Πολύς λόγος έγινε τις προηγούμενες μέρες για την περιβόητη, απόρρητη έκθεση του ΔΝΤ η οποία περιήλθε εις γνώσιν των Θεσμών στις Βρυξέλλες κατά τη διάρκεια του Eurogroup. Σήμερα «Η Καθημερινή της Κυριακής» φέρνει στη δημοσιότητα την έκθεση που βασικό σκοπό έχει να αξιολογήσει το δεύτερο πρόγραμμα στην Ελλάδα (2012 – 2016), ενώ συγχρόνως περιγράφει τους όρους με τους οποίους θα μπορούσε να συμμετάσχει το Ταμείο στο ελληνικό πρόγραμμα αποφεύγοντας τα λάθη του παρελθόντος.
Το κείμενο των 38 σελίδων, με ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 2017, έχει ιδιαίτερη σημασία και βάρος καθώς: α) θέτει μια ευρύτερη ατζέντα μεταρρυθμίσεων, πέραν του αφορολογήτου και του Ασφαλιστικού, όπου επικεντρώνεται έως τώρα η προσοχή, ενώ β) θα παρουσιαστεί μαζί με την έκθεση που θα περιέχει την ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (το άρθρο 4 για την Ελλάδα) στο Δ.Σ. του Ταμείου, που θα συνέλθει στις 6 Φεβρουαρίου. Οι δύο εκθέσεις, σε συνδυασμό, θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό τη στάση που θα κρατήσει το ΔΝΤ στις διαπραγματεύσεις του με την ελληνική κυβέρνηση για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και τη συμφωνία για νέο πρόγραμμα.
Η αποτίμηση της συμμετοχής του Ταμείου στη χώρα δεν είναι θετική στο σύνολό της, καθώς απαριθμείται σειρά από εμπόδια και συστημικές δυσκολίες που συνάντησαν τα τελευταία χρόνια οι εκπρόσωποί του στην Ελλάδα. Η έκθεση δίνει, παράλληλα, μια «γεύση» για το πώς θα μπορούσε να είναι η μελλοντική συμμετοχή του Ταμείου σε ένα νέο πρόγραμμα, που απαιτείται για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση. Η ατζέντα που θα τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους και την ελληνική πλευρά θα αναφέρει ότι:
- Οι δεσμεύσεις για την ελάφρυνση του χρέους, που θα έχουν ως αποτέλεσμα τη βιωσιμότητά του, χρειάζεται να μπουν από την αρχή του προγράμματος και πρέπει να βασίζονται σε έναν ρεαλιστικό μεσοπρόθεσμο στόχο για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος.
- Για την οικονομική ανάκαμψη προτεραιότητα πρέπει να έχουν οι μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα, καθώς η καθυστέρηση αντιμετώπισης των «κόκκινων δανείων», της δημιουργίας του θεσμικού πλαισίου για τις πτωχεύσεις και τον ορισμό των διοικήσεων των τραπεζών έχει επίπτωση στην ανάκαμψη.
- Οταν η πολιτική βάση για τις μεταρρυθμίσεις είναι εύθραυστη και δεν υπάρχει ισχυρή κυριότητα του προγράμματος, οι προσδοκίες αλλά και η σχεδίαση του προγράμματος πρέπει να είναι πιο συντηρητικές από την αρχή. Το προσωπικό του ΔΝΤ πρέπει να αντιτάσσεται σε πιέσεις από τους Ευρωπαίους εταίρους για πιο θετικές προβλέψεις.
- Για να προχωρήσει η ελληνική οικονομία χρειάζεται διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ισχυρή εφαρμογή της φορολογικής συμμόρφωσης και ανάπτυξη στοχευμένων δικτύων κοινωνικής ασφάλειας. Αυτά είναι τα σημεία που θα κάνουν τις μεταρρυθμίσεις «να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια και να είναι περισσότερο κοινωνικά δίκαιες».
- Η Ελλάδα πρέπει να επανεκκινήσει τις στάσιμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών, στα εργασιακά, και στα κλειστά επαγγέλματα ώστε να παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης. «Κλειδί είναι η διασφάλιση ισχυρής ιδιοκτησίας του προγράμματος», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
- Βάρος πρέπει να δοθεί στην κοινωνική δικαιοσύνη του προγράμματος. Η έκθεση υποστηρίζει πως το πρόγραμμα δεν ήταν κοινωνικά δίκαιο, παρά τις προσπάθειες του προσωπικού να το κάνει, εγείροντας ανησυχίες για την πολιτική βιωσιμότητα των μέτρων που πάρθηκαν.
- Θα ήταν σωστό να υπήρχε συγκεκριμένη διαδικασία συνεργασίας του Ταμείου με νομισματικές ενώσεις (όπως το ευρώ) όταν χρειάζεται πρόγραμμα προσαρμογής. Αυτό είναι ένα σημείο που έχει επισημανθεί και σε προηγούμενες εκθέσεις του ΔΝΤ, και τονίζεται η ανάγκη να υπάρχει μία εκ των προτέρων συμφωνία για ανταλλαγή πληροφοριών, για τις τεχνικές αναλύσεις (πολλές φορές οι θεσμοί καταλήγουν με διαφορετικά αποτελέσματα), σχεδιασμό και επικοινωνία του προγράμματος, μεταξύ άλλων. Στην έκθεση αναφέρεται ότι οι εκπρόσωποι από τους τρεις θεσμούς (ΔΝΤ, ΕΚΤ, Ε.Ε.) θεωρούν ότι «υπάρχει χώρος βελτίωσης της συνεργασίας τους».
Η έκθεση, κυρίως, επικεντρώνεται στην αξιολόγηση του δεύτερου προγράμματος, ασκώντας βασικά κριτική κυρίως στην ελληνική πλευρά και κάνοντας πολύ μικρή αυτοκριτική για τα λάθη του ίδιου του Ταμείου. Συγχρόνως εξηγεί πως ενώ συντελέστηκε πρόοδος ως προς την υλοποίηση των στόχων του προγράμματος από την περίοδο 2012 – 2014, τελικά το πρόγραμμα «ναυάγησε» εξαιτίας των «αρνητικών πολιτικών εξελίξεων» στη χώρα, τα «οργανωμένα συμφέροντα» και την «εύθραυστη κυριότητα» του προγράμματος, που είχαν οι ελληνικές κυβερνήσεις εκείνο το διάστημα, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Ως προς τα λάθη του προγράμματος, η έκθεση αναγνωρίζει πως ένα «λιγότερο φιλόδοξο πρόγραμμα, με λιγότερα θετικές προβλέψεις για την οικονομία, που θα απαιτούσε περισσότερη χρηματοδότηση και μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους», θα είχε μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Το δεύτερο πρόγραμμα που υπογράφτηκε με το ΔΝΤ ήταν ύψους 28 δισ. και μέσα στο διάστημα τεσσάρων ετών μόνο πέντε από τις 16 αξιολογήσεις που προβλέπονταν ολοκληρώθηκαν, ενώ από το 2010 η Ελλάδα είχε έξι πρωθυπουργούς και εννιά υπουργούς Οικονομικών.
Τα συμπεράσματα
Τα βασικά συμπεράσματα για το πρόγραμμα, που υπογράφτηκε από την κυβέρνηση Παπαδήμου, υλοποιήθηκε έως κάποιον βαθμό από την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου και κατέρρευσε υπό την κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου, είναι τα εξής:
α. Το πρόγραμμα αυτό έθεσε ιδιαίτερες προκλήσεις στο Ταμείο, όπως αναφέρει η έκθεση, καθώς στην Ελλάδα είχε τότε μόλις σχηματιστεί μία οικουμενική κυβέρνηση με τη συμμετοχή των βασικών κομμάτων και εξαιτίας της επιμονής των Ευρωπαίων να τηρηθούν οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες (Σύμφωνο Σταθερότητα και Ανάπτυξης) η νέα κυβέρνηση υιοθέτησε ένα πολύ «φιλόδοξο πρόγραμμα», παρά τις αντίθετες ενδείξεις του Ταμείου που υποστήριζε μια πιο ομαλή προσαρμογή. Το Δ.Σ. του ΔΝΤ ενέκρινε το πρόγραμμα παρά τα ρίσκα που είχε περιγράψει το προσωπικό του. «Η απόφαση εμφάνισε μία μεγάλου ρίσκου ανοχή από το Ταμείο, καθώς αναγνώριζε ότι το ρίσκο μη στήριξης της ελληνικής οικονομίας ήταν μεγαλύτερο τότε και για την Ελλάδα και την Ευρωζώνη».
β. Ενώ είχε συντελεστεί πρόοδος στα δύο πρώτα χρόνια του προγράμματος (2012 – 2014) αυτό «ναυάγησε εξαιτίας των αρνητικών πολιτικών εξελίξεων». Παρά τις συχνές διακοπές στην εφαρμογή του προγράμματος, «σημαντική δημοσιονομική και εξωτερική προσαρμογή επιτελέστηκε, κάποιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έγιναν (μερικές στο ασφαλιστικό, στα εργασιακά και στα τραπεζικά) και βασικά αφού η Ελλάδα παρέμεινε στο ευρώ περιορίστηκαν οι συστημικοί κίνδυνοι», όπως αναφέρει η έκθεση. Ομως παρά την αρχική υποστήριξη του προγράμματος από τα μεγαλύτερα κόμματα της χώρας, η πολιτική αστάθεια υπονόμευσε το πρόγραμμα και το «έθεσε εκτός τροχιάς αντανακλώντας την εύθραυστη κυριότητα και την ισχυρή αντίσταση από τα οργανωμένα συμφέροντα». Στα μέσα του 2014 υπήρχαν σημάδια ανάκαμψης και η ελληνική κυβέρνηση μπόρεσε να επιστρέψει στις αγορές. Ομως, όπως λέει η έκθεση, η πιο βαθιά απ’ ό,τι αναμενόταν ύφεση και η κατά 30% μείωση των εισοδημάτων «έκαναν την άνοδο της λαϊκής δυσαρέσκειας ασταμάτητη». Συγχρόνως, αναφέρει ότι το πρόγραμμα τον Ιούνιο του 2014 ήταν πλέον «εκτός τροχιάς». Το καλοκαίρι του 2015, αναφέρει η έκθεση, η Ελλάδα έγινε η πρώτη ανεπτυγμένη χώρα που προσωρινά δεν ανταποκρίθηκε στις οικονομικές υποχρεώσεις προς το Ταμείο, η μεγαλύτερη στον ιστορία του.
γ. Παρά το PSI και το ΟSI (η συμμετοχή των ιδιωτών στο «κούρεμα» του χρέους), το χρέος χαρακτηρίστηκε μη βιώσιμο το 2015 όταν πλέον το πρόγραμμα ήταν απολύτως εκτός τροχιάς.
δ. Η ανάπτυξη, η ανταγωνιστικότητα και η βιωσιμότητα του χρέους δεν έχει επανέλθει. Για να το πετύχει η Ελλάδα χρειάζεται να συνεχίσει τις μη ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις και οι Ευρωπαίοι εταίροι να της προσφέρουν περισσότερη ελάφρυνση του χρέους.
ε. Οποιοδήποτε πρόγραμμα, όσο καλά σχεδιασμένο και να ήταν,δ εν θα πετύχαινε κάτω από «αυτές τις δύσκολες καταστάσεις». Το πρόγραμμα θα είχε μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας αν ήταν λιγότερο φιλόδοξο, με λιγότερα θετικές προβλέψεις για την οικονομία, απαιτώντας περισσότερη χρηματοδότηση και μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους.
στ. Οι προβλέψεις για τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών έπρεπε να ήταν πιο συντηρητικές, έτσι ώστε να είχε μειωθεί η ανάγκη για ανακεφαλαιοποιήσεις. Συγχρόνως, τα μέτρα για τα «κόκκινα» δάνεια άργησαν να εφαρμοστούν. Οσον αφορά τις διοικήσεις των τραπεζών, η έκθεση αναφέρει ότι παρότι τηρήθηκαν τα κριτήρια για τον διορισμό τους, «στενοί δεσμοί μεταξύ υψηλά ισταμένων στις τράπεζες, τα πολιτικά κόμματα και τις μεγάλες επιχειρήσεις δεν κόπηκαν για πολιτικούς λόγους», πιθανώς επηρεάζοντας αρνητικά τις τράπεζες στην προσπάθειά τους να αντλήσουν ρευστότητα αυξάνοντας τα προβλήματα της ποιότητας του ενεργητικού τους.
Η έκθεση, τέλος, είναι πολύ κριτική όσον αφορά τους στόχους που είχαν τεθεί στην Ελλάδα για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος. Αναφέρει χαρακτηριστικά πως από ένα δείγμα 55 χωρών τα τελευταία 200 χρόνια, υπάρχουν μόνο 15 παραδείγματα που είχαν ύφεση πάνω από πέντε χρόνια και καμία από αυτές τις χώρες δεν διατήρησε πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 2% του ΑΕΠ κατόπιν. «Είναι αμφίβολο κατά πόσο η Ελλάδα μπορεί να κάνει ιστορικό ρεκόρ καταφέρνοντας να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% – 4,5% του ΑΕΠ», αναφέρει η έκθεση.