Ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, η Μπαρτσελόνα απογοήτευσε εκατομμύρια φιλάθλους που είναι τρελά ερωτευμένοι μαζί της. Αυτή η «τεσσάρα» στο «Παρκ ντε Πρενς», από την Παρί Σεν Ζερμέν, σηματοδοτεί το πρόωρο τέλος (και) του εφετινού της ταξιδιού στο Champions League. Εκτός κι αν, στη ρεβάνς της 8ης Μαρτίου, καταφέρει αυτό που μέχρι σήμερα έχει σταθεί αδύνατο για την ίδια αλλά και για οποιαδήποτε άλλη ομάδα: να «επιστρέψει» από ένα τόσο βαρύ σκορ στον πρώτο αγώνα.
Εχει ξαναχάσει, αρκετές φορές, με 4-0. Στον τελικό της Αθήνας, το 1994, όπου ήταν το φαβορί. Στους Ομίλους του 1997-1998, και μάλιστα στη Βαρκελώνη, από την Ντινάμο Κιέβου. Τον Νοέμβριο του 1980, πάλι στο «σπίτι» της, από την Κολωνία, για το Κύπελλο UEFA. Και, στον 21ο αιώνα, στους ημιτελικούς του 2012-2013 (σε μια χρονική περίοδο που ήταν… στα ντουζένια της) από την Μπάγερν στο Μόναχο, τον Αύγουστο του 2015 από την Μπιλμπάο στο Σούπερ Καπ, μία φορά στο Κύπελλο Ισπανίας και άλλες δύο στην Primera Division. Αλλά, καμία από αυτές τις τραυματικές βραδιές των «Μπλαουγκράνα» δεν ήταν τόσο ανησυχητική, όσο η χθεσινή στο Παρίσι.
Τουλάχιστον σε βάθος δεκαετίας, αυτή ήταν η χειρότερη εμφάνιση των Καταλανών. Η «αγία τριάδα» (Μέσι, Σουάρες, Νεϊμάρ) ήταν εντελώς ακίνδυνη, η άμυνα τραγική και -το κυριότερο- η μεσαία γραμμή ξεχαρβαλώθηκε εντελώς από δυο αντιπάλους, τον Ραμπιό και τον Βεράτι, που έκαναν «το παιχνίδι της ζωής τους». Ποτέ άλλοτε, σε αυτά τα δέκα χρόνια, η Μπαρτσελόνα δεν έδειξε τόσο ανήμπορη να παράγει ποδόσφαιρο, τόσο πανικόβλητη όταν οι απέναντι είχαν την μπάλα στα πόδια τους.
Η ομάδα που οι φίλοι της λάτρεψαν και οι εχθροί της ζήλεψαν, έχει αρχίσει από καιρό να απομακρύνεται -αργά αλλά σταθερά- από τη «μαγική» της τριετία (2008-2011). Απλώς, αυτό φάνηκε χθες περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Πριν από τον τελικό της Ρώμης (2009), ο Αλεξ Φέργκιουσον (της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ) είχε σχολιάσει πως «ο τρόπος με τον οποίο η Μπαρτσελόνα πιέζει, ώστε να κλέψει ξανά την μπάλα, κόβει την ανάσα». Το επανέλαβε δυο χρόνια αργότερα. Η Μπάρτσα, τότε, δεν έπαιζε καλά – έπαιζε μοναδικά. Με κανόνες απαράβατους, που της πρωτοδίδαξε ο Γιόχαν Κρόιφ και τελειοποίησε ο Πεπ Γκουαρντιόλα. Μετά το 2012, αυτές οι «νόρμες» έπαψαν να τηρούνται πιστά. Επί Λουίς Ενρίκε, η ομάδα εξακολούθησε να συναρπάζει κυρίως χάρη στις σπάνιες αρετές των εξαιρετικών μονάδων της, και εκείνων που προστέθηκαν όταν έφυγε ο Πεπ: του Νεϊμάρ και του Σουάρες. Αλλά, ο υπέροχος τρόπος παιχνιδιού που κάποτε τη διέκρινε απ’ όλες τις υπόλοιπες κορυφαίες, ξεθώριασε σαν μακρινή ανάμνηση. Οι κανόνες, που εφέτος έχουν ξεχαστεί εντελώς, ήταν τέσσερις.
– «Τα τρία δευτερόλεπτα»: Οταν ο αντίπαλος έπαιρνε την μπάλα, χρειαζόταν τρία δευτερόλεπτα μέχρι να εντοπίσει τις θέσεις των συμπαικτών του, ώστε να δει τι θα την κάνει, πού θα την πασάρει. Μέσα σε αυτόν τον ελάχιστο χρόνο, η Μπαρτσελόνα έπρεπε να ανακτήσει την κατοχή. Με συγκεκριμένο σχέδιο -ας μην μπούμε σε τεχνικές λεπτομέρειες- και με τον παίκτη που έχασε την μπάλα να εφορμά πρώτος (αλλά όχι μόνος).
– «Τα δέκα μέτρα»: Κανένας παίκτης της Μπαρτσελόνα δεν έπρεπε να απέχει πάνω από 10 μέτρα, από τον πιο κοντινό του συμπαίκτη. Αυτό βοηθούσε στην ανάκτηση της μπάλας σε χρόνο DT, αλλά και στις πολλές κοντινές πάσες -το περιβόητο «tiki taka»- που χαρακτήριζαν το παιχνίδι της ομάδας.
– «Τα πέντε δευτερόλεπτα»: Εάν η Μπαρτσελόνα δεν είχε καταφέρει να ξαναπάρει την μπάλα στα πόδια της (σύμφωνα με τον πρώτο κανόνα), το σχέδιο άλλαζε. Ο πιο προωθημένος παίκτης της και ο τελευταίος στην άμυνα -εκτός του τερματοφύλακα- έπρεπε να απέχουν μεταξύ τους 30 μέτρα, το πολύ. Αυτό πύκνωνε τις γραμμές της ομάδας και όρθωνε ένα αδιαπέραστο τείχος για την απέναντι, υποχρεώνοντας τους αντιπάλους σε λανθασμένες μεταβιβάσεις.
– «Το 2+1»: Αυτός ο κανόνας, ο οποίος σχετίζεται με τον δεύτερο, ήταν έμπνευση του Γκουαρντιόλα. Οταν ο αντίπαλος έφτανε κοντά στην περιοχή της Μπαρτσελόνα, ο πιο κοντινός σε αυτόν παίκτης της έπεφτε στα πόδια του, με «τάκλινγκ». Τότε, οι άλλοι δυο που βρίσκονταν δίπλα του (με τον κανόνα των 10 μέτρων), έσπευδαν να εκμεταλλευτούν την… ταραχή του και να του πάρουν την μπάλα.
Γιατί εγκαταλείφθηκαν αυτοί οι κανόνες; Πρωτίστως, επειδή ο Λουίς Ενρίκε θέλησε να «απελευθερώσει» τους ταλαντούχους παίκτες του, ιδίως τους μεσοεπιθετικούς, και να κάνει το παιχνίδι της Μπαρτσελόνα πιο θεαματικό. Οταν εκείνος έπαιζε μπάλα με την «μπλαουγκράνα» φανέλα, η ομάδα δεν στεκόταν σε τέτοιες… λεπτομέρειες. Αλλά, υπάρχουν κι άλλοι λόγοι, που έχουν να κάνουν με τα πρόσωπα. Ο Μπουσκέτς δεν είναι αυτός που ήταν (όπως και ο Μασεράνο), ο Ράκιτιτς όλο τραυματίζεται, ο Ινιέστα κοντεύει τα 34, ο Τσάβι έφυγε, οι καινούργιοι δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα και -κυρίως- λείπει φρικτά ο Ντάνι Αλβες, ο κορυφαίος δεξιός μπακ των τελευταίων δεκαετιών (μαζί με τον Καφού και τον Τιράμ).
Ο Σέρχι Ρομπέρτο, που τον αντικαθιστά, αποδεικνύεται κατώτερος των περιστάσεων. Οπως και οι περισσότεροι από τους νεοφερμένους, στις αντίστοιχες θέσεις: Ο Αρντά Τουράν, ο Αλέις Βιδάλ, ο Πάκο Αλκάθερ, ο Αντρέ Γκόμες ή ο Ραφίνια, ποτέ δεν κατάφεραν να «μπουν στα παπούτσια» των προκατόχων τους. Επιπλέον, ανάμεσα στον Τερ-Στένγκεν και τον Κλαούντιο Μπράβο, η Μπαρτσελόνα επέλεξε να κρατήσει τον χειρότερο τερματοφύλακα.
Αλήθεια, γιατί τόσες μετεγγραφές; Την τελευταία τριετία κατέφθασαν στη Βαρκελώνη 15 ποδοσφαιριστές, για τους οποίους δαπανήθηκαν πάνω από 350 εκατ. ευρώ. Ταυτοχρόνως, στο εφετινό ρόστερ θα βρει κανείς μόλις οκτώ παίκτες που προέρχονται από τη «Μασία» (από τους οποίους, πολλοί είναι αναπληρωματικοί). Πρόκειται για το μικρότερο νούμερο εδώ και πολλά χρόνια. Η πιο διάσημη ποδοσφαιρική ακαδημία του κόσμου είχε προσφέρει στις ομάδες που κατέκτησαν τα Champions League του 2009 και του 2011, επτά από τους έντεκα βασικούς τους (καθώς και τον προπονητή, τον Γκουαρντιόλα). Από εκείνους που σήκωσαν την Κούπα το 2015, μόνον πέντε προέρχονταν από τη «Μασία». Στέρεψαν τα ταλέντα; Υπάρχουν, όμως δεν προωθούνται στην πρώτη ομάδα όπως παλιά; Ο Βίκτορ Φοντ, ένας από τους υποψήφιους για την προεδρία του συλλόγου στις προηγούμενες εκλογές, υποστηρίζει ότι «έχουμε υιοθετήσει ένα μοντέλο αγορών που δεν ταιριάζει με τη δομή μας».
Η Μπαρτσελόνα έχει υποφέρει πολύ, εφέτος, έστω κι αν οι «αστέρες» της κατάφερναν να καμουφλάρουν τις αδυναμίες της – κάτι που, χθες, δεν συνέβη. Οποιος παρακολουθεί τα παιχνίδια της, θα έχει διαπιστώσει τον… πανικό που επικρατεί στις αντεπιθέσεις των αντιπάλων της. Επίσης, τη μεγάλη δυσκολία της απέναντι στις κλειστές άμυνες. Στις 20 Νοεμβρίου 2016, απέναντι στην ταπεινή Μάλαγα (με τον Μέσι απόντα, είναι αλήθεια), η Μπαρτσελόνα δοκίμασε… 54 σέντρες αναζητώντας το γκολ. Καλά που δεν ζει ο Κρόιφ… Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, η μπάλα απαγορευόταν να σηκωθεί από το έδαφος πάνω από μια χούφτα φορές. Στην αρχή του εφετινού πρωταθλήματος, πραγματοποίησε τις πιο φτωχές εμφανίσεις της μετά το 2004, γυρνώντας τέσσερα Champions League και οκτώ Πρωταθλήματα πίσω.
Μήπως η «ανίκητη» Μπαρτσελόνα φτάνει στο τέλος της; Μήπως χθες, στο Παρίσι, είδαμε σκηνές από το κοντινό μέλλον της ομάδας που στιγμάτισε το ποδόσφαιρο περισσότερο από κάθε άλλη στον 21ο αιώνα; Διόλου απίθανο. Αλλωστε, μεσουράνησε για περίπου μια δεκαετία (από το Παρίσι, το 2006) – καμία άλλη ποδοσφαιρική αυτοκρατορία δεν διατηρήθηκε αδιάκοπα στην ακμή της επί τόσα πολλά χρόνια.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως η Μπαρτσελόνα θα εξακολουθήσει να κατακτά τίτλους, «νταμπλ» ή «τρεμπλ». Θα συνεχίσει να «είναι εδώ», θα νικά, θα μεγαλώνει τον μύθο της ως κλαμπ, όπως κάνει εδώ και 34 χρόνια που συνάντησε τον Κρόιφ. Αλλά, τη μοναδική, την απολαυστική ομάδα που πάντοτε μας άφηνε άφωνους στην περίφημη τριετία -κι όλο και πιο σπάνια στα χρόνια που ακολούθησαν- φαίνεται πως βρέθηκε αντίπαλος να τη νικήσει. Ούτε ο Μέσι, ούτε ο Ινιέστα, ούτε ο Πικέ, δηλαδή οι συνδετικοί κρίκοι του «σήμερα» με το «χθες», δεν καταφέρνουν να γυρίσουν τον χρόνο πίσω. Η εφετινή ομάδα απέχει πολύ από εκείνη, των ονείρων μας. Είναι κι αυτές οι φήμες για τον Μέσι, που ο Πάτρικ Κλάιφερτ -διευθυντής ποδοσφαίρου της Παρί- αρνήθηκε, χθες, να διαψεύσει…