Ο Νίκος Λυμπερόπουλος, ένας από τους πιο ταλαντούχους έλληνες ποδοσφαιριστές της τελευταίας 25ετίας, επιστρέφει, ως τεχνικός διευθυντής, στην ομάδα στην οποία δοξάστηκε και αδικήθηκε όσο λίγοι. Η πρόσληψή του από τον Παναθηναϊκό είναι, πάνω απ’ όλα, μια αποκατάσταση που η ποδοσφαιρική ιστορία του χρωστούσε.
Ο «Λύμπε» αποτελεί το σύμβολο μιας φουρνιάς εξαιρετικών παικτών που το καλοκαίρι του 2003 θυσιάστηκαν από την τότε ιδιοκτησία (Γιάννης Βαρδινογιάννης) προκειμένου να ξορκιστεί η «ντροπή της Ριζούπολης». Εκείνη η ομάδα, η οποία είχε νικήσει την Μπαρτσελόνα και την Αρσεναλ, έπεσε θύμα της ανάγκης του Παναθηναϊκού κάπως να αντιδράσει μετά τη βαριά ήττα του (3-0) από τον Ολυμπιακό, σε ένα ντέρμπι τίτλου που δεν έπρεπε να έχει αρχίσει. Ο κορυφαίος του δράματος αποπέμφθηκε, μόλις στα 28 του, με τη ρετσινιά του «loser». Επειτα από μία (ακόμη) εντυπωσιακή σεζόν, δεν του έκαναν πρόταση για ανανέωση του συμβολαίου του – ούτε για τα μάτια του κόσμου.
Ο κόσμος, όμως, ποτέ δεν έπαψε να τον λατρεύει. Την πρώτη φορά που επέστρεψε στη Λεωφόρο -ως αντίπαλος, με τη φανέλα της ΑΕΚ- καταχειροκροτήθηκε από τους οπαδούς της πρώην ομάδας του τη στιγμή που σκόραρε εις βάρος της. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους, 13 χρόνια μετά, ο Γιάννης Αλαφούζος τον επέλεξε για τη θέση: είναι πολύ αγαπητός στην «πράσινη γειτονιά» – και η συσπείρωση γύρω από την ομάδα είναι μια πολύ σημαντική προτεραιότητα αυτή την εποχή.
Ο Λυμπερόπουλος γνωρίζει άριστα τα μυστικά του πρωταθλητισμού, αν και ο ίδιος δεν ευτύχησε να στεφθεί πρωταθλητής. Ξέρει πολύ καλά τον Παναθηναϊκό, από την καλή και την ανάποδη. Δεν θα χρειαστεί χρόνο προσαρμογής, επειδή είναι χρόνια στην «πιάτσα» ως ατζέντης ποδοσφαιριστών. Αν και δεν έχει σπουδάσει το ποδοσφαιρικό μάνατζμεντ, διαθέτει σπουδαίες παραστάσεις υψηλού επιπέδου: μετά τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ, η θητεία του στη Γερμανία (Αϊντραχτ Φρανκφούρτης) του δίδαξε πολλά, όπως και η μαθητεία του δίπλα στον Φερνάντο Σάντος, μετά την επιστροφή του στην Εθνική.
Ετσι κι αλλιώς, θεωρείται ένας από τους πιο ανοιχτόμυαλους παίκτες της γενιάς του. Επιπλέον, έχει μια (μικρή) εμπειρία στο συγκεκριμένο πόστο, αν και για τη δουλειά του στην ΑΕΚ είναι άδικο να κριθεί. Ο λόγος που αποχώρησε δεν ήταν οτι «δεν ταίριαξαν οι χαρακτήρες τους με τον Μελισσανίδη», όπως ειπώθηκε, αλλά το γεγονός πως το πραγματικό κουμάντο το έκανε ο Ντούσαν Μπάγεβιτς. Ο Νίκος δεν είχε, ούτε τις αρμοδιότητες ούτε τις ευκαιρίες για να πάρει πρωτοβουλίες.
Θα τις έχει τώρα; Είναι η «ερώτηση του εκατομμυρίου». Από την απάντηση -την οποία μόνον ο κ. Αλαφούζος γνωρίζει- θα κριθεί η επιτυχία του. Ο ίδιος (ο Λυμπερόπουλος) έθεσε ως όρο, για να δεχθεί τη θέση, να έχει αυτός τον «τελευταίο λόγο» σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν την ομάδα. Ο πρόεδρος του το υποσχέθηκε. Αυτή τη στιγμή, το λέει και το εννοεί. «Καμμένος» από την έμπνευσή του να δώσει υπερεξουσίες στους προπονητές του -πρώτα στον Αναστασίου κι έπειτα στον Στραματσόνι- αναλογίζεται τώρα οτι το πιο επιτυχημένο μοντέλο των ημερών του ήταν αυτό της δυαρχίας των διακριτών ρόλων, με προπονητή τον Αναστασίου και τεχνικό διευθυντή τον Νίκο Νταμπίζα, τη σεζόν που η ομάδα -γεμάτη πιτσιρίκια και με σκληρό μνημόνιο- έφτασε μέχρι την κατάκτηση του Κυπέλλου. Το ζήτημα είναι, αν θα το εννοεί και «αύριο».
Η ιστορία του στον Παναθηναϊκό δείχνει οτι ο κ. Αλαφούζος επηρεάζεται εύκολα από το περιβάλλον του -που τον συμβουλεύει ποιος πρέπει να φύγει, ποιος πρέπει να μείνει και ποιος πρέπει να έρθει- και αλλάζει συχνά τις απόψεις του για το ποδόσφαιρο, που νομίζει οτι το ξέρει. Αλλά η δουλειά του τεχνικού διευθυντή απαιτεί τυφλή εμπιστοσύνη, τουλάχιστον για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Από αυτή την προϋπόθεση ξεπήδησαν όλα τα success stories που έχουν να κάνουν με τη συγκεκριμένη θέση. Στην Ευρώπη, βεβαίως. Γιατί στην Ελλάδα, ακόμη και ο Ζιλμπέρτο Σίλβα -αυτό το τεράστιο διεθνές μέγεθος που διαδέχεται ο Λυμπερόπουλος- βγήκε… άχρηστος μέσα σε έξι μήνες.
Οι ξεκάθαροι στόχοι και η υπομονή είναι οι δυο θεμελειώδεις αρχές της επιτυχίας, όπως μαρτυρά και το παράδειγμα του πιο περιζήτητου -σήμερα- τεχνικού διευθυντή ποδοσφαίρου στον Κόσμο. Πρόκειται για τον Ραμόν Ροντρίγκεθ Βερδέχο, περισσότερο γνωστό ως «Μόντσι», ο οποίος, όταν προσελήφθη από τη Σεβίλλη, δεν διέθετε κανένα προσόν που ο «Λύμπε» θα ζήλευε. Πρώην παίκτης (τερματοφύλακας) κι εκείνος, χωρίς σπουδές ή εμπειρία, ανέλαβε τη θέση το 2000, σε ηλικία 32 ετών.
Εκείνη την εποχή η Σεβίλλη είχε υποβιβαστεί στη Β’ Κατηγορία και ζούσε χωρίς τίτλους επί 52 χρόνια. Επί Μόντσι, κατέκτησε το Europa League πέντε φορές σε μια δεκαετία, έπαιξε σε 14 τελικούς και σήκωσε δύο Κύπελλα Ισπανίας, το ισπανικό Σούπερ Καπ και το Ευρωπαϊκό Σούπερ Κάπ. Επιπλέον, σε αυτά τα 16 χρόνια, αγόρασε ή ανέδειξε από τις ακαδημίες της περισσότερους από 200 ποδοσφαιριστές, πολλούς από τους οποίους πούλησε με συνολικό κέρδος που εκτιμάται οτι προσεγγίζει τα 400 εκατομμύρια ευρώ. Ανάμεσά τους, οι Ντάνι Αλβες, Αντριάνο, Ζούλιο Μπαπτίστα, Σεϊντού Κεϊτά, Ιβάν Ράκιτιτς, Σέρχιο Ράμος, Χεσούς Νάβας, Αντόνιο Ρέγες, Αλμπέρτο Μορένο και Αντόνιο Πουέρτα.
Προτού αναλάβει ο Μόντσι, το διοικητικό συμβούλιο της Σεβίλλης του είχε θέσει στόχους πολύ συγκεκριμένους: την ανάπτυξη της ποδοσφαιρικής ακαδημίας του συλλόγου, ώστε να τροφοδοτεί με παίκτες την πρώτη ομάδα, και τη δημιουργία ενός δικτύου scouting, εντός και εκτός Ισπανίας (το οποίο, σήμερα, έφτασε να αριθμεί περί τους 720 συνεργάτες). Αλλά και ο Μόντσι είχε βάλει τον δικό του όρο: με μια ρήτρα πολλών εκατομμυρίων στο συμβόλαιό του, εξασφάλισε οτι δεν θα υπάρξουν παρεμβάσεις στη δουλειά του, και οτι αυτή θα κριθεί έπειτα από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Στην περίπτωση του Λυμπερόπουλου -να είστε βέβαιοι- τους στόχους τους έχει καθορίσει η ελληνική… δημιουργική ασάφεια: να παίζουμε καλή μπάλα, να κερδίζουμε τίτλους, να αγοράζουμε παίκτες φθηνά και να τους πουλάμε ακριβά. Ολα αυτά μαζί. Οσο για τη ρήτρα πρόωρης απόλυσής του, αυτή θα είναι η συνήθης αποζημίωση που -στο τέλος- κανένας δεν εισπράττει, αποφεύγοντας να σύρει την ομάδα του στα δικαστήρια.
Ο Λυμπερόπουλος είναι καλή επιλογή. Πρώτα απ’ όλα, επειδή έχει μάθει να δουλεύει με λίγα. Ο άλλος επικρατέστερος υποψήφιος, ο Κώστας Αντωνίου, είχε πάρει νταμπλ, όμως άφησε πίσω του χρέη άνω των 30 εκατ. ευρώ. Αλλες εποχές εκείνες, της πολυμετοχικότητας. Σήμερα, ο Παναθηναϊκός έχει ζημίες 11,8 εκατ. ευρώ (σύμφωνα με τον ισολογισμό της χρήσης 1 Ιουλίου 2015 – 30 Ιουνίου 2016), έναντι ζημίας 5,1 εκατ. ευρώ στην προηγούμενη χρήση.
Δεύτερον, διότι το γεγονός οτι με τον Μαρίνο Ουζουνίδη υπήρξαν συμπαίκτες, στον Παναθηναϊκό και στην Εθνική, μπορεί να βοηθήσει ώστε να συνεργαστούν αρμονικά. Το οτι είναι δυο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες -ο Λυμπερόπουλος χαμηλών τόνων, ενώ ο Ουζουνίδης εκρηκτικός και αψύς- θα τους διευκολύνει και στο να παίξουν τους ρόλους του «καλού» και του «κακού», που πρέπει να εναλλάσσονται στα αποδυτήρια.
Αλλά, για να επιτύχει ο Λυμπερόπουλος, θα πρέπει να πάψει να ασχολείται ο κ. Αλαφούζος. Δύσκολο. Εκτός κι αν ταιριάξει άριστα με τον Ουζουνίδη και -σε συνδυασμό με κάποια καλά αποτελέσματα στην αρχή- πείσουν τον πρόεδρο να τους αφήσει να κάνουν τη δουλειά τους απερίσπαστοι, όπως εκείνοι γνωρίζουν. Διαφορετικά, ο «Λύμπε» δεν θα μακροημερεύσει. Είναι πολύ αξιοπρεπής για να δεχτεί να πληρώνεται τζάμπα