Πρωτοφανή χαρακτήρισε τη δημοσιονομική προσαρμογή τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος σε ομιλία του στην Ευρωαραβική Σύνοδο, σύμφωνα με όσα μετέδωσε η ιστοσελίδα naftemporiki.gr, αναφέρθηκε παράλληλα στις αστοχίες και τις καθυστερήσεις στη διαδικασία προσαρμογής, στις πρόσφατες εξελίξεις και τις μελλοντικές προκλήσεις και προοπτικές.
Όπως περιέγραψε ο κ. Στουρνάρας και σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, θα υπάρξει ανάκαμψη από το δεύτερο εξάμηνο του 2016 και θα συνεχιστεί το 2017 και το 2018. Ειδικότερα, το ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί ελαφρώς κατά 0,3% το 2016, αλλά να αυξηθεί στη συνέχεια κατά 2,5% και 3% το 2017 και το 2018 αντίστοιχα. Ο διοικητής της ΤτΕ διευκρίνισε ότι αυτές οι προβλέψεις βασίζονται στην υπόθεση ότι η εφαρμογή του προγράμματος θα προχωρήσει ομαλά και ότι οι δόσεις του δανείου θα εκταμιευθούν εγκαίρως, καθώς και ότι θα συνεχιστεί η διευκολυντική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ.
Ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι παρά τις καθυστερήσεις και τις αστοχίες, η πρόοδος στη διόρθωση των λαθών του παρελθόντος υπήρξε εντυπωσιακή, ενώ πρόσθεσε ότι η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης επηρέασε θετικά το κλίμα εμπιστοσύνης και τη ρευστότητα και αναμένεται να δώσει ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα το δεύτερο εξάμηνο του 2016.
«Εξακολουθούν οι κίνδυνοι»
Προειδοποίησε όμως ότι εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Όπως είπε, τυχόν καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπονται στο πρόγραμμα θα μπορούσαν να περιορίσουν την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα την αναζωπύρωση της αβεβαιότητας, την υπονόμευση του κλίματος εμπιστοσύνης και την εξασθένηση των προοπτικών οριστικής εξόδου από την κρίση, ενώ παράλληλα υπάρχουν κίνδυνοι και αβεβαιότητες για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, που οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην έξαρση του προστατευτισμού διεθνώς, στην πιθανή επιλογή μιας αυστηρής εκδοχής του Brexit και σε ενδεχόμενη επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης.
Όπως εξήγησε ο κ. Στουρνάρας, για να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω κίνδυνοι και να επαληθευθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, απαιτούνται συγκεκριμένες και συντονισμένες ενέργειες, οι οποίες θα διασφαλίσουν την επιτυχή έκβαση του προγράμματος του ESM και την έξοδο στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αυτές περιλαμβάνουν τα εξής:
- Επιτάχυνση του ρυθμού εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων
- Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
- Αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού δημόσιου χρέους. «Θα πρέπει να γίνουν επειγόντως ενέργειες για την εξειδίκευση και ποσοτικοποίηση των προβλεπόμενων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Αυτό θα ενισχύσει την αξιοπιστία και την αποδοχή των ασκούμενων πολιτικών, συμβάλλοντας περαιτέρω στην παγίωση της εμπιστοσύνης, στην ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης και στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, και θα διευκολύνει την επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος», διευκρίνισε ο κ. Στουρνάρας.
- Χαλάρωση και τελικά κατάργηση των περιορισμών που απομένουν στην κίνηση κεφαλαίων.
Με αστοχίες και καθυστερήσεις
Οπως ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ, παρά τις τεράστιες προσπάθειες που έγιναν για την αποφυγή της χρεοκοπίας και τη διόρθωση των ανισορροπιών, η Ελλάδα παραμένει ακόμη σε πρόγραμμα προσαρμογής, σε αντίθεση με την Κύπρο, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, οι οποίες, αν και υπήχθησαν σε προγράμματα μετά από την Ελλάδα, πέτυχαν ήδη να εξέλθουν.
Αυτή η καθυστέρηση, κατά τον κ. Στουρνάρα, «οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων είναι: η μη οικειοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και η απροθυμία μερίδας του πολιτικού συστήματος να διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος, η αντιμνημονιακή ρητορική, οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των πολιτικών παρατάξεων και η αδυναμία τους να καταλήξουν σε συνεννόηση, καθώς και τα διάφορα – μικρά και μεγάλα – κεκτημένα συμφέροντα που προέβαλαν αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις».
Παράλληλα όμως, όπως συμπλήρωσε ο κ. Στουρνάρας, «το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν έχουν ακόμη εκπληρώσει τη δέσμευσή τους για περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, σύμφωνα με τις αποφάσεις που έλαβε το Eurogroup ήδη από το Νοέμβριο του 2012 (με πιο πρόσφατη την απόφαση του Μαΐου 2016), αλλά και το ότι σε κάθε καθυστέρηση στη διαπραγμάτευση, ακόμη και για τεχνικά ζητήματα, ορισμένοι από τους εταίρους επέσειαν ως απειλή τον κίνδυνο εξόδου της χώρας από το ευρώ, με ανάλογες επιπτώσεις στο κλίμα που επικρατούσε στις αγορές, επέτειναν την αβεβαιότητα και επηρέασαν αρνητικά το οικονομικό κλίμα στη χώρα».
Ο διοικητής της ΤτΕ αναφέρθηκε επίσης σε ορισμένους εσφαλμένους υπολογισμούς στον σχεδιασμό των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, που μπορεί επίσης να εξηγούν την καθυστέρηση έναντι των άλλων χωρών που εφάρμοσαν στο παρελθόν ανάλογα προγράμματα. Παράλληλα, παρατήρησε ότι παρά την ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, οι εξαγωγές υπολείπονται του επιπέδου που θα αναμενόταν με βάση τις ιστορικές συσχετίσεις μεταξύ των μεγεθών.
Εξελίξεις και προοπτικές
Ο κ. Στουρνάρας στάθηκε στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, με βάση την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι τώρα, γεγονός που, όπως εκτίμησε, επηρέασε θετικά το κλίμα εμπιστοσύνης και τη ρευστότητα και αναμένεται να δώσει ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα το δεύτερο εξάμηνο του 2016.
Είπε εξάλλου ότι η επανένταξη των ελληνικών κρατικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστημα εξασφαλίσεις («waiver») έδωσε τη δυνατότητα στις ελληνικές τράπεζες να χρηματοδοτούνται με χαμηλό κόστος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). «Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με τη σταδιακή υποχώρηση της αβεβαιότητας, τη σταθεροποίηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα και την πρόοδο που επιτεύχθηκε στην αναδιάρθρωση και ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, συνέβαλε στη μείωση του ανώτατου ορίου παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) προς τις ελληνικές τράπεζες κατά περίπου 40 δισ. ευρώ συνολικά από τον Ιούλιο του 2015, με αποτέλεσμα το όριο αυτό να είναι σήμερα 51,1 δισ. ευρώ», συνέχισε.
Όπως εκτιμά ο κ. Στουρνάρας, αυτές οι εξελίξεις αναμένεται μεσοπρόθεσμα να ενθαρρύνουν την επιστροφή των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η οποία θα επιτρέψει τη χαλάρωση και εν τέλει την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. «Σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αυτό θα συμβάλει στη μείωση του κόστους δανεισμού και θα διευρύνει σταδιακά την πιστοδοτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών, με θετικές επιδράσεις στη χρηματοδότηση, άρα και στις αναπτυξιακές επιδόσεις, της ελληνικής οικονομίας», συμπληρώνει.
Εξήγησε δε ότι η σταδιακή οικονομική ανάκαμψη αντανακλάται ήδη σε μια σειρά από βασικούς δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, όπως η βιομηχανική παραγωγή, οι λιανικές πωλήσεις, οι ροές μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα και οι πραγματικές εξαγωγές αγαθών.
Καταλήγοντας, ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι η Ελλάδα χρειάζεται μεγάλου ύψους ξένες άμεσες επενδύσεις. Είπε επίσης ότι οι αλλαγές πολιτικής που έχουν λάβει χώρα τα τελευταία χρόνια ευνοούν την ανάπτυξη, δημιουργώντας έτσι επικερδείς επενδυτικές ευκαιρίες.