Στους παλαιότερους θυμίζει εκείνη την επική σύγκρουση ανάμεσα στον Ρίτσαρντ Νίξον και την Washington Post. Κι αυτή η σύγκρουση δείχνει να είναι το ίδιο σκληρή. Αλλά με διαφορετικούς πρωταγωνιστές. Ο πρόεδρος τώρα είναι ο Ντόναλντ Τραμπ. Και η εφημερίδα που δέχεται την επίθεση, οι New York Times. Και, είπαμε, όχι ακριβώς με το γάντι.
Ο Τραμπ χαρακτήρισε στη συνέντευξη Τύπου τους ΝΥΤ «χρεοκοπημένους». Κι εκείνοι απάντησαν με δυο κύρια άρθρα.
Το πρώτο ζητούσε την ενεργοποίηση του λεγόμενου ειδικού κατήγορου (special prosecutor), του δικαστή που θα αναλάβει να διερευνήσει τις σχέσεις του προέδρου με τη Μόσχα. Πόσο μακριά είναι από εκείνο το σημείο η παραπομπή;
Με το δεύτερο ζητούσε από τον Τραμπ να χαλαρώσει: δεν έχει νόημα να επιτίθεται κανείς στα μέσα ενημέρωσης για να αποσπάσει την προσοχή της κοινής γνώμης από τα γεγονότα. Ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου θα έκανε καλά να συνηθίσει τον «άβολο Τύπο» γιατί έτσι λειτουργεί η Δημοκρατία.
Ωραία όλα αυτά. Αλλά πώς είναι η ζωή (στις Ηνωμένες Πολιτείες γιατί στην Ελλάδα ξέρουμε) όταν σου επιτίθεται με τέτοια μανία η εξουσία; Το ερώτημα έθεσε η Repubblica. Κι εκείνος που απάντησε είναι ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου των ΝΥΤ, ο βρετανός πρώην γενικός διευθυντής του BBC Μαρκ Τόμπσον.
«Διασκεδάζω στην ανάμνηση ότι λίγο μετά την εκλογή του τον προσκαλέσαμε σε γεύμα στα γραφεία της εφημερίδας παρουσία πολλών δημοσιογράφων. Ηταν πολύ γενναιόδωρος, μας χαρακτήρισε “κόσμημα της δημοσιογραφίας”. Τον είχα ρωτήσει για τις απειλές που είχε εκτοξεύσει στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας λέγοντας ότι θα επανεξέταζε τον νόμο περί δυσφήμισης προκειμένου να διευκόλυνε τις δίκες εναντίον των εφημερίδων. Τον ρώτησα ανοικτά εάν υπερασπίζεται την πρώτη τροπολογία που αφορά στην υπεράσπιση της ελευθερίας του Τύπου και της έκφρασης. Μου έδωσε μια απάντηση του τύπου “δεν χρειάζεται να ανησυχείτε”, μάλλον κάπως σιβυλλική όπως το βλέπω τώρα. Το αμερικανικό Σύνταγμα προστατεύει τον Τύπο. Μια εχθρική κυβέρνηση, όμως, μπορεί να κάνει πολλά εναντίον μας. Για παράδειγμα, εάν τηρήσει σκληρή γραμμή στη διαρροή των ειδήσεων από το εσωτερικό της κυβέρνησης μπορεί να υπονομεύσει την πρόσβασή μας στα γεγονότα. Αλλά πρέπει να πω εδώ ότι η πρώτη τροπολογία ισχύει και για τον ίδιο: ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών έχει δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τη γνώμη του».
Κατά τα τ’ άλλα, ο Μαρκ Τόμπσον διαβεβαιώνει ότι η εφημερίδα του δεν έχει χρεοκοπήσει. Αντίθετα, οι αναγνώστες της αυξάνονται – τον περασμένο Νοέμβριο έφτασαν στο ιστορικό ρεκόρ των είκοσι εκατομμυρίων, οι ψηφιακές συνδρομές αυξήθηκαν κατά 76.000 μέσα σε δύο μήνες, ο όμιλος εξακολουθεί να έχει κέρδη. Κι αυτό οφείλεται και στον Τραμπ – ενδεχομένως να οφείλεται κυρίως σε αυτόν. Ο εκτελεστικός διευθυντής, όμως, προειδοποιεί, η ιστορική εφημερίδα δεν πρόκειται να μετατραπεί σε κόμμα της αντιπολίτευσης, η δουλειά του δημοσιογράφου είναι μία, να αναζητά τις ειδήσεις και να τις μεταδίδει. «Η σχέση μας δεν πρέπει γίνει ένας αγώνας κατς, όταν απαντάμε στις επιθέσεις του προσπαθούμε να μην κατεβούμε στο επίπεδό του, να μην μολυνθούμε από την ίδια οργή που εκφράζει αυτός απέναντί μας».
Η σύγκρουση είναι σκληρή αλλά -τουλάχιστον από την πλευρά των δημοσιογράφων- γίνεται με στυλ. Ενδεχομένως κι επειδή χάρις στον Ντόναλντ Τραμπ ο Τύπος στην Αμερική ζει μια νέα άνοιξη.