«Η σχέση του δημοσιογράφου και του αναγνώστη με την εφημερίδα δεν οικοδομείται με λογική πολιτικής ανεμοδούρας ούτε παρασκηνιακής συναλλαγής ούτε με την επιβολή κομματικών κομισαρίων. Αυτά είναι για άλλες χώρες και άλλες εποχές. Επιτρέψτε μου να προσθέσω: και για άλλες ικανότητες».
Είναι ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το σημείωμα του Γιάννη Πρετεντέρη στα σημερινά «Νέα». Που για μια φορά στις εννέα δεκαετίες κυκλοφορίας τους υπήρξαν τόσο αυτοαναφορικά. Διότι «Τα Νέα» της 19ης Ιανουαρίου 2017 ήταν τα ίδια τα νέα της ημέρας.
Η ανάληψη της ηγεσίας του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη από τον Βασίλη Μουλόπουλο –πρώην στέλεχος του Συγκροτήματος αλλά κυρίως άνθρωπο του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης– έκανε την εφημερίδα το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Είχε προηγηθεί η σύγκρουση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή για αυτό που φαίνεται ως μια κραυγαλέα επιχείρηση του Μαξίμου να αλώσει τα παραδοσιακά ΜΜΕ, είχαν προηγηθεί τα αμέτρητα δημοσιεύματα και σχόλια που προεξοφλούσαν μια μετατόπιση της «γραμμής» των εφημερίδων του ΔΟΛ (των «Νέων» και του «Βήματος της Κυριακής») στο φιλοκυβερνητικό στρατόπεδο. Λογικό, τα «Νέα» της Πέμπτης να είναι τα νέα της ημέρας.
Και ήταν επίσης λογική η προσπάθεια της εφημερίδας να πείσει το κοινό (της) ότι δεν πρόκειται να αλλάξει. Αυτό άλλωστε είχε σπεύσει να πει και ο ίδιος ο κ. Μουλόπουλος στην πρώτη του συνέντευξη μετά τη μετακίνησή του από την κομματική «Αυγή» στον ΔΟΛ, όταν διαβεβαίωσε ότι το Συγκρότημα και οι εφημερίδες του «δεν πρόκειται να είναι όργανο του ΣΥΡΙΖΑ». Και αυτό αποτελεί όρο επιβίωσης για ένα μέσο ενημέρωσης. Να μη διαταραχθεί η σχέση με το κοινό του.
Ετσι τα «Νέα» της 19ης Ιανουαρίου 2017 κυκλοφόρησαν με πρωτοσέλιδο τίτλο «Αλήθειες και Κραυγές», εικονογράφηση το κτίριο του ΔΟΛ στην οδό Μιχαλακοπούλου και κεντρικό άρθρο υπό τον τίτλο «Τι (δεν) είναι οι εφημερίδες». Το μεγαλύτερο δε μέρος της παραδοσιακά πλούσιας αρθρογραφίας της εφημερίδας ήταν αφιερωμένη σε αυτήν την επαπειλούμενη μετάλλαξη.
Διαβάζουμε: «Αν μια γαλακτοβιομηχανία αλλάξει χέρια, ο καταναλωτής θα βρει την επόμενη μέρα στα ράφια το ίδιο γιαούρτι. Δεν ισχύει το ίδιο και για τις εφημερίδες. τα συστατικά των προϊόντων της ενημέρωσης –η υπεραξία που τα συνδέει με το κοινό τους για γενιές ολόκληρες– είναι άυλα. Είναι ένα κεφάλαιο αξιακό που το εκφράζουν και το μεταλαμπαδεύουν οι άνθρωποι. Οι δημοσιογράφοι. Ετσι και αυτή η εφημερίδα. Είναι επί δεκαετίες πυλώνας της δημόσιας σφαίρας, επειδή ενσωματώνει και καλλιεργεί ορισμένες αξίες. Τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ελλάδας. Το προοδευτικό Κέντρο. Τις σταθερές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτή η εφημερίδα –μαζί με την αδελφή της, “Το Βήμα”– είναι μια από τις πλουραλιστικές κοίτες μέσα από τις οποίες πέρασαν οι πολιτικές ιδέες και τα πολιτιστικά ρεύματα που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ελλάδα. Σε αυτή τη λειτουργία της οφείλει ακόμα την επιρροή της».
Και λίγο παρακάτω συνεχίζει το κεντρικό άρθρο των «Νέων»: «Η ιδέα ότι σφετεριζόμενος κάποιος έναν ιστορικό τίτλο αποκτά αυτομάτως και την ισχύ του, για να τη διαθέσει για τις δικές του σκοπιμότητες δεν είναι μόνο αντιδημοκρατική. Είναι και εξωπραγματική. Η ισχύς των εφημερίδων είναι συνυφασμένη με το άυλο, ιστορικό τους κεφάλαιο. Αν κάποιος το απαλείψει, απαλείφει και τον λόγο ύπαρξης της εφημερίδας. Αν αύριο κάποιος τυπώσει ένα φύλλο με τους ιδεασμούς του, κοσμώντας το με το λογότυπο των “Νέων”, αυτό που θα κρεμαστεί στα περίπτερα δεν θα είναι “Τα Νέα”. Οι εφημερίδες δεν είναι γιαούρτια».
Στο ίδιο μήκος κύματος, αλλά με το δικό του χαρακτηριστικό ύφος και ένα μήνυμα, ο Περικλής Δημητρολόπουλος στο σημείωμά του «Είναι πολύ αργά» στη σελίδα 8 των «Νέων»: «Οι προσωπικές διακηρύξεις ανεξαρτησίας δεν έχουν νόημα. Εχουν νόημα όμως όλα τα υπόλοιπα. Οι επιθέσεις που έχει δεχθεί αυτή η εφημερίδα από τα κόμματα της κυβέρνησης αλλα και από άλλα μέσα, η αδιανόητη κατηγορία από κάποιους ότι υπηρέτησε τα Μνημόνια, η εύλογη ανησυχία από άλλους ότι τώρα θα γίνει υπηρέτης νέων αφεντάδων. Α ναι, θα υπάρχει πάντα κάποιος πρόθυμος να ελέγξει “Τα Νέα”. Μόνο που είναι πολύ αργά για να μετατραπεί αυτή η εφημερίδα σε κομματικό έντυπο. Και ακόμη πιο αργά να βρει πρόθυμους να ελεγχθούν».
Αριστερά στην ίδια σελίδα των σημερινών «Νέων» το σημείωμα του Μιχάλη Μητσού με τίτλο «Δεν είμαι εκεί» στο οποίο απαριθμεί τέσσερις διευκρινίσεις: «1) Δεν έχουμε πεθάνει. Οχι ακόμα τουλάχιστον. Είναι άτοπο λοιπόν να παρατηρούν διάφοροι ότι ο ΔΟΛ άξιζε καλύτερο τέλος και να κλαίνε, ειλικρινά ή ψεύτικα, στον τάφο μας (…)… 2) Δεν περάσαμε στον έλεγχο του ΣΥΡΙΖΑ. Οχι ακόμη τουλάχιστον. Χθες κάναμε σύσκεψη όπως πάντα, με την ίδια σύνθεση, αποφασίσαμε τα θέματά μας, γράψαμε τις απόψεις μας ελεύθερα. Οσοι υποστηρίζουν λοιπόν, από ενδιαφέρον και αγάπη φυσικά, ότι τελειώσαμε, βιάζονται λίγο. Οταν τελειώσουμε θα το καταλάβετε. Οχι επειδή θα γράφουμε αλλιώτικα. Αλλα επειδή δεν θα γράφουμε καθόλου. 3) Κανένας Μουλόπουλος δεν έχει επέμβει στα κείμενά μας. Οχι ακόμη τουλάχιστον. Θα αλλάξει αυτό τις επόμενες ημέρες; Θα μας φωνάξει ο κομισάριος και θα μας λέει τι να γράφουμε; Ο ίδιος το αρνείται (…)… 4) Δεν μας εξαγόρασε κανείς, ούτε κυριολεκτικά ούτε μεταφορικά. Κι αν δεν εμφανιστεί σύντομα κάποιος επενδυτής, θα πεθάνουμε, με ή χωρίς Μουλόπουλο. Κάποιοι θα τρίβουν τα χέρια τους. Κάποιοι θα έρχονται στον τάφο μας. Αλλά δεν είμαστε εκεί. Οχι ακόμα τουλάχιστον».
Τη σελίδα 9 των «Νέων» τη γράφει από μόνος του ο Γιώργος Παπαχρήστος. Και εδώ υπάρχει μια γενναία δόση αυτοκριτικής: «Μιλούν πολλοί για κρίση στον Τύπο. Πράγματι τα δέκα τελευταία χρόνια ο Τύπος διέρχεται βαθιά κρίση, εξαιτίας της γενικότερης οικονομικής και πολιτικής κρίσης που πλήττει τη χώρα, αλλά και των δικών του λαθών. Εκτιμώ δε ότι ο Τύπος επλήγη από την κρίση με πολλαπλάσια ορμή από ό,τι αυτή έπληξε την υπόλοιπη κοινωνία, διότι δεν κατάφερε να αυτοπροστατευθεί έναντι της πολιτικής εξουσίας. Στήριξε πολιτικές και πρόσωπα, που εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε ότι όχι μόνο δεν άξιζαν αυτή τη στήριξη, αλλά τους έπρεπε η καταγγελία και η απογύμνωση. Εκανε βήματα σε «ξένα», πολιτικά, χωράφια, αντί να προσπαθήσει να κερδίσει σε αξιοπιστία περιφρουρώντας τον χώρο που εκφράζει. Η δεοντολογία αποτέλεσε είδος ουσιώδες εν ανεπαρκεία. Και η ανεξαρτησία πήγε περίπατο κανονικά, θύμα κάθε φορά των μικρο- ή μεγαλοσυμφερόντων του εκδότη, που ήθελε να ακκίζεται για ευνόητους λόγους με την εξουσία. Και έτσι οδηγήθηκε αργά αλλά σταθερά στην πλήρη απαξία του… Δυστυχώς, ούτε εμείς εδώ, στα “Nέα”, το αποφύγαμε αυτό. Και Σαμαρά στηρίξαμε με πάθος και Τσίπρα χειροκροτήσαμε μανιωδώς – πώς να ξεχάσω ότι σχεδόν πανηγυρίσαμε την εκλογή του; Μέχρι και το χρώμα του λογότυπου της εφημερίδας αλλάξαμε για πρώτη φορά στα χρονικά – το κάναμε κόκκινο στο χρώμα της φωτιάς. Τέτοια χαρά!».
Και ο Γ. Παπαχρήστος, καταλήγει: «Και τώρα που φτάσαμε στο τέλος, και επειδή πολλοί με ρωτούν από χθες “τι θα κάνω”, σημειώνω απλώς ότι είναι μακρύς ο δρόμος που έχει ανοίξει. Χθες οι τράπεζες, αγνοώντας παντελώς την υπόθεση Μουλόπουλου, κατέθεσαν αίτηση πτώχευσης εν λειτουργία του ΔΟΛ και είναι έτοιμες να αναθέσουν στην εταιρεία Grant Thornton τη διεκπεραίωση της όλης διαδικασίας. Οπότε, οψόμεθα των εξελίξεων…»
Στη σελίδα 10 των «Νέων» ο αναγνώστης συναντά τη στήλη του Δημήτρη Μανιάτη «Αριστερά της Εδέμ». Σημερινός τίτλος: «Εφημερίδες». Ενα άρθρο που κλείνει με έναν καλό λόγο για τον Αλέξη Τσίπρα: «Κάτι που ξεχνούν πολλοί – ή αγνοούν – είναι πως οι παραδοσιακές εφημερίδες δεν ταυτίζονται ή οριοθετούνται από τη γραμμή του ιδιοκτήτη τους. Και κάτι ακόμη σοβαρότερο: οι εργαζόμενοι, η ουσιαστική υπεραξία των εφημερίδων, είναι άλλο πράγμα από τα «αφεντικά» τους. Στην τελική, αυτό τα δεύτερο είναι και λίγο ζήτημα στάσης, προσωπικής μάχης, ιδεολογικής συνέπειας (όχι τύφλωσης). Οι εφημερίδες είναι ο κόσμος που καθρεφτίζουν. Αλλά και οι πολλοί κόσμοι αυτών που τις παράγουν. Ας μην ξεχνάμε και μια ακόμη σοβαρότερη πλευρά: οι εφημερίδες είναι τεκμήρια και της Ιστορικής επιστήμης. Ο ιστορικός του μέλλοντος και σε αυτές θα ανατρέξει. Ακόμη και για μια λεζάντα. Ο χθεσινός σοβαρός Πρωθυπουργός στη Βουλή δείχνει να το καταλαβαίνει».
Στη σελίδα 29, εντός του πολιτιστικού ενθέτου, συναντάμε το άρθρο του Δημήτρη Δουλγερίδη με τίτλο «Αρένα και Καθαρτήριο»: «Ζητώντας προκαταβολικά συγγνώμη για το περίσσευμα αυτοαναφορικότητας, η στήλη επιχειρεί από χθες να ανακαλύψει τον ορισμό της “κριτικής πεζοδρομίου” απέναντι στην κυβέρνηση (ο όρος του Βασίλη Μουλόπουλου). Ακόμη και την αλλεργία στα τσιτάτα έβαλε στην άκρη ξεθάβοντας εκείνον τον αφορισμό του Εντουαρντ Σαΐντ ότι οι δημοσιογράφοι και οι διανοούμενοι δεν τίθενται “ούτε υπέρ ούτε εναντίον της εξουσίας – μόνο έναντι”. Εναντι της κριτικής πεζοδρομίου πάντως που περίσσεψε στους ιδιοκτήτες της ιντερνετικής αλήθειας μόνο την ελευθερία της έκφρασης μπορεί να επικαλεστεί κανείς, κι αυτή χαμηλόφωνα για να αποφευχθούν οι βαρύγδουπες εντυπώσεις. Το γεγονός δηλαδή ότι αυτή συνεχίζει να αποτελεί προϋπόθεση κάθε «συμβολαίου» με τους αναγνώστες. Δεν παραδόθηκε καμία σκυτάλη σε πολιτικό κόμμα, σύμφωνα με την ετοιμοφόρετη λεζάντα στο βαθύ κράτος των μπλογκ. Οπως δεν είχε ποτέ παραδοθεί στον ΔΟΛ από τους θεσμούς, τη συγκυβέρνηση, την Κεντροαριστερά, την «τρόικα εσωτερικού» και άλλες δυνάμεις του εγχώριου σκότους. Η “ώσμωση” μέσα σε έναν δημοσιογραφικό οργανισμό (άλλοι τη λένε “γραμμή”) είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στο κρεβάτι του φεϊσμπουκικού Προκρούστη».
Στην τελευταία σελίδα των «Νέων» διαβάζεις σταθερά τον Μιχάλη Τσιντσίνη και τον Γ. Πρετεντέρη αντικριστά. Ο Μιχ. Τσιντσίνης στο σημείωμά του με τίτλο «Είδη Υγιεινής» ξεκινά με μια παραπομπή στον Λένιν: «Ο Λένιν το είχε οραματιστεί. “Οταν θα έχουμε πια επικρατήσει σε παγκόσμια κλίμακα, νομίζω ότι θα έπρεπε να φτιάξουμε από χρυσάφι τα δημόσια αποχωρητήρια στους δρόμους των μεγαλύτερων πόλεων του κόσμου”. Ο σκοπός του σχεδίου ήταν, βεβαίως, παιδαγωγικός. Να θυμίζει στους λαούς τι πραγματικά αξίζουν οι καπιταλιστικές αξίες – πόσο φτηνός είναι ο χρυσός. Καμιά φορά, έχει κανείς την αίσθηση ότι παρόμοιες ηροστράτειες ορμές κινούν και τον πρώτο Πρωθυπουργό της Αριστεράς. Σαν να έχει βάλει κι ο Τσίπρας σκοπό όχι απλώς να αποκαθηλώσει, αλλά να οδηγήσει σε παραδειγματικό ευτελισμό τις αξίες της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας: τα αντίπαλα κόμματα, τους θεσμούς, τα μέσα ενημέρωσης». Και λίγο παρακάτω υπογραμμίζει: «Η ίδια η ιδέα ότι η πολιτική κυριαρχία περνάει μέσα από τον έλεγχο των Μέσων είναι κάπως παρωχημένη. Τα “συστημικά” media δεν μπόρεσαν να προστατεύσουν από τη φθορά τα “συστημικά” κόμματα – όχι μόνο στην Ελλάδα, ούτε καν στις ΗΠΑ. Στην εποχή του διαδικτυακού κατακερματισμού, πόσο ρεαλιστικό είναι να πιστεύει κανείς ότι θα διασωθεί πολιτικά αν καταφέρει να βάψει με τα χρώματά του ένα παραδοσιακό Μέσο;
» Το ότι αυτή η καμπάνια είναι άκαρπη δεν σημαίνει πως είναι και εντελώς ακίνδυνη. Μπορεί να μην προκαλεί καταστροφή, συσσωρεύει όμως επιμέρους θεσμικές και οικονομικές βλάβες, που θα είναι δύσκολο να αναταχθούν μετά τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
» Οχι, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν έχουν προδιαγραφές αυταρχικού καθεστώτος. Εχουν, όμως, εξουσιαστικές εμμονές ικανές να καθηλώσουν τη χώρα σε μια εκτός θέματος διακυβέρνηση. Σε μια διακυβέρνηση που εξαντλείται σε τεχνάσματα για τη διαχείριση και τη διατήρηση της εξουσίας».
Οσο για τον Γ. Πρετεντέρη, τα είπαμε και στην αρχή, αλλά αξίζει να αναδείξουμε άλλη μια αναφορά του. Προειδοποιεί λοιπόν ο Γιάννης Πρετεντέρης: «Ακόμη κι αν η κυβέρνηση αλώσει εκδοτικά τις εφημερίδες, θα πρέπει να βρει δημοσιογράφους για να τις γράφουν και αναγνώστες για να τις διαβάζουν. Μεταξύ μας, δεν βλέπω πολλούς υποψηφίους για το ένα ή το άλλο. Οι αντιδράσεις των αναγνωστών, οι δικές σας αντιδράσεις, το τελευταίο 24ωρο ήταν όχι μόνο συγκινητικές αλλά και ενδεικτικές».