O Κώστας Σημίτης στην ομιλία του στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών. Δίπλα του ο συντονιστής του πάνελ, δημοσιογράφος Παύλος Τσίμας | Facebook/Delphi Economic Forum
Επικαιρότητα

Ο Σημίτης αδειάζει ξανά τον ΓΑΠ και προειδοποιεί ότι «το Grexit πλανάται ακόμα»

Σε παρέμβασή του στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών ο πρώην Πρωθυπουργός επέκρινε τόσο την τακτική της παρούσας κυβέρνησης όσο και τα όσα έκανε το 2009 ο Γιώργος Παπανδρέου πριν από το μνημόνιο
Protagon Team

Αποστάσεις από την τακτική που ακολούθησε ο Γιώργος Παπανδρέου στα πρώτα χρόνια της κρίσης και προειδοποιήσεις προς την παρούσα κυβέρνηση ότι οι θεωρίες της πως με τη στάση αναμονής θα βρεθεί σε πλεονεκτική θέση, πήρε ο πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ο οποίος από το βήμα του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών προειδοποίησε ότι «το Grexit πλανάται ακόμα». Ο κ. Σημίτης εξήγησε ότι στην κυβέρνηση νομίζουν ότι η χώρα μας βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση λόγω των εκλογών στην Ευρώπη και έτσι η σκληρή στάση θα έχει αποτέλεσμα, όμως αυτό δεν θα φέρει αποτελέσματα και η υποχώρηση που επιθυμεί η κυβέρνηση δεν θα συμβεί, εκτίμησε ο πρώην Πρωθυπουργός.

«Το Grexit πλανάται ακόμα. Χρειάζεται μια σοβαρή Ελλάδα και είναι ανόητοι όσοι ισχυρίζονται ότι μπορεί η Ελλάδα εκτός του ευρωπαϊκού δρόμου», ανέφερε.

«Η μικρή Ελλάδα θα πρέπει να γίνει η σοβαρή Ελλάδα» τόνισε στη συνέχεια ο κ. Σημίτης και σημείωσε πως «η κύρια επιδίωξη της Ελλάδας θα έπρεπε να είναι, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Διότι, τι άλλο από έλλειψη εμπιστοσύνης σημαίνει ο μικρός αριθμός ξένων επενδύσεων στη χώρα, ή το γεγονός της συνεχούς αύξησης του επιτοκίου, που θα πρέπει να πληρώσει η Ελλάδα αν θέλει να δανεισθεί από τις αγορές;»

Επ’ αυτού, ο πρώην Πρωθυπουργός υπογράμμισε ιδιαίτερα το πρόβλημα της «έλλειψης ενός δικού μας αναπτυξιακού μοντέλου» και υπογράμμισε ότι με τις αδιάκοπες κωλυσιεργίες της Αθήνας «οι δυνατότητες επανάκαμψης μειώνονται συνεχώς και ο αναγκαίος χρόνος για την επάνοδο στην ομαλότητα αυξάνεται όλο και περισσότερο».

Σε ό,τι αφορά την ΕΕ, ο κ. Σημίτης επεσήμανε το πρόβλημα της «δομικής ανισορροπίας» που τη χαρακτηρίζει – «ο Βορράς πραγματοποιεί πλεονάσματα και ο Νότος ελλείμματα» είπε – και άρα, αν δεν αρθεί αυτή η αδυναμία «οι κρίσεις στην Ένωση θα έρχονται και θα επανέρχονται» προειδοποίησε.

Παράλληλα, ο κ. Σημίτης πήρε αποστάσεις από τους χειρισμούς του κ. Παπανδρέου –διαδόχου του, μην ξεχνάμε, στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ– πριν από το πρώτο μνημόνιο. Μεταξύ άλλων ο κ. Σημίτης ανέφερε ότι η κυβέρνηση του 2009 έδωσε μόνο παροχές ενώ, όπως είπε, ήταν λάθος η πεποίθηση ότι «η Ελλάδα είχε ανάγκη μόνο ψυχολογική στήριξη από τους εταίρους».

«Υποστηρίζαμε τότε ότι το μόνο που χρειάζεται είναι όχι μια πολιτική σημαντικού περιορισμού των δημοσίων δαπανών αντίστοιχη με αυτή του 1985 και του 1993 αλλά μόνο η ψυχολογική και πολιτική στήριξη της Ευρώπης», ανέφερε ο κ. Σημίτης και συνέχισε λέγοντας πως ήταν λάθος το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις γίνονταν μόνο από τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Οικονομικών.

«Την περίοδο εκείνη, το βάρος της διαπραγμάτευσης σήκωσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών. Δεν γίνονται έτσι αυτές οι διαπραγματεύσεις. Συγκροτείται ένα επιτελείο το οποίο προετοιμάζει τη διαπραγμάτευση και οι επαφές του πρωθυπουργού γίνονται επί της βάσης αυτής της προετοιμασίας», είπε χαρακτηριστικά.

Ο κ. Σημίτης πήρε αποστάσεις και από τους χειρισμούς της τότε κυβέρνησης σε ό,τι αφορά τη στάση προς την άλλη πλευρά. «Η διαπραγμάτευση γινόταν και γίνεται χωρίς τον αυτονόητο κανόνα. Μπορεί πράγματι να αντιπαθείς αυτόν με τον οποίο διαπραγματεύεσαι. Δεν πας όμως ποτέ να του το πεις», είπε χαρακτηριστικά.

Σε άλλο σημείο της παρέμβασής του ο κ. Σημίτης τόνισε: «Το ερώτημα  “αν αντέχει η χώρα την επιλογή της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση” δεν μπορεί να τεθεί. Είναι τόσο άσχετο με την πραγματικότητα, όσο και το ερώτημα αν αντέχει ο άνθρωπος τη ζωή. Την ζει ή αυτοκτονεί», τόνισε.

«Η κοινή πορεία των χωρών της Ενωσης αποτελεί μια τεράστια επένδυση που ένα μέλος της δεν μπορεί να θυσιάσει χωρίς σημαντικό κόστος για το ίδιο» προσέθεσε για να συμπληρώσει πως «η διεθνής αλληλεξάρτηση δεν είναι ένα παροδικό φαινόμενο. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν υπάρχουν κράτη με απόλυτη αυτονομία, καθώς προβλήματα (όπως η μετανάστευση ή η κλιματική αλλαγή) απαιτούν συμπόρευση και συνεργασία».