Tην ανάπτυξη δυνάμεων της νέας Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής στη Σερβία και την ΠΓΔΜ, πρότεινε την Τετάρτη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου να ενισχυθούν οι έλεγχοι στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ και να αποτραπούν δευτερογενείς ροές από τους εγκλωβισμένους στην Ελλάδα πρόσφυγες. Η Επιτροπή πρότεινε στο Συμβούλιο της ΕΕ να εγκρίνει την έναρξη των διαπραγματεύσεων με τις δύο, γειτονικές χώρες, (Σερβία και ΠΓΔΜ), προκειμένου να επιτραπούν οι επιχειρησιακές δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακης και Ακτοφυλακής στην επικράτειά τους.
Η Επιτροπή θεωρεί, σύμφωνα με όσα μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, πως ο σημαντικός αριθμός παράτυπων μεταναστών και αιτούντων άσυλο που εξακολουθεί να παραμένει στην Ελλάδα και η εύθραυστη κατάσταση στη διαδρομή των Δυτικών Βαλκανίων, δημιουργούν κίνδυνο «δευτερογενών ροών». «Η σημερινή απόφαση δεν είναι πολιτική, ούτε αφορά τις πολιτικές εξελίξεις στα κράτη-μέλη. Είναι μία αντικειμενική απόφαση, καθώς παραμένουν 60.000 εγκλωβισμένοι στην Ελλάδα και η κατάσταση στα Δυτικά Βαλκάνια είναι εύθραυστη», υπογράμμισε ο Επίτροπος Μετανάστευσης και Εσωτερικών Υποθέσεων Δημήτρης Αβραμόπουλος.
Τρεις μήνες μετά τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, η Επιτροπή επισημαίνει ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα για την πλήρη λειτουργία της, σε επίπεδο συνοριοφυλάκων και εξοπλισμού, καθώς και η δημιουργία νέων εφεδρειών για ομάδες επέμβασης στον τομέα των επιστροφών.
Επί του παρόντος, ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής διαθέτει περίπου 1.560 υπαλλήλους (760 στην Ελλάδα, 130 στη Βουλγαρία, 600 στην Ιταλία και 70 στα Δυτικά Βαλκάνια) οι οποίοι αποστέλλονται στα κράτη μέλη για τη στήριξη των εξωτερικών τους συνόρων, συμπληρώνοντας τις υπάρχουσες εθνικές ικανότητες των κρατών μελών (οι οποίες ανέρχονται σε πάνω από 100.000 συνοριοφύλακες). Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο Οργανισμός εξακολουθεί να αντιμετωπίζει κενά κατά την τρέχουσα λειτουργία του και τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίσουν την επαρκή κάλυψη των κενών αυτών.
Ο κ. Αβραμόπουλος δήλωσε ικανοποιημένος για την πρόοδο στην υλοποίηση των δράσεων της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής μέσα σε τρεις μήνες και κάλεσε όλους τους ενδιαφερομένους να συνεχίσουν το έργο και τη συνεργασία τους για την πλήρη και ταχεία εφαρμογή όλων των πτυχών του Οργανισμού.
Από την πλευρά του, ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής, Φρανς Τίμερμανς κάλεσε τα κράτη μέλη να παράσχουν τους αναγκαίους ανθρώπινους πόρους και τον εξοπλισμό, έτσι ώστε η Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή να είναι σύντομα πλήρως λειτουργική.
Τρίμηνη παράταση ελέγχων σε πέντε χώρες της Σένγκεν
Σε μία άλλη εξέλιξη επί του Προσφυγικού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε σήμερα το πράσινο φως για μια νέα, τρίμηνη παράταση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα ορισμένων κρατών του χώρου Σένγκεν. Το 2015, με αφορμή τη μεταναστευτική κρίση, πέντε χώρες είχαν επαναφέρει εκτάκτως τους ελέγχους αυτούς.
Οι χώρες-μέλη θα πρέπει ωστόσο να εγκρίνουν τη «σύσταση» της Επιτροπής προκειμένου να υλοποιηθεί. Η Γερμανία, η Αυστρία, η Δανία, η Σουηδία και η Νορβηγία θα πάρουν έτσι μια νέα παράταση εξαίρεσης από τους κανόνες της ελεύθερης κυκλοφορίας, μέχρι τα μέσα Μαΐου.
Τον Μάιο του 2016 η Επιτροπή είχε δεχτεί για πρώτη φορά μια έκτακτη παράταση της επαναφοράς των ελέγχων στα σύνορα αυτών των χωρών, πέραν του χρονικού ορίου που καθορίζεται από τη συνθήκη Σένγκεν υπό φυσιολογικές συνθήκες. Είχε προειδοποιήσει ωστόσο ότι το μέτρο αυτό είναι έκτακτο και έθεσε ως στόχο την επιστροφή στην ομαλότητα, χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2016. Στη συνέχεια όμως, τον Οκτώβριο, έδωσε μια πρώτη τρίμηνη παράταση και σήμερα συμφώνησε να παρατείνει το μέτρο για άλλους τρεις μήνες.
«Έχει επιτευχθεί αξιοσημείωτη πρόοδος ενόψει της άρσης των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα, αλλά θα πρέπει να την ενισχύσουμε περαιτέρω» ανέφερε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Φρανς Τίμερμανς, εξηγώντας τους λόγους που δόθηκε η παράταση.
Παρά τα μέτρα που έχει λάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση για να αντιμετωπίσει τη μεταναστευτική κρίση «δυστυχώς βρισκόμαστε ακόμη μακριά από τον στόχο», παραδέχτηκε ο κ. Αβραμόπουλος.