Πριν από το παιχνίδι της Μπαρτσελόνα με την Σπόρτινγκ Χιχόν, την περασμένη Τετάρτη, ο Λουίς Ενρίκε ρωτήθηκε εάν κουράστηκε να είναι μάνατζερ στο «Καμπ Νου». «Καθόλου», απάντησε. «I am pletórico». Από το «πληθωρικός». Γεμάτος ενέργεια, εννοούσε. Αμέσως μετά το ματς, όμως, ανακοίνωσε στους εκπροσώπους του Τύπου πως θα αποχωρήσει στο τέλος της σεζόν: «Ο λόγος έχει να κάνει με τον τρόπο που θέλω να ζήσω αυτό το επάγγελμα. Αυτή η δουλειά αφήνει ελάχιστες ώρες ξεκούρασης και σε απομακρύνει από τους ανθρώπους».
Λίγα λεπτά νωρίτερα, στα αποδυτήρια, είχε ενημερώσει τους ποδοσφαιριστές. «Το καλοκαίρι φεύγω». Ετσι απλά. Αυτός είναι ο Ενρίκε: δωρικός, ψυχρός -σχεδόν κυνικός- σε όλα του. Ο Ιβάν Ράκιτιτς είπε πως ο ίδιος και οι συμπαίκτες του έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Οι περισσότεροι εξεπλάγησαν από το τάιμινγκ: από το «πότε» και το «πώς». Αυτά δεν λέγονται σε μια συνέντευξη Τύπου ρουτίνας, έπειτα από μια νίκη ρουτίνας. Κι όμως, εκείνο το βράδυ η Μπαρτσελόνα συνέχισε τη ζωή της σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Κανένας δεν φάνηκε να λυπάται. Πολύ περίεργο. Για έναν προπονητή ο οποίος έχει κατακτήσει οκτώ από τα δέκα τρόπαια που διεκδίκησε, δεν χύθηκε ούτε ένα δάκρυ.
Στην πρώτη του σεζόν στη Βαρκελώνη (2014-2015) έκανε «τρεμπλ». Στη δεύτερη, «νταμπλ». Σε αυτή την τρίτη και τελευταία του, η «τεσσάρα» από την Παρί Σεν Ζερμέν στο Champions League δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας για τον αγώνα – ρεβάνς της προσεχούς Τετάρτης. Η Μπαρτσελόνα, πιθανότατα, θα αποκλειστεί. Αλλά, το βράδυ που ο Ενρίκε ανακοίνωσε την απόφασή του, οι «Μπλαουγκράνα» πάτησαν κορυφή στο Πρωτάθλημα -για πρώτη φορά εδώ και αρκετούς μήνες- ενώ έχουν προκριθεί στον τελικό του Copa del Rey (Κύπελλο Ισπανίας), όπου θα αντιμετωπίσουν την Αλαβές. Ο δρόμος για δυο -ακόμα- τίτλους είναι ορθάνοιχτος, όμως ο προπονητής αποχωρεί εν μέσω παγερής αδιαφορίας. Στο ποδόσφαιρο, η επιτυχία δεν είναι ελιξήριο… αιώνιας ζωής. Ιδίως σε συλλόγους όπως η Μπαρτσελόνα.
«Στην Αγγλία θα ήμουν και γαμώ τους ήρωες», έλεγε με παράπονο ο θρυλικός Μπόμπι Ρόμπσον το 1997, όταν είχε κατακτήσει το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης και το Κύπελλο Ισπανίας αλλά, αντί για την αποθέωση, εισέπραττε μια αφόρητη πίεση από τους ανθρώπους του κλαμπ, την οποία αδυνατούσε να κατανοήσει. Ωσπου απολύθηκε. Ο Guardian θυμήθηκε κι αυτό που είχε πει, κάποτε, ο Πεπ Γκουαρντιόλα: «Μια τετραετία είναι το μέγιστο που μπορείς ν’ αντέξεις στον πάγκο της Μπαρτσελόνα». Οταν ο Ζοσέ Μουρίνιο είχε κάνει ένα κομπλιμέντο στον Πεπ, λέγοντας ότι «πρέπει να μείνει στο «Καμπ Νου» πενήντα χρόνια», εκείνος είχε απαντήσει με χιούμορ: «Πίστευα πως ο Ζοσέ με συμπαθεί πολύ περισσότερο». Οπως σημειώνει η βρετανική εφημερίδα, ο Γιόχαν Κρόιφ υπέστη καρδιακή προσβολή στο διάστημα που καθοδηγούσε αυτή την εξαιρετικά απαιτητική ομάδα. Και ο Βίκτορ Βαλντές, φεύγοντας, είχε συνοψίσει σε εννέα λέξεις τη συναισθηματική εξουθένωση που νιώθει όποιος παλεύει για να ικανοποιήσει τις ασύνορες φιλοδοξίες αυτής της ομάδας: «Ενας χρόνος στην Μπαρτσελόνα είναι σαν δύο οπουδήποτε αλλού».
Ο Λουίς Ενρίκε Μαρτίνες Γκαρθία είναι ένας σχετικά νέος (47) άνθρωπος, με ένσημα μόλις οκτώ ετών στην προπονητική: τρία χρόνια στα «δεύτερα» της Μπαρτσελόνα, μια σεζόν στη Ρόμα, μια στη Θέλτα, και τρεις -με την εφετινή- στην πρώτη ομάδα της «Μπάρτσα». Τα δύσκολα είναι το στοιχείο του. Ετρεξε στον Μαραθώνιο της Νέας Υόρκης, έκανε τον Γύρο των Πυρηναίων με ποδήλατο, αγωνίστηκε σε ένα τρίαθλο δέκα ωρών στην Φρανκφούρτη, και διέσχισε τη μαροκινή έρημο (255 χιλιόμετρα) με ένα σακίδιο δέκα κιλών στην πλάτη. Πώς γίνεται, ένας τέτοιος «μαχητής» να εγκαταλείπει εξαντλημένος μια θέση για την οποία οι περισσότεροι συνάδελφοί του θα… σκότωναν;
Ο ίδιος έχει περιγράψει τη δουλειά του ως μια αδιάκοπη, βασανιστική αναζήτηση λύσεων που θα βελτιώσουν την ομάδα. Αλλά, στην πραγματικότητα, το πιο μεγάλο του πρόβλημα ήταν όλοι αυτοί που τον κατηγορούσαν ότι το πρόβλημα είναι εκείνος. Στον πιο απαιτητικό -σχεδόν ανικανοποίητο- ποδοσφαιρικό σύλλογο του Κόσμου (μαζί με τη Ρεάλ Μαδρίτης), όπου «απαγορεύεται» ακόμα και η ισοπαλία αλλά οι νίκες πρέπει να συνοδεύονται με χορταστικό θέαμα και πολλά γκολ, ο Ενρίκε είχε να αντιμετωπίσει μια πρόσθετη δυσκολία: όλα αυτά έπρεπε να επιτευχθούν με τον παραδοσιακό τρόπο της Μπαρτσελόνα. Καμία άλλη μέθοδος δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή.
Τα δικά του σχέδια, όμως, ήταν πολύ διαφορετικά από εκείνα των προκατόχων του. Ο Ενρίκε κατήργησε το περίφημο «τίκι-τάκα» του Γκουαρντιόλα, επιδιώκοντας να κάνει την Μπαρτσελόνα πιο αποτελεσματική, πιο «κυνική», να ξοδεύει λιγότερη ενέργεια, να μη δέχεται εύκολα γκολ από στατικές φάσεις, αλλά εκείνη να σκοράρει με αυτόν τον τρόπο, που τα προηγούμενα χρόνια δεν είχε καλλιεργηθεί. Επί των ημερών του, οι προσπάθειες για γκολ ξεκινούν (και) με μακρινές πάσες από την άμυνα, επειδή η δική του Μπαρτσελόνα δεν περιφρονεί την αντεπίθεση, για την οποία διαθέτει τα «απόλυτα εργαλεία» (Νεϊμάρ, Σουάρες και Μέσι). Η αρμονική συνεργασία αυτών των τριών top ποδοσφαιριστών, χωρίς βεντετισμούς και προστριβές, προς όφελος του συνόλου, είναι ένα επίτευγμα που πιστώνεται στον προπονητή.
Σε αντίθεση με τους άλλους δυο προπονητές στη «μετά-Γκουαρντιόλα» εποχή, τον Βιλανόβα και τον Μαρτίνο, ο Ενρίκε τόλμησε τη ρήξη με το παρελθόν, σε ό,τι αφορούσε την τακτική της ομάδας. Αλλά, βελτιώνοντας κάτι, μπορεί να χαλάσεις κάτι άλλο. Η Αλαβές και η Μάλαγα πήραν βαθμούς στο «Καμπ Νου», ενώ η Μπαρτσελόνα τα βρήκε σκούρα και με άλλες μικρομεσαίες ομάδες που παίζουν «ταμπούρι». Οπως πιστεύουν πολλοί στον σύλλογο, χαστούκι σαν αυτό από την Παρί Σεν Ζερμέν, η κυριαρχική Μπαρτσελόνα που ο κόσμος θαύμασε την τελευταία 12ετία, δεν θα το δεχόταν. Ο Ραμόν Μπέσα, αρθρογράφος με μεγάλη απήχηση στο κοινό του συλλόγου, κατηγόρησε ευθέως τον προπονητή -στην El Pais- ότι πούλησε στον διάβολο την ψυχή και την ταυτότητα της ομάδας.
Ο Ενρίκε πορεύτηκε εντελώς μόνος, και γι’ αυτό δεν ευθύνονται μόνον οι ιδέες του. Φταίει και ο εσωστρεφής, μοναχικός (έως απόμακρος) χαρακτήρας του. Στο πρώτο εξάμηνο της σεζόν 2014-2015 (της πρώτης του στον πάγκο), μετά την περιβόητη ήττα από τη Σοσιεδάδ, τους είχε όλους απέναντί του. Περισσότερο, τον Λιονέλ Μέσι. Στο τέλος βρέθηκαν, και οι δυο, να πανηγυρίζουν πέντε τρόπαια, όμως η συναισθηματική απόσταση του προπονητή από τους παίκτες του φαινόταν και στις χαρές. Στην κατάκτηση της κούπας του Champions League στο Βερολίνο, ο Ενρίκε δεν γλέντησε μαζί με την ομάδα. Ποτέ δεν επεδίωξε να αποκτήσει ισχυρούς δεσμούς με τον σύλλογο, αν και υπήρξε εκλεκτό μέλος του και ως ποδοσφαιριστής (1996-2004), εγκαταλείποντας τη Ρεάλ για να πάει στη Βαρκελώνη. Δεν πούλησε οπαδισμό ή καταλανισμό, και δεν έκρυψε την απέχθειά του για τους δημοσιογράφους.
Οι οποίοι, βεβαίως, του τη φύλαγαν. Λίγοι προπονητές έχουν δεχθεί τόσο σκληρή κριτική για τις επιλογές τους, όσο εκείνος. Ο Ενρίκε, όμως, με ένα ύφος ανωτερότητας που πολλοί το βρίσκουν εκνευριστικά σνομπ, επιμένει πως δεν πρόκειται ν’ αλλάξει για τίποτα και για κανέναν. Στη συνέντευξη Τύπου πριν από το πρόσφατο παιχνίδι με τη Λεγκανές, έπειτα από μια σειρά προβοκατόρικων ερωτήσεων, είπε στους εκπροσώπους των ΜΜΕ που τον… πυροβολούσαν: «Δεν βλέπω τηλεόραση και δεν ακούω ραδιόφωνο, ούτε μεθυσμένος».
Ο Ενρίκε ένιωσε πως δεν έχει να προσφέρει στην Μπαρτσελόνα κάτι περισσότερο. Ακούγεται παράξενο, όπως τότε που τα παράτησε ο Γκουαρντιόλα, όμως ο Ντιέγκο Σιμεόνε, ο προπονητής της Ατλέτικο Μαδρίτης, έχει δώσει μια πειστική εξήγηση: «Κάποια στιγμή, οι παίκτες δεν μπορούν να ακούν τα ίδια και τα ίδια. Παύουν να τα αφομοιώνουν ή, απλώς, δεν αντέχουν άλλο να τους φτάνεις στα όριά τους. Επειτα από τρία τέσσερα χρόνια θα πρέπει, είτε να αλλάξουν οι παίκτες, είτε να φύγεις εσύ. Να βρεις άλλα αυτιά, πρόθυμα να ακούσουν αυτά που έχεις να πεις». Για τον Ενρίκε, το όριο ήταν τα δύο χρόνια. Από το περασμένο καλοκαίρι είχε προειδοποιήσει τον τεχνικό διευθυντή της Μπαρτσελόνα, Ρομπέρτο Φερνάντεθ, ότι δεν αντέχει άλλο.