Παραμονές του Αυστραλιανού Οπεν, οι «ειδικοί» συμφωνούσαν σε ένα πράγμα: ότι το πρώτο major τουρνουά του 2017 θα σηματοδοτούσε το πέρασμα του τένις στην εποχή του Αντι Μάρεϊ και του Νόβακ Τζόκοβιτς. Το Νο 1 και το Νο 2 της παγκόσμιας κατάταξης ήταν -για τους «μπουκς»- τα μεγάλα φαβορί για το τρόπαιο της Μελβούρνης, με πρώτο τον Σέρβο. Τρίτος στα προγνωστικά ερχόταν ο Ελβετός Στάνισλας Βαβρίνκα. Και ο Ναδάλ με τον Φέντερερ; Αυτοί, θα κέρδιζαν μια περίοπτη θέση στην πινακοθήκη των«θρύλων» του αθλητισμού.
Ευτυχώς για τους λάτρεις της ρακέτας, οι προβλέψεις ατύχησαν. Εξι ολόκληρα χρόνια περίμεναν έναν τελικό Grand Slam με αντιπάλους τους δύο πιο δημοφιλείς τενίστες στον κόσμο, και ήρθε η ώρα να τον απολαύσουν (Κυριακή στις 10:30 ώρα Ελλάδος). Ο Ράφα Ναδάλ και ο Ρότζερ Φέντερερ θα συγκρουστούν για το τρόπαιο -και για τα 2,6 εκατ. ευρώ που το συνοδεύουν-, ενώ ο Τζόκοβιτς και ο Μάρεϊ δεν έφτασαν ούτε στα μισά της διαδρομής.
Ο Βαβρίνκα (Νο 4) τα πήγε πολύ καλύτερα, ώσπου συνάντησε -στον ημιτελικό- τον συμπατριώτη του (Φέντερερ). Τα προγνωστικά διαψεύστηκαν, επειδή στα σπορ υπάρχουν δυο καθοριστικά μεγέθη που κανένα μαθηματικό μοντέλο δεν μπορεί να μετρήσει: το ταλέντο και η «ψυχή» του νικητή.
Ο Φέντερερ και ο Ναδάλ, δηλαδή.
Ο Ελβετός «βασιλιάς», που πλησιάζει τα 36 του, έμεινε μακριά από τα courts επί ένα εξάμηνο λόγω τραυματισμού. Μπήκε στο τουρνουά ως Νο 17 του ranking – τόσο χαμηλά δεν είχε πέσει εδώ και 16 χρόνια. Κατέκτησε το τελευταίο του σπουδαίο τρόπαιο (το Γουίμπλεντον) το 2012. Ηδη από το 2013, φανατικοί οπαδοί του τον προέτρεπαν να εγκαταλείψει την ενεργό δράση, για να μη μουντζουρώσει την υστεροφημία του. Η κλάση του, όμως, νίκησε ακόμα και τη φθορά του χρόνου. Απέκλεισε τρεις τενίστες του top-10, πιο φορμαρισμένους και κατά πολύ νεώτερους, κι έφτασε στον τελικό της Μελβούρνης για πρώτη φορά μετά το 2010, για να διεκδικήσει τον πέμπτο αυστραλιανό τίτλο του και τον 18ο Grand Slam.
Ο αριστερόχειρας Ισπανός, ο οποίος τον Ιούνιο κλείνει τα 31, είναι -μακράν- ο πιο βασανισμένος από τραυματισμούς αθλητής σε όλα τα σπορ. Το 2012 είχε βρεθεί αντιμέτωπος με την πιθανότητα να μην αγωνιστεί ποτέ ξανά σε υψηλό επίπεδο. Το 2015 έδειχνε τόσο ευάλωτος, ώστε είχαν αρχίσει να γράφονται… επικήδειοι για την καριέρα του, στα social media και σε τενιστικά forum. Κανείς δεν ζύγισε σωστά τη μαχητικότητα, το πάθος και την πνευματική του αντοχή, που ανέκαθεν τον χαρακτήριζαν. Με σακατεμένα γόνατα και ανυπόφορους πόνους στους καρπούς, ο αγαπημένος αθλητής του Ντόναλντ Τραμπ (όπως δήλωσε, προ ημερών, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ) επέστρεψε στο προσκήνιο, νικώντας τον Ντιμιτρόφ σε έναν εξοντωτικό ημιτελικό σχεδόν πέντε ωρών. Για να διεκδικήσει τον δεύτερο τίτλο του στη Μελβούρνη (τον πρώτο τον κατέκτησε το 2009, νικώντας στον τελικό τον Φέντερερ) και το 15ο Grand Slam τρόπαιό του.
Αυτή η κυριακάτικη «τιτανομαχία» ίσως είναι το τελευταίο κεφάλαιο στο βιβλίο των αναμετρήσεων των δύο κορυφαίων του σύγχρονου τένις, που συγκλόνισαν τα courts.
Το πιο συναρπαστικό «ντέρμπι» που γνώρισε το άθλημα, σύμφωνα με τους ειδικούς, χρονολογείται από τον Μάρτιο του 2004. Στον τρίτο γύρο του Miami Masters, ο 17χρονος -τότε- Ναδάλ, Νο 34 στον κόσμο, είχε κάνει την έκπληξη νικώντας τον ήδη «φτασμένο» Φέντερερ (που προερχόταν από τραυματισμό), χωρίς να χάσει σετ. Ο Σουηδός Ματς Βίλαντερ, Νο 1 το 1988 και μετέπειτα σχολιαστής του Eurosport, είχε τολμήσει μια πρόβλεψη που αποδείχτηκε προφητική:«Αν θέλαμε να κατασκευάσουμε έναν τενίστα που θα μπορούσε να νικήσει τον Φέντερερ, αυτός θα ήταν ο Ναδάλ».
Ο Ναδάλ δεν έφτασε ποτέ τον Φέντερερ σε τίτλους και ρεκόρ (είναι και πέντε χρόνια μικρότερος), όμως μοιάζει να… γεννήθηκε για να τον νικά. Στους μεταξύ τους αγώνες, ο Ισπανός προηγείται 23-11, σε παιχνίδια Grand Slam 9-2, και σε Τελικούς 6-2. Η πιο ιστορική από τις αναμετρήσεις των δυο ανδρών είναι εκείνη στον τελικό του Γουΐμπλεντον, το 2008, ο οποίος -μαζί με τις διακοπές λόγω βροχής- διήρκεσε πάνω από επτά ώρες. Ο καθαρός χρόνος του αγώνα, που θεωρείται ο πιο συναρπαστικός όλων των εποχών, ήταν 4 ώρες και 48 λεπτά, και ο Ναδάλ είχε νικήσει τον Φέντερερ με 3-2 σετ.
Ο Ελβετός και ο Ισπανός είναι το μοναδικό «ντουέτο» στην ιστορία του παγκόσμιου τένις που έχει διατηρηθεί στις δύο πρώτες θέσεις του ταμπλό επί 211 διαδοχικές εβδομάδες, από τον Ιούλιο του 2005 έως τον Αύγουστο του 2009, όταν τους… χώρισε ο Αντι Μάρεϊ.
Ο Ναδάλ ανέβηκε για πρώτη φορά στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης του επαγγελματικού τένις, στις 18 Αυγούστου τού 2008, εκθρονίζοντας τον Φέντερερ.
Εκτός γηπέδου, ποτέ δεν δήλωσαν φίλοι, όμως δεν είναι και εχθροί. Κάθε άλλο. Ακόμα κι όταν άσκησαν κριτική, ο ένας στον άλλον, κράτησαν ένα επίπεδο. Το 2008 ο Φέντερερ είχε σχολιάσει το σκοπίμως αργό στιλ του Ναδάλ, κι εκείνος, το 2012, είχε ζητήσει -εμμέσως πλην σαφώς- από τον Ελβετό να γίνει πιο ομιλητικός όταν πρόκειται για τα δικαιώματα των τενιστών. Πολύ συχνά, όμως, δηλώνουν θαυμαστές, ο ένας του άλλου. Το τένις την έχει αυτή την «αρχοντιά». Συζήτηση για το ποιος είναι ο κορυφαίος, γίνεται -όπως σε όλα τα σπορ- ωστόσο οι δυό τους έχουν μείνει αμέτοχοι σ’ αυτήν. Οπως, άλλωστε, και οι λοιποί «ήρωες» των courts. Εδώ, οι αντιπαραθέσεις του τύπου «Μέσι ή Ρονάλντο», «Κόμπι ή ΛεΜπρόν», «Σπανούλης ή Διαμαντίδης», «Πελέ ή Μαραντόνα», δεν προκαλούν έριδες, αλλά γίνονται αφορμή για ενδιαφέρουσες συζητήσεις.
Ηθελαν -και οι δυο- να γίνουν ποδοσφαιριστές. Ο Φέντερερ, αν και άρχισε να μαθαίνει τα μυστικά της ρακέτας μόλις περπάτησε, δεν έχανε ευκαιρία να κλωτσήσει μπάλα. Το ότι θα γίνει τενίστας, το πήρε απόφαση σε ηλικία 17 ετών, όταν κέρδισε το Γουΐμπλεντον για εφήβους και… γλυκάθηκε από την επιτυχία. Δύο χρόνια αργότερα, το 2000, έφτασε μέχρι τα ημιτελικά των Ολυμπιακών Αγώνων στο Σίδνεϋ, όπου λίγο έλλειψε να κατακτήσει το πρώτο του Ολυμπιακό μετάλλιο. Βρισκόταν, ήδη, στο Νο 29 της παγκόσμιας κατάταξης. Το 2001 είχε προκαλέσει αίσθηση η νίκη του επί του θρυλικού Πιτ Σάμπρας στο Γουΐμπλεντον (το οποίο ο Σάμπρας είχε κατακτήσει επτά φορές).
Σε ηλικία 21 ετών, το «παιδί – θαύμα» του τένις είχε φτάσει ήδη στο Νο 6 της γενικής κατάταξης. Την τετραετία 2003-2007, ήταν άπιαστος. Πρωταγωνίστησε για πάνω από δέκα χρόνια, σε ένα σπορ στο οποίο η ακμή του αθλητή σπανίως διαρκεί πάνω από πέντε. Από το 2004 έως το 2010, έπαιξε τους 18 από τους 19 σημαντικότερους τελικούς του τένις. Κατά πολλούς, είναι ο καλύτερος τενίστας όλων των εποχών.
Ο Ναδάλ ακολουθούσε τα βήματα ενός θείου του ποδοσφαιριστή (στη Μαγιόρκα) και, παραλλήλως, μάθαινε τένις από τα τρία του χρόνια. Οταν κλήθηκε να επιλέξει, τον κέρδισε τένις. Το 2001, σε ηλικία μόλις 15 ετών, έγινε επαγγελματίας. Το 2004, που έπαιξε το πρώτο του «clasico» με τον Φέντερερ, τα πρώτα προβλήματα τραυματισμών είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους. Αλλά, χάρη στην τρομακτική πνευματική του αντοχή, δεν τον εμπόδισαν από το να κάνει μια μυθική καριέρα – και να γίνει ο… κακός δαίμονας του Φέντερερ.
Τον Οκτώβριο του 2016, η ανακοίνωση της παγκόσμιας κατάταξης προκάλεσε αίσθηση. Τόσο ο Ελβετός όσο και ο Ισπανός τενίστας δεν ήταν, πλέον, στην κορυφαία τετράδα. Είχε να συμβεί 13 ολόκληρα χρόνια, από την εποχή που ο Φέντερερ μόλις άρχιζε να χτίζει τον μύθο του, και ο Ναδάλ έδειχνε τα πρώτα δείγματα του σπάνιου ταλέντου του. Ολοι τους… ξέγραψαν. Ακόμη και οι φαν τους, πίστευαν ότι δεν θα έφταναν ποτέ ξανά σε σημείο να διεκδικήσουν major τίτλο. Εφτασαν, όμως. Γιατί είναι ο Ναδάλ και ο Φέντερερ.
Ποιος από τους δυο θα νικήσει; Ο Ισπανός είναι ταχύτατος, πειθαρχημένος, γεμάτος αυτοπεποίθηση και πάθος για τη νίκη. Ο Ελβετός έμαθε στον κόσμο ένα νέο είδος τένις, δοκιμάζοντας να εκπλήξει τον αντίπαλο από οποιαδήποτε θέση του γηπέδου – αρκεί το μυαλό και το σώμα να βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία. Κι έκανε το παιχνίδι πιο συναρπαστικό. Σε κάθε περίπτωση, θα κερδίσει το τένις. Η αναμέτρηση αυτών των δυο -εντελώς διαφορετικών-στιλ κάνει τους αγώνες τους πολύ ιδιαίτερους.
Σε έναν τελικό που μπορεί, πράγματι, να σηματοδοτήσει το τέλος της δικής τους εποχής, θα κάνουν -και οι δυο- το παν για να νικήσουν. Ο Φέντερερ δεν το έκρυψε: «Θα τα δώσω όλα, ακόμη κι αν τους επόμενους πέντε μήνες δεν μπορώ να περπατήσω». Οσο για τον Ναδάλ, πάντα το κάνει.