Η επίθεση έξω από τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ τα ξημερώματα της Τρίτης προστέθηκε μεν στην σειρά από αντίστοιχα περιστατικά που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια, είχε δε κάποια διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Κατά τις εκτιμήσεις της Αστυνομίας πρόθεση του δράστη με το καλάσνικοφ ήταν να σκοτώσει. Και αν είχε συμβεί αυτό, κανείς δεν ξέρει τι κατάσταση θα επικρατούσε σήμερα – ακόμη και σε πολιτικό επίπεδο.
Η σημειολογία της επίθεσης και το ίδιο το σημείο της έχουν την σημασία τους.
Κατά τις εκτιμήσεις της Αστυνομίας, κατ’ αρχάς, πρόκειται μάλλον για μία πράξη «εκδίκησης» μετά την σύλληψη της Πόλας Ρούπα.
Δεδομένου δε ότι οι αρχές αναφέρουν πως ανέμεναν ένα τέτοιο χτύπημα, το γεγονός ότι συνέβη, με αυτόν τον τρόπο και στο συγκεκριμένο σημείο, εγείρει πολλά ερωτήματα για την ετοιμότητα και την ικανότητα αντίδρασης σε τέτοιες καταδρομικού τύπου επιθέσεις.
Μία άλλη συζήτηση ξεκινά ως προς το «γιατί πάλι στο ΠΑΣΟΚ;» Κατά μία εκδοχή, πρόκειται για ένα μήνυμα του «χώρου» προς τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Ν. Τόσκα, ο οποίος πολιτικά προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ. Ισως να εμπλέκονται και μερικά άλλα κατάλοιπα, καθώς επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ το 2002 έγιναν οι συλλήψεις της 17Ν.
Κατ’ άλλους αυτή η εκδοχή μάλλον δεν έχει βάση και τα πράγματα εξηγούνται κάπως αλλιώς – ή και κάπως αλλιώς.
Μία περισσότερο πιθανή εξήγηση είναι πολύ απλά πως τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ βρίσκονται στο λάθος σημείο. Είναι στην ουσία στην φωλιά του λύκου, ένα βήμα από το άτυπο γκέτο των Εξαρχείων, κυριολεκτικά σε απόσταση βολής.
Υπό την έννοια αυτή, όπως εκτιμούν πολιτικά στελέχη, με τις επιθέσεις στα γραφεία της Χαριλάου Τρικούπη, οι εμπνευστές και εκτελεστές τους επιτυγχάνουν δύο στόχους:
– κατ’ αρχάς, υπό τις παρούσες συνθήκες κάνουν μία διαρκή επίδειξη δύναμης. Βγαίνουν, χτυπούν, με οποιονδήποτε τρόπο, εξαφανίζονται και αγνοούνται.
– Κάτι αντίστοιχο με αυτό που συμβαίνει στα «νότια σύνορα» του γκέτο, όταν κάποιοι άλλοι (;) καίνε τρόλεϊ και άλλα οχήματα και παραμένουν ανενόχλητοι.
Στο ίδιο πλαίσιο σκέψης, μία παρεμφερής εκδοχή για τα περιστατικά αυτά είναι και η εξής: οι συγκεκριμένες ομάδες έχουν αποφασίσει να δείξουν με κάθε τρόπο ότι «το άβατο των Εξαρχείων» είναι αποφασισμένες να το διαφυλάξουν.
Σε αυτές τις συνθήκες, το ζήτημα της ασφάλειας στην πρωτεύουσα φαίνεται πως μοιραία θα αποτελέσει μείζον ζήτημα στο αμέσως προσεχές διάστημα. Το πώς θα το διαχειριστεί η κυβέρνηση είναι ένα μεγάλο ερώτημα και μέχρι στιγμής ικανοποιητική απάντηση δεν φαίνεται να υπάρχει. Ως προς το τι σκέφτονται στα ηγετικά κλιμάκια, μία φράση ενός κορυφαίου υπουργού πριν από περίπου έναν χρόνο, λίγο αφότου είχε αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ και τα Εξάρχεια είχαν πάρει φωτιά είναι ενδεικτική: «Τι να κάνουμε, θα το κάψουν για μερικές ημερες και μετά θα πάνε σπίτι τους»…