«Η παρούσα κυβέρνηση δεν διαθέτει την δημοκρατική νομιμοποίηση να δεσμεύσει τις επόμενες κυβερνήσεις με το Μνημόνιο που διαπραγματεύεται με τους θεσμούς», επεσήμανε ο Βαγγέλης Βενιζέλος μιλώντας στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Ο πρώην πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, μάλιστα, προειδοποίησε: «Εδώ δεν πρόκειται για μία αξιολόγηση η οποία αφορά το τρέχον τρίτο πρόγραμμα, εδώ πρόκειται για μία διαπραγμάτευση η οποία αφορά πρωτίστως το μετά το τρίτο πρόγραμμα, αφορά το τέταρτο πρόγραμμα, αφορά το πώς θα αντιμετωπίσει η χώρα τα προβλήματά της σε επίπεδο μεικτών χρηματοδοτικών αναγκών μετά το τέλος του τρέχοντος τρίτου δανείου είτε ενταχθεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο τρίτο πρόγραμμα είτε δεν ενταχθεί».
Συμπλήρωσε μάλιστα πως η διαπραγμάτευση «αφορά τον χρόνο μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος και οι δεσμεύσεις, όπως βλέπετε, αφορούν το «μετά» και οικονομικά και πολιτικά, δηλαδή τι θα γίνει από τις κυβερνήσεις μετά το 2019, αν εξαντληθεί η τετραετία, που δεν είναι εύκολο φυσικά να εξαντληθεί, ποια είναι η μακροπρόθεσμη δέσμευση της χώρας η οποία είναι προκαταβολική πολιτικά και βεβαίως τι θα γίνει, ως προς την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος».
Ωστόσο έθεσε το ζήτημα ότι «πολιτικά αυτό σημαίνει ότι χάνεις και την προοπτική να πεις κάποια άλλα πράγματα, όχι πολιτικά, οικονομικά, αναπτυξιακά, που να αφορούν τη χώρα για το 2018, το 2019, την επόμενη περίοδο» και υπογράμμισε: «Και όλα αυτά γίνονται χωρίς να υπάρχει στην πραγματικότητα δημοκρατική νομιμοποίηση, γιατί η δημοκρατική νομιμοποίηση της παρούσας κυβέρνησης έχει προ πολλού εξαντληθεί και σίγουρα δεν αφορά την περίοδο μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος».
«Αν πρόκειται η επόμενη κυβέρνηση να είναι μία ακόμη εναλλαγή κυβέρνησης υπό συνθήκες κρίσης και τεχνητής τυφλότητας, δεν θα κάνει τίποτα»
Σε ερώτηση για το εάν χρειάζεται ευρύτερη συνεννόηση του πολιτικού φάσματος για να ληφθούν οι αποφάσεις αυτές, ο κ. Βενιζέλος απάντησε: «Μα το θέμα δεν είναι η συνεννόηση του πολιτικού φάσματος που πάντα ζητούν οι εταίροι και πάντα το βλέπουν ως θετικό οι καλόπιστοι άνθρωποι, οι καλής προέλευσης άνθρωποι. Το ζήτημα δεν είναι να είμαστε συναινετικοί ή φιλικοί ή ενωμένοι, να έχουμε έναν πατριωτισμό. Το θέμα είναι καταρχάς να πιστεύουμε σε έναν κοινό σκοπό και να έχουμε τις πολιτικές προϋποθέσεις να διαπραγματευθούμε με τους εταίρους μας, όχι πολιτικά, αλλά να διαπραγματευθούμε σε μία τεχνοκρατική βάση η οποία μας επιτρέπει να απεμπλακούμε από ορισμένα στερεότυπα που αφορούν το δημόσιο χρέος, από ορισμένα δημοσιονομικά στερεότυπα, μιλώντας για θέματα τα οποία αφορούν την πραγματική οικονομία και την ανάπτυξη».
Ο κ. Βενιζέλος υπογράμμισε ότι «ζούμε ήδη το 2015, το πρώτο εξάμηνο του 2017 έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά» και εξήγησε: «Όπως είχαμε τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου του 2015 στο Eurogroup, η οποία αφέθηκε από τους εταίρους μας να μην εγκριθεί από την Βουλή, έτσι έχουμε και τώρα μία συμφωνία να ξαναρχίσει η διαπραγμάτευση, η οποία όμως διαπραγμάτευση δεν μπορεί να τραβήξει, όπως τράβηξε μέχρι το αδιέξοδο του Ιουνίου του 2015, πρέπει να αποφύγουμε την επανάληψη του 2015 από τώρα και στο εξής».
Εκτίμησε μάλιστα ότι η παρούσα κυβέρνηση, εάν διατηρήσει τη συνοχή της πλειοψηφίας της – η οποία είναι ούτως ή άλλως ετερόκλητη και ιδεολογικά προκλητική, γιατί πρόκειται για μία πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ- βεβαίως μπορεί να τα περάσει και να τα ψηφίσει όλα, «διότι έχει αποκτήσει μία “αυταξία” η παράταση της άσκησης εξουσίας, η νομή της εξουσίας. Μπορεί να τα ψηφίσει. Το θέμα είναι αν αυτό έχει λογική, αν είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένο. Δεν είναι, σας λέω εγώ» και πρόσθεσε: «Αλλά ποιος θα συναινέσει σε τι; Κλήθηκε κανείς να συζητήσει μία ολόκληρη στρατηγική, κλήθηκε να συμπράξει σε κάτι; Όχι».
«Πρέπει να γίνει μία κυβέρνηση ευρύτερης συνεργασίας των δημοκρατικών δυνάμεων ευρωπαϊκού προσανατολισμού, να κληθεί ο ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ, ο ηττημένος μετά τις εκλογές να μας πει αν θέλει να μετάσχει»
Σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο, η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να αλλάζει την κατάσταση συνολικά. «Δηλαδή αν πρόκειται η επόμενη κυβέρνηση να είναι μία ακόμη εναλλαγή κυβέρνησης υπό συνθήκες κρίσης και τεχνητής τυφλότητας, δεν θα κάνει τίποτα».
Για το λόγο αυτό επανέλαβε την άποψη ότι πρέπει να αλλάξει ριζικά το πολιτικό τοπίο: «Πρέπει η χώρα να πάει σε εκλογές, πρέπει να ηττηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να γίνει μία κυβέρνηση ευρύτερης συνεργασίας των δημοκρατικών δυνάμεων ευρωπαϊκού προσανατολισμού, να κληθεί ο ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ, ο ηττημένος μετά τις εκλογές να μας πει αν θέλει να μετάσχει ή αν θέλει να ξαναγίνει αντισυστημική δημαγωγική δύναμη του εθνολαϊκισμού και να προχωρήσουμε».
Οπως διευκρίνισε μάλιστα πρέπει να προχωρήσουμε «όχι εφαρμόζοντας αυτά που θα έχει συμφωνήσει η σημερινή κυβέρνηση με το καταπληκτικό επιχείρημα ότι δεν θα έχουμε δυσκολίες να τα εφαρμόσουμε, διότι τα ψήφισαν και οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά μία κυβέρνηση η οποία μπορεί να κάνει μία συζήτηση με τους εταίρους, η οποία να βγάζει νόημα με βάση τη δική τους γλώσσα, όχι τη δική μας εσωτερική γλώσσα, τη δική τους γλώσσα στην Ευρώπη».
Κατά τον κ. Βενιζέλο, το ερώτημα δεν είναι αν θα ψηφιστούν κάποια μέτρα. «Εγώ σας λέω ότι εάν θέλουν να μείνουν στην εξουσία, μένουν, δεν πέφτει μία κυβέρνηση που έχει ως σκοπό να μείνει στην εξουσία έναντι οποιουδήποτε τιμήματος. Το θέμα είναι αν αυτό βγάζει νόημα, αν αυτό οδηγεί την χώρα κάπου, γιατί τι θα υποσχεθούμε τώρα στον κόσμο; Ότι το 2018 μπορεί να έχουμε νέες περικοπές του αφορολογήτου και νέες περικοπές συντάξεων και ότι αυτό μπορεί να συνεχιστεί και να ξανασυνεχιστεί και αυτό θα μας εξομαλύνει κάποια στιγμή το χρέος το 2060;».
«Η κοινωνία συζητά εδώ τώρα για το αν θα κατεβάσουμε το αφορολόγητο και αν θα μειωθούν οι κύριες συντάξεις. Δεν είναι αυτό το θέμα. Και αυτά είναι εμβαλωματικά και συγκυριακά, είναι αποσπασματικά»
«Τέταρτο Μνημόνιο θα υπάρξει ούτως ή άλλως με την έννοια αυστηρών και διαρθρωτικών όρων μακράς διάρκειας. Το ερώτημα είναι αν θα υπάρχει τέταρτο δάνειο, όχι αν θα υπάρχει τέταρτο Μνημόνιο. Τέταρτο Μνημόνιο θα υπάρχει με όρους, με conditionality, με δεσμεύσεις, χωρίς δάνειο».
Μάλιστα επεσήμανε και το εξής παράδοξο: «Εχουμε συμφωνήσει στο τέταρτο Μνημόνιο, έχουμε συμφωνήσει στους όρους αλλά όχι στο δάνειο, γιατί δεν υπάρχει τέταρτο δάνειο, δεν έχουμε συμφωνήσει στο Μνημόνιο 3+, δηλαδή στο τρίτο Μνημόνιο δεν εντάχθηκε ποτέ ως δανειστής το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και άρα υπάρχει μία περίεργη εικόνα. Αλλού είμαστε πιο μπροστά και αλλού είμαστε πιο πίσω. Όμως, ο κοινός παρονομαστής είναι ότι δεσμεύουμε τη χώρα μακροπροθέσμως χωρίς επίγνωση. Δεν έχουμε καμία επίγνωση» τόνισε για να εξηγήσει αμέσως μετά: «Η κοινωνία συζητά εδώ τώρα για το αν θα κατεβάσουμε το αφορολόγητο και αν θα μειωθούν οι κύριες συντάξεις. Δεν είναι αυτό το θέμα. Και αυτά είναι εμβαλωματικά και συγκυριακά, είναι αποσπασματικά. Δεν συνιστούν μία ολόκληρη στρατηγική εξόδου από το αδιέξοδο και την περιδίνηση».
Ο κ. Βενιζέλος επεσήμανε επίσης ότι «το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι ότι αδυνατούμε να προσδιορίσουμε το πραγματικό πρόβλημα και να το καταστήσουμε αντικείμενο της δημόσιας συζήτησης».
Οπως εξήγησε «αυτή την στιγμή, όλοι θεωρούν ότι το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι το πρόβλημα του δημοσίου χρέους, ότι πρέπει να κλείσει η αξιολόγηση» ωστόσο κατά την γνώμη του το πρόβλημα εντοπίζεται πλέον στην πραγματική οικονομία, κυρίως στο τραπεζικό σύστημα, γενικότερα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα: «Το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η διάχυτη ανασφάλεια, η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης, όχι των ξένων επενδυτών, των αγορών, των θεσμών, των εταίρων, αλλά των ίδιων των ελλήνων πολιτών και κυρίως των ανθρώπων της αγοράς, της πραγματικής οικονομίας. Εκεί εντοπίζω το μαλακό υπογάστριο. Χωρίς πιστωτική επέκταση, χωρίς ρευστότητα, δεν μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος για ανάπτυξη της τάξεως του 2,7% το 2017».
«Η συζήτηση για το Grexit ανοίγει πρωτίστως στην Ελλάδα, δεν ανοίγει στο εξωτερικό, ανοίγει γιατί υπάρχουν οπαδοί, ανοίγει γιατί υπάρχουν πολιτικοί εκπρόσωποι του ελληνικού λαού που πιστεύουν ότι η επαναφορά του εθνικού νομίσματος θα συντελέσει στην αναπτυξιακή εκτίναξη της χώρας»
Και κατέληξε εκτιμώντας ότι «εκεί θα έχουμε μία μακροοικονομική διάψευση, η οποία θα δημιουργήσει μία αλυσιδωτή αντίδραση και θα μας κάνει πάλι αιχμάλωτους μιας απαισιοδοξίας, η οποία επιτρέπει στην παρούσα κυβέρνηση να εφαρμόζει την στρατηγική της μιάμισης στροφής».
Ως προς την συζήτηση για το Grexit o πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ σημείωσε ότι «η συζήτηση για το Grexit ανοίγει πρωτίστως στην Ελλάδα, δεν ανοίγει στο εξωτερικό, ανοίγει γιατί υπάρχουν οπαδοί, ανοίγει γιατί υπάρχουν πολιτικοί εκπρόσωποι του ελληνικού λαού που πιστεύουν ότι η επαναφορά του εθνικού νομίσματος θα συντελέσει στην αναπτυξιακή εκτίναξη της χώρας».
Υπογράμμισε δε ότι «περιττεύει να πω τι θα συμβεί στη χώρα με την έξοδο από την Ευρωζώνη και γι’ αυτό δεν δεχθήκαμε ποτέ, έχοντας μπει στη λογική της εσωτερικής υποτίμησης, να επανέρθουμε σε ένα εθνικό νόμισμα που θα σήμαινε καταστροφή, γιατί θα πηγαίναμε και σε πρόσθετη ονομαστική υποτίμηση και στην πραγματικότητα σε πτώχευση των Ελλήνων στην πράξη, σε φτωχοποίηση. Φυσικά όσοι έχουν τις ζημίες μέσα, τα liabilities όλα στην Ελλάδα και τα δικά τους κεφάλαια σε Ευρώ στο εξωτερικό, καραδοκούν πάντα να αγοράσουν φθηνά τη χώρα, την πραγματική οικονομία, σε περίπτωση αλλαγής του εθνικού νομίσματος. Δε νομίζω ότι κανείς θα ήθελε αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη, στην Ευρωζώνη, να ανοίξει τέτοιου είδους χορό που θα μπορούσε να έρθει να πυροδοτήσει έναν οικονομικό εθνικισμό σε πολύ μεγάλες χώρες».