκρως πλαστική και ερωτική τέχνη που, στην εποχή της, καταδικαζόταν ως «υπερβολικά αισθησιακή και προκλητική» για τη δημόσια αιδώ. Εν έτει 2017, 74 χρόνια μετά τον θάνατό της, η γαλλίδα καλλιτέχνιδα αποκτά για πρώτη φορά το δικό της μουσείο. Το «Musée Camille Claudel» άνοιξε για το κοινό την Κυριακή 26 Μαρτίου, στο σπίτι όπου μεγάλωσε η ίδια, στη γαλλική πόλη Νογκέντ σιρ Σεν, νοτιοανατολικά του Παρισιού.
Το μουσείο «επαναφέρει ένα αυθεντικό και μοναδικό ταλέντο, στο πλαίσιο της εποχής της», εξηγεί η διευθύντρια του μουσείου, Σεσίλ Μπετράν.
Η Κλοντέλ γεννήθηκε το 1864. Σπούδασε τέχνες σε μία από τις λίγες γαλλικές σχολές που δέχονταν τότε γυναίκες φοιτήτριες, υπό την καθοδήγηση του γλύπτη Αλφρεντ Μπουσέρ. Ηδη, πριν καν ολοκληρώσει τις σπουδές της, είχε ήδη αποκτήσει την αυτοπεποίθηση μίας γυναίκας γλύπτριας σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Φιλοτεχνούσε γερασμένα πρόσωπα γυναικών, γυμνά σώματα ανδρών, μορφές που έλιωναν από το συναίσθημα της εγκατάλειψης πριν καν γνωρίσει η ίδια τι σημαίνει εγκατάλειψη.
Τότε, όταν ήταν ακόμη 19 ετών, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον 43χρονο Ογκίστ Ροντέν. Τα δέκα χρόνια της κρυφής σχέσης τους ήταν τα καλύτερα χρόνια της ζωής της. Τότε δημιούργησε το «Βαλς» («La Valse») για τον έρωτα που βίωσε και την «Εγκατάλειψη» («L’ Abandon») για την πίκρα της «παράνομης» σχέσης στην οποία εγκλωβίστηκε. Η Κλοντέλ έδωσε τον εαυτό της και την τέχνη της στον πασίγνωστο καλλιτέχνη. «Της έδειξα πού βρίσκεται ο χρυσός, ενώ ο χρυσός βρισκόταν μέσα της», έγραφε ο μέντοράς της – χωρίς, ωστόσο, να της δείξει πού βρίσκεται ο δρόμος της αναγνώρισης που απολάμβανε ο ίδιος.
Η σχέση τους -και η ψυχολογία της Κλοντέλ- άρχισε να φθείρεται όταν η ίδια προσπαθούσε να πείσει τον Ροντέν, ακόμη και με ένα «συμβόλαιο» που τον ανάγκασε να υπογράψει, να εγκαταλείψει τη σύντροφό του και μητέρα του παιδιού του, Ρόουζ Μπιουρέτ. «Σήμερα το πρωί πήγα σε όλα τα μέρη που βρισκόμαστε και δεν σε βρήκα. Ο θάνατος θα ήταν πιο γλυκός. Πόσο να αντέξω πια αυτό τον πόνο; Γιατί δεν με περίμενες στο ατελιέ; Πού πας; Λυπήσου με. Δεν αντέχω άλλη μία μέρα χωρίς να σε δω», της έγραφε ο Ροντέν. Και η Κλοντέλ: «Κοιμάμαι γυμνή για να μπορώ να φανταστώ καλύτερα ότι είσαι εδώ μαζί μου. Τελείως γυμνή. Αλλά όταν ξυπνάω, όλα είναι διαφορετικά».
Τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής της σημειώθηκαν όταν ο «παράνομος» δεσμός έφτανε στο τέλος του. Το 1893 η Κλοντέλ φιλοτέχνησε την «Ηλικία ωριμότητας» («L’Âge mûr») για να αναπαραστήσει τον Ροντέν αγκαλιά με τη γερασμένη γυναίκα του και την ίδια, γονατισμένη πίσω τους να ικετεύει. Οταν εκείνος, τελικά, την εγκατέλειψε για τη «γερασμένη γυναίκα» η Κλοντέλ άρχισε να εγκαταλείπει τον εαυτό της. Απομονώθηκε, έχασε τους φίλους της, μιλούσε μόνο σε αστέγους ή στις γάτες της. Επειθε τον εαυτό της ότι ο πρώην εραστής της ήθελε να της κλέψει τα έργα, τις ιδέες, ακόμη και να τη δηλητηριάσει. Οι εμμονές της στους εξωτερικούς παρατηρητές έμοιαζαν με ψυχώσεις.
«Η Καμίλ είναι τρελή. Η ταπετσαρία είναι σκισμένη, η μοναδική πολυθρόνα σπασμένη, παντού βρωμιά. Η Καμίλ, με βρώμικο πρόσωπο, μιλάει με μία μονότονη φωνή χωρίς σταματημό», γράφει στο ημερολόγιό του ο αδελφός της, Πολ, ποιητής και διπλωμάτης. Οταν βρισκόταν σε κατάσταση ευφορίας, η Καμίλ δεν σταματούσε να δουλεύει. Επλαθε, σχεδίαζε, ζωγράφιζε. Εκείνη την περίοδο δημιούργησε το αριστούργημα «La Fortune». Αλλά όταν βυθιζόταν σε κατάθλιψη, κατέστρεφε ό,τι έφτιαχνε, το έκαιγε στη φωτιά ή το διέλυε με σφυρί. Γι’ αυτό και σώθηκαν μόνο 90 έργα και από αυτά εκτίθενται σήμερα περίπου 40 γλυπτά.
Οι χειρότερες ημέρες της ζωής της άρχισαν το 1913, όταν ο αδελφός της την έκλεισε σε μία ψυχιατρική κλινική έξω από το Αβινιόν. «Κάποιοι ήρθαν σπίτι της, την πέταξαν με τη βία σ’ ένα αυτοκίνητο παρά την εξοργισμένη διαμαρτυρία της και από αυτή την ημέρα αυτή η μεγάλη καλλιτέχνιδα είναι έγκλειστη σε τρελοκομείο», έγραφε τότε η εφημερίδα L’ Avenir de L’ Aisne. Υπήρξαν εκστρατείες για την απελευθέρωσή της κι ενστάσεις από φίλους που διαβεβαίωναν ότι «η Καμίλ είναι υγιής». Ακόμη και ο γιατρός της, Δρ. Μπρινέ, ενέκρινε την έξοδό της από το άσυλο και ζήτησε από την οικογένειά της να φροντίσουν για την επανένταξή της στην πραγματική ζωή, το 1920.
Τελικά η Καμίλ Κλοντέλ πέθανε στο ίδρυμα το 1943. Στην κηδεία της την αποχαιρέτισαν μόνο τα μέλη του προσωπικού της κλινικής. Αργότερα, το 1951, ο αδελφός της διοργάνωσε μία έκθεση με τα έργα της, αλλά χρειάστηκαν άλλες τρεις δεκαετίες μέχρι να ωριμάσει η καλλιτεχνική κοινότητα. Η μεγάλη αναγνώριση της γλύπτριας έφτασε το 1984, αλλά -ξανά- υπό τη σκιά του Ροντέν, σε έκθεση που έφερε το δικό του όνομα και όχι αυτό της «ερωμένης» του.
«Εχω πέσει σε μία άβυσσο. Ζω σε έναν κόσμο τόσο παράξενο, τόσο περίεργο. Αν η ζωή μου ήταν ένα όνειρο, αυτός είναι ο εφιάλτης», έγραφε σε γράμμα στον φίλο της, επίσης καλλιτέχνη, Γιουτζέν Μπλοτ, η Κλοντέλ τα χρόνια που ήταν έγκλειστη. «Τα γεγονότα της ζωής μου μπορούν να γεμίσουν ένα μυθιστόρημα, κάτι παραπάνω από μυθιστόρημα. Θα χρειαζόταν ένα έπος, η Ιλιάδα, η Οδύσσεια και ο Ομηρος, για να διηγηθούν την ιστορία μου». Ποιο έπος; Τώρα υπάρχει το μουσείο.