Ο Αλεσάντρο Τζεντίλε προοριζόταν να γίνει ο επόμενος «αυτοκράτορας» του ιταλικού μπάσκετ. Μόλις στα 23 του είχε τον Κόσμο στα πόδια του. Η Αρμάνι τον έκανε «σταρ», αρχηγό και τον πιο ακριβοπληρωμένο παίκτη της. Ολη η Ευρώπη μιλούσε γι’ αυτόν. Η φήμη του διέσχισε τον Ατλαντικό και έφτασε στο NBA. Αλλά, ο νεαρός πόθος κάθε προπονητή… τα θαλάσσωσε. Οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να του δώσουν τη βαλίτσα στο χέρι, ενάμισι χρόνο προτού λήξει το συμβόλαιό του.
Μόλις το 2015 το είχαν επεκτείνει έως το 2018, μεθυσμένοι από τα σπάνια προσόντα του – για τα οποία ποτέ, κανείς δεν αμφέβαλλε. Ιδίως όταν η Αρμάνι άλλαξε προπονητή (ο Κροάτης Γιασμίν Ρέπεσα αντικατέστησε τον Λούκα Μπάνκι), ο ιταλός γκαρντ/φόργουορντ είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στην ομάδα. Αυτή την… ασυλία την εκμεταλλεύθηκε όσο δεν πήγαινε άλλο, μέσα κι έξω από το γήπεδο. Ηταν το λάθος που τον έφερε στην πόρτα του Παναθηναϊκού, σε μια ύστατη προσπάθεια να σώσει την καριέρα του.
Μέσα στο γήπεδο, ο Τζεντίλε είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Μονοπωλούσε την μπάλα, την κρατούσε στα χέρια του περισσότερο από κάθε άλλον, επιχειρούσε τις περισσότερες ατομικές προσπάθειες -πολλές απ’ αυτές… τραβηγμένες από τα μαλλιά- όμως κανένας δεν τολμούσε να του μιλήσει. Στις καλές του βραδιές, ήταν ο ηγέτης που όλες οι ομάδες θα ήθελαν. Στις ακεφιές του, όμως, επέμενε στην καταδικαστική αστοχία του. Ετσι κι αλλιώς, έκανε την Αρμάνι εξαιρετικά προβλέψιμη. Ηταν η ευχή και η κατάρα της.
Εκτός γηπέδου, ήταν ο καλύτερος πελάτης της νύχτας. Οι «κακές γλώσσες» λένε πολλά για την ασυνέπειά του στις προπονήσεις, όπου εμφανιζόταν καθυστερημένος και σε κακή κατάσταση. Αλλά και για τις… αταξίες του το περασμένο καλοκαίρι, στο προ-ολυμπιακό τουρνουά, στο οποίο η οικοδέσποινα Ιταλία αποκλείστηκε από την Κροατία και έχασε το εισιτήριο για το Ρίο ντε Τζανέιρο μέσα απ’ τα χέρια της. Στο κρίσιμο ματς, ο Τζεντίλε είχε μόλις έξι πόντους (3/8 σουτ) και πέντε λάθη…
Για την Αρμάνι, η περασμένη σεζόν ήταν πικρή. Αποκλείστηκε άδοξα στην πρώτη φάση της Euroleague, χάνοντας -μάλιστα- δύο φορές από τη Λιμόζ. Ο Τζεντίλε έπαιξε σε έξι αγώνες, προτού τραυματιστεί. Αποκλείστηκε και από την ασήμαντη Τρέντο, στο Eurocup. Στην Ιταλία κατάφερε να κατακτήσει το Πρωτάθλημα, αλλά… άνευ αντιπάλου. Την πρώτη τετράδα συμπλήρωσαν η Ρέτζιο Εμίλια, η Αβελίνο και η Βενέτσια.
Τότε έγινε η «ζημιά». Μετά τους τελικούς, ο Τζεντίλε προχώρησε στη δήλωση που ξεχείλισε το ποτήρι: «Δεν ξέρω. Αυτό μπορεί να είναι το τελευταίο μου παιχνίδι με τη Μιλάνο. Μπορεί να πάω στο ΝΒΑ». Στο μεταξύ, ο 24χρονος είχε… σκοτωθεί με τον τζένεραλ μάνατζερ και μετέπειτα πρόεδρο του συλλόγου, Λίβιο Πρόλι, αλλά και με τον «αγαπημένο» του προπονητή, Ρέπεσα.
Ως πρώτο μέτρο, στην αρχή της σεζόν η διοίκηση αποφάσισε να του αφαιρέσει την αρχηγία της ομάδας, και να τη δώσει στον Αντρέα Τσιντσιαρίνι – έναν 30χρονο διεθνή γκαρντ που δεν είχε κλείσει ούτε χρόνο στην ομάδα. Αλλά και στο παρκέ, ο ρόλος του Τζεντίλε είχε αλλάξει: ο Ρέπεσα του γκρίνιαζε διαρκώς να παίζει περισσότερο για την ομάδα. Πλέον, είχε πειστεί πως ο παίκτης του έκανε… κόλπα για να τον προσέξουν οι ομάδες του ΝΒΑ.
Ωσπου φτάσαμε στο «διαζύγιο», με μια τυπική ανακοίνωση της Αρμάνι οτι ο νεαρός παραχωρείται ως δανεικός. Η λιγότερο… political correct δήλωση του Πρόλι -στην Gazzetta dello Sport- έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, επειδή ο πρόεδρος δεν… στρογγύλεψε τα λόγια του. Είπε, μεταξύ άλλων: «Ο Αλεσάντρο Τζεντίλε πρέπει να αποφασίσει αν είναι αγόρι ή ώριμος άντρας. Πρέπει να αποδείξει οτι αξίζει το τριετές συμβόλαιο που έχει υπογράψει. Είχε μια ψυχολογική καθίζηση και στα play-off ήταν εξαιρετικά ανασφαλής. Οι εγωιστικές δηλώσεις του μετά την κατάκτηση του Πρωταθλήματος, οτι θα φύγει, έστρεψε την προσοχή του ιταλικού μπάσκετ πάνω του – και όχι στην Αρμάνι Μιλάνο. Είναι ακόμα μέρος του συστήματος. Αν καταφέρει να είναι άντρας σε αυτό το σύστημα, μπορεί κάποτε να πάει στο ΝΒΑ…».
Ο ατζέντης του άρχισε αμέσως να τηλεφωνεί στα πλουσιότερα ευρωπαϊκά κλαμπ, όμως διαπίστωσε οτι οι προπονητές που πριν από δυο χρόνια θα… σκότωναν για να αποκτήσουν τον παίκτη, δεν ήταν και τόσο «ζεστοί». Η Μπαρτσελόνα τον απέρριψε αμέσως. Η Φενέρ δεν χρειαζόταν ακόμη έναν περιφερειακό. Η ΤΣΣΚΑ αδιαφόρησε, αν και ο Δημήτρης Ιτούδης -όταν είχε αφιχθεί στη Μόσχα, πριν από δύο καλοκαίρια- τον ήθελε «σαν τρελός». Ετσι, ο Τζεντίλε χτύπησε την πόρτα του Παναθηναϊκού. Ηταν, ίσως, η τελευταία ομάδα πρώτης γραμμής που μπορούσε να βρει. Επιπλέον, στο μυαλό του ήταν μια προφανής επιλογή. Ο πατέρας του, ο Νάντο Τζεντίλε, μεγαλούργησε εδώ στα τέλη της δεκαετίας των ’90s, δηλαδή την εποχή που οι «Πράσινοι» επέστρεψαν στην κορυφή, της Ελλάδας και της Ευρώπης. Υπάρχει κι αυτή η φωτογραφία, του οκτάχρονου -τότε- Αλεσάντρο που πανηγυρίζει μαζί με τον πατέρα του την ευρω-Κούπα του 2000, στο Κλειστό της Πυλαίας. Ηταν μεγαλύτερη από το μπόι του.
Ο Τζεντίλε, τη δεδομένη χρονική στιγμή, έχει τον Παναθηναϊκό μεγαλύτερη ανάγκη απ’ ό,τι ο Παναθηναϊκός τον Τζεντίλε. Αν χρειαζόταν κάτι (ο Παναθηναϊκός) αυτή την εποχή, είναι ένας ακόμη play maker πρώτης ποιότητας – όχι άλλος ένας εκτελεστής. Σίγουρα, όμως, ο Πασκουάλ, που είπε το «ναι», ξέρει καλύτερα. Πάνω απ’ όλα, γνωρίζει καλύτερα από τον καθέναν το τεράστιο αθλητικό μέγεθος του ιταλού διεθνούς. Πρόκειται για έναν από τους τέσσερις πέντε κορυφαίους περιφερειακούς στην Ευρώπη. Εχει μια φοβερή ικανότητα να «εκτελεί» την αντίπαλη άμυνα, είτε από κοντά είτε μακριά από το καλάθι. Στη μέρα του είναι ασταμάτητος, ακόμη και στα παιχνίδια που η μπάλα… καίει. Επιπλέον, είναι εξαιρετικός στο «ένας με έναν». Από άμυνα, ασφαλώς ο καταλανός τεχνικός δεν περιμένει πολλά. Και, σίγουρα, θα έχει περάσει από το μυαλό του οτι ο Τζεντίλε δύσκολα θα προσπεράσει τους πειρασμούς της νυχτερινής ζωής. Οι οποίοι, στην Αθήνα, είναι πολύ μεγαλύτεροι απ’ ό,τι στο Μιλάνο.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον Πασκουάλ είναι οτι ο Ιταλός είναι το είδος του παίκτη που αλλάζει ριζικά μια ομάδα. Ο προπονητής είναι υποχρεωμένος να αναπροσαρμόσει τα πλάνα του, ιδίως στην επίθεση. Το καλοκαίρι θα ‘ταν αλλιώς. Ενώ τώρα, μια «μίνι προετοιμασία» θα πρέπει να τρέξει παράλληλα με τις αγωνιστικές υποχρεώσεις της ομάδας – κι αυτό δεν είναι απλό. Επιπλέον, είναι κρίσιμο να μη διαταραχθούν οι ισορροπίες. Αλλά, το γεγονός οτι ο Πασκουάλ τον ήθελε από το καλοκαίρι του 2015, όταν ακόμη ήταν προπονητής της Μπαρτσελόνα, δείχνει πως κάποιο πλάνο έχει στο μυαλό του για τον Ιταλό.
Το πιο αισιόδοξο, για τον Παναθηναϊκό, είναι οτι ένας σπουδαίος παίκτης -που θα ήταν απλησίαστος, κάτω από άλλες συνθήκες- έρχεται με αυξημένο κίνητρο: να σώσει την καριέρα του. Ισως αυτό να τον υποχρεώσει να δείξει το καλό του πρόσωπο, κι όχι εκείνο που έδιωξαν «κακήν κακώς» από το Μιλάνο.