Τα σκυλάδικα με τις γλιστερές πίστες από λουλούδια, σπασμένα πιάτα, πόθο και απόγνωση, συναντάνε τον Ρολάν Μπαρτ, την πιο λάγνα πολιτική φωνή των τελευταίων δεκαετιών (ναι, αυτή του Ανδρέα Παπανδρέου), τα σκοτάδια της ελληνικής επαρχίας των ‘80s στην οδό Φρυνίχου 10 στην Πλάκα. Εξω από το θέατρο Ροντήρη, λίγες δρασκελιές από το Θέατρο Τέχνης, κόσμος τυλιγμένος σε παλτό περιμένει, καπνίζοντας, με μια δωρικότητα -σχεδόν σκηνοθετημένη- που θυμίζει λιτανεία. Περιμένουν να μπουν στην αίθουσα για να δουν την θεατρική μεταφορά του γνωστού βιβλίου του Θάνου Αλεξανδρή «Αυτή η νύχτα μένει» σε σκηνοθεσία της Κίρκης Κάραλη. Μια αφήγηση που εφορμά από το βίωμα και είναι πιο σπαρταριστή από κάθε απόπειρα μυθοπλασίας.
Η σύνθεση του κοινού μαρτυρά ότι οι περισσότεροι έχουν ζήσει αν μη τι άλλο χρονολογικά στην εποχή που αφηγείται με ασθματική πληθωρικότητα ο Θάνος Αλεξανδρής στο έργο του. Αλλοι, νεότεροι, προφανώς νιώθουν την ίντριγκα που προκαλεί η μυθολογία του σκυλάδικου στην επαρχία, ο μύθος της καψούρας, της κονσομασιόν, του σεκλετιού, του ανείπωτου και αναπόδραστου που διαδραματίστηκε στις πίστες σε Λάρισα, Πύργο, Βόλο, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο, Σέρρες σε όλη την επικράτεια στη δεκαετία του ’80. Λίγο πριν από το τέλος της παράστασης οι περισσότεροι ανεξαρτήτως ηλικίας ή κοινωνικής προέλευσης θα συναντηθούν, οι φωνές τους για την ακρίβεια θα συνυπάρξουν καθώς θα τραγουδούν μαζί με τους ερμηνευτές τα τραγούδια που διατρέχουν την παράσταση.
H φωνή που δονεί όμως, αυτή που υποδέχεται τον θεατή, δεν είναι άλλη από αυτή του Ανδρέα Παπανδρέου. Η πιο λάγνα της πολιτικής, των δεκαετιών της ευμάρειας που έπεσε σε χέρια άμαθα και στερημένα από γλέντι και ηδονή. Για να ακολουθήσει η φωνή του ίδιου του Θάνου Αλεξανδρή, μέσα από τους ηθοποιούς που φέρουν το κείμενο-βίωμά του: το παιδί από τη Νέα Αρτάκη της Χαλκίδας, που του άρεσε και ο Καβάφης και ο Καφάσης, που είχε τρέλα με το Μάνο Χατζιδάκι, μεράκλωνε όμως με Χρυσό, Δάκη, Μαρίνα. Και μετά, τραγουδιστές, ερμηνευτές, πελάτες, νταβατζήδες, μπαλέτα ταξιδεύουν για σχεδόν δυο ώρες στις πίστες της περιφέρειας της δεκαετίας του ’80.
Η Κίρκη Κάραλη με τρόπο ευφυή, τρύπωσε στις χαραμάδες του κειμένου και έφτιαξε μια παράσταση που θυμίζει αυτά τα παιδικά τετράδια με τις πολύχρωμες λωρίδες χαρτιού που έκοβες και έπλεκες για να δημιουργήσεις ένα νέο τοπίο. Εφτιαξε έτσι εικόνες. Κλειδί της παράστασης είναι ο ρυθμός και το timing, αφού δεν επιτρέπει στον θεατή να τον ρουφήξει μια σκηνική δράση, μια υπόθεση, ένα αυτοτελές επεισόδιο. Τον αρπάζει από τα μούτρα πριν κατακάτσει το συναίσθημα για να τον οδηγήσει στο επόμενο επεισόδιο μέσα από ένα τραγούδι. Ή από ένα ιντερμέδιο του Αλεξανδρή, ένα ξέσπασμα λυρικό και μαζί τραυματισμένο για τον έρωτα που θυμίζει τόσο πολύ τις περιηγήσεις σε κείμενα του Μποντλέρ, του Χειμωνά, της Μαλβίνας Κάραλη. Ολοι εκεί στην ίδια σκηνή με τα πατημένα γαρύφαλλα και τα σπασμένα πιάτα.
Η σκηνοθέτις κρατά την επιφάνεια του έργου ενεργή ώστε ο θεατής να έχει την αίσθηση του αδιαμεσολάβητου, της προσωπικής εισόδου και σύνδεσης με όσα συμβαίνουν στη σκηνή. Αλλά αφήνει και τον θεατή να αποφασίσει μόνος, να πάρει ο ίδιος την ευθύνη τού «τι ακριβώς είναι αυτό που βλέπω». Θέατρο; Μουσική παράσταση; Κάτι άλλο; Δεν είναι τυχαίο ότι κυρίως στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν θεατές που επέστρεφαν στην παράσταση ξανά και ξανά, σαν να πηγαίνουν στα μπουζούκια για να ξαναδούν (ξαναζήσουν) ένα πρόγραμμα που τους άρεσε.
Καταλυτική είναι η παρουσία του ίδιου του Θάνου Αλεξανδρή συνεχώς στη σκηνή. Είναι ο αρμός που ενώνει τις χαραμάδες, είναι ο κορμός της αφήγησης, η υπόμνηση πως όλα όσα ακούγονται στη σκηνή του θεάτρου Ροντήρη έγιναν, υπήρξαν. Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ όλοι οι ηθοποιοί φορούν ρούχα της εποχής στην οποία αναφέρεται το βιβλίο, ο ίδιος, φοράει διαρκώς ένα σύγχρονο, μαύρο κοστούμι -είναι η σύνδεση με την εποχή, με το τότε και το τώρα. Η φαντασμαγορία των ρούχων της εποχής, εκεί που η τομή χλιδής και σεξουαλικότητας ξέφευγε από κάθε όριο και γινόταν εκκωφαντική, μεταφέρει τον θεατή στα κωλάδικα της Τρίπολης, της Λάρισας, του Βόλου και είναι αποτέλεσμα μελέτης και μεθοδικής οργάνωσης υλικού από τον σχεδιαστή Απόστολο Μητρόπουλος.
Με δεκάδες φωτογραφίες των πραγματικών ηρώων που περιγράφονται στο βιβλίο «Αυτή η νύχτα μένει», με έρευνα στα μοτίβα και στα υφάσματα που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή έφτιαξε τα κοστούμια, ενώ εξασφάλισε και εντυπωσιακά ρούχα από το βεστιάριο της γνωστής τραγουδίστριας Χριστίνας Δελλή, όπως μια μαύρη τουαλέτα με ανοιχτή κεντημένη με πετράδια πλάτη, ένα μπολερό γεμάτο πέτρες… Και φυσικά δεν έλειψαν τα κλεισίματα του ματιού, όπως το πουλόβερ Lacoste που φορούσε ο «φλώρος» εραστής, η καμπαρντίνα του περιπλανώμενου γόη, προστάτη, εραστή…
Το σύμπαν αυτό το σχεδόν αλμοδοβαρικό, ένα παλίμψηστο καψούρας και άνομων πράξεων του γλεντιού, ευτυχεί να ακουμπήσει πάνω σε μερικές ερμηνείες που κατορθώνουν εν τέλει να κάνουν σάρκινη τη σκηνική αφήγηση. Σπουδαία η Μαρία Διακοπαναγιώτου, καθώς άλλοτε αποσυρόταν σε ρόλο παρατηρητή, άλλοτε εκτοξευόταν στη σκηνή σαν ντίβα παρακμιακή που λατρεύεται όμως ως θεότητα. Εύθραυστη, ακόμα και στις στιγμές τις παντοδυναμίας, αυτοσαρκαζόμενη, φωνητικά και σωματικά σπαρασσόμενη. Τσακισμένη ιέρεια. Πίσω από τη δύναμη της κίνησης, του γλεντιού, του φλερτ δεν έκρυψε ούτε μια στιγμή την απόγνωση που κινούσε τα σωθικά της. Εν τέλει το ανικανοποίητο.
Φωτεινή, δυνατή, η Λίλα Μπακλέση, πεισμωμένη, χωρίς υπερβολές ακόμα και όταν ο ρόλος το επέτρεπε, κατόρθωσε να είναι δωρική μέσα σε αυτό το βασίλειο της κιτς, επικολυρικής αφήγησης των άκρων που υπήρξαν οι επαρχιακές πίστες – και γι’αυτό γοήτευσαν τόσους διανοητές, εικαστικούς, σκηνοθέτες. Και βέβαια ο Ομηρος Πουλάκης, ένα υπόδειγμα μη απόσπασης και καταβύθισης στο ρόλο του Μάριου, του αρτίστα που ήθελα να γίνει Μαρινέλα, του αρτίστα που έβαλε φωτιά στην ηθική των οικογενειών στην περιφέρεια και έσυρε όσους άνδρες ήθελε στο κρεβάτι του. Νιώθεις να τρέμει από ναρκισσισμό, από την προσπάθεια του να φτάσει κάπου, να φτάσει όσο πιο ψηλά γίνεται. Από το δεύτερο μέρος της παράστασης οι ρόλοι στερεώθηκαν, ανδρώθηκαν και μπήκαν σε μια αλληλεπίδραση και παράλληλη αφήγηση σίγουρη και γοργή που κορυφώθηκε με το γλέντι επί σκηνής. Ένα γλέντι που απλώθηκε ως τις τελευταίες σειρές της αίθουσας απ’ όπου ακούγονταν τραγούδια από στόματα θεατών σχεδόν κάθε ηλικίας.
Φεύγοντας από το θέατρο Ροντήρη είναι συμπαγής η αίσθηση πως αυτό που είδες στη σκηνή βιώθηκε, υπήρξε. Ένα θέατρο ντοκουμέντο για τις σκοτεινές παρυφές του πόθου και του γλεντιού, τις μυθοποιημένες, αποκηρυγμένες, φαντασιόπληκτες παρυφές. Και όσοι το γνώρισαν, τοποθέτησαν τον εαυτό τους μέσα σε αυτό. Οσοι όχι, σίγουρα θα έχουν πολλά να εξηγήσουν για συμπεριφορές και επιλογές εκείνων των δεκαετιών. Από την περιφερόμενη ντίβα με το τρακτέρ στους δρόμους του χωριού με τον αγρότη πελάτη να κομπάζει, ως τη βαθιά φωνή του Ανδρέα Παπανδρέου που ήξερε να υπόσχεται πώς όλα θα τα δώσει, όλα…
Info
Θέατρο Δημήτρης Ροντήρης, οδός Φρυνίχου, Πλάκα. Μέχρι 8/1
Πέμπτη – Παρασκευή: 21:00
Σάββατο: 18:00 & 21:30
Κυριακή: 19:00
(Τετάρτη 28/12: 20:00 και Τετάρτη 4/1: 20:00)
Εορταστικό πρόγραμμα:
Τετάρτη 28/12 20:00
Πέμπτη 29/12 21:00
Παρασκευή 30/12 21:00
Κυριακή 1/1 19:00
Τετάρτη 4/1 20:00
Πληροφορίες: 2114089670