Στο «Στάμφορντ Μπριτζ», όπου λατρεύτηκε σαν Θεός, ο Ζοσέ Μουρίνιο έζησε χθες (Κυριακή) την πιο εφιαλτική βραδιά της καριέρας του. Μετά το τέταρτο γκολ της Τσέλσι όλο το γήπεδο άρχισε να φωνάζει ρυθμικά το όνομά του. Οχι για να τον αποθεώσει, όπως παλιά, αλλά για να τον «πικάρει». Ο Πορτογάλος κοιτούσε ανέκφραστος. Τι να σκεφτόταν, άραγε; Πόσο αχάριστοι είναι οι οπαδοί, παντού και πάντα; Ή, μήπως, οτι -πλέον- δεν τον έχουν σε μεγάλη εκτίμηση ούτε εκείνοι που τους έβγαλε από την αφάνεια; Πόσω μάλλον όλοι οι άλλοι…
Ηταν μόλις η πέμπτη φορά στα 16 χρόνια του ως προπονητής -και σε 779 επίσημα ματς- που η ομάδα του δεχόταν 4+ τέρματα. Αλλά, περισσότερο από την «τεσσάρα», ήταν η χλεύη που τσαλάκωσε τον παροιμιώδη εγωισμό του. Με το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή, ο «Special One» κόλλησε το στόμα του στο αυτί του συναδέλφου του, Αντόνιο Κόντε. Οπως προκύπτει από τις δηλώσεις του ιταλού τεχνικού -που τόσο γρήγορα πήρε τη θέση του στις καρδιές των «Μπλε»-, ο Μουρίνιο τού παραπονέθηκε για τους έξαλλους πανηγυρισμούς του στο… 4-0.
Ο πορτογάλος προπονητής επιμένει να κλείνει τα μάτια του στην πραγματικότητα και να φαντάζεται εχθρούς, εκεί που δεν υπάρχουν. Χθες, του έφταιγαν τα ξεσπάσματα χαράς του Ιταλού – κι όχι οι ερασιτεχνισμοί στην άμυνα της Γιουνάιτεντ. Προ ημερών, «στο Ανφιλντ», οι στατιστικολόγοι. Σε ένα ματς στο οποίο η ομάδα του δεν κατάφερε να σταυρώσει τρίτη σωστή πάσα, ο καημός του ήταν ότι της έδωσαν ποσοστό κατοχής μπάλας 35% -το χαμηλότερο από συστάσεως Premier League- αντί για 42% που ήθελε ο ίδιος. Σε προηγούμενα παιχνίδια, έριξε το ανάθεμα στους διαιτητές και στους δημοσιογράφους. Πέρυσι, στους παίκτες της Τσέλσι που ήθελαν να τον «φάνε».
Το κάνει χρόνια, αυτό, ο Μουρίνιο. Προσπαθεί να κεντρίσει το αγωνιστικό φρόνημα των παικτών του στήνοντας ένα σκηνικό κατατρεγμού του από διαβολικές δυνάμεις που όλοι οι άλλοι δυσκολεύονται να δουν. Αλλοτε στον ρόλο του θύματος κι άλλοτε ως κατήγορος, δίνει παραστάσεις στις οποίες -σχεδόν ποτέ- δεν πρωταγωνιστεί η τεχνική ανάλυση, η ποδοσφαιρική εξήγηση των γεγονότων. Επιδιώκει να δημιουργεί εντάσεις, επειδή ο ίδιος τις έχει ανάγκη. Και, σε αυτή του την προσπάθεια, «χάνει την μπάλα».
Τα αθλητικά οπισθόφυλλα των βρετανικών εφημερίδων τη Δευτέρα. Ο εξευτελισμός του Μουρίνιο…
Δεν είναι τυχαίο. Τα μεγαλεία του τα έζησε ως «αουτσάιντερ». Οταν κατέκτησε το Champions League με την Πόρτο -κόντρα σε μεγαθήρια- και με την Ιντερ, που είχε να το σηκώσει από το 1965. Κι όταν έβαλε στο κλαμπ των πρωταθλητών Αγγλίας την παρακατιανή Τσέλσι. Αντιθέτως, εκεί που όλοι θεωρούσαν την επιτυχία υποχρέωσή του, ο Μουρίνιο απογοήτευσε. Το βάρος της πλουσιότερης ομάδας του κόσμου, της Ρεάλ Μαδρίτης, τον τσάκισε. Μόλις έφυγε από τη Μαδρίτη, η «Βασίλισσα» ανέβηκε στην κορυφή της Ευρώπης δυο φορές μέσα σε τρία χρόνια. Η δεύτερη θητεία του στην -απαιτητική, πια- Τσέλσι κατέληξε σε τραγωδία. Κάτι παρόμοιο του συμβαίνει τώρα, στο Μάντσεστερ. Η ταμπέλα του φαβορί, τον βραχυκυκλώνει.
Το έχει ομολογήσει, με τον τρόπο του. Επειτα από ένα 2-2 με την Παρί Σεν Ζερμέν, στο οποίο η Τσέλσι του έπαιζε με αριθμητικό πλεονέκτημα επί μια ολόκληρη ώρα, είχε πει: «Δεν αντέξαμε την πίεση, εμείς να παίζουμε με παίκτη παραπάνω και ο κόσμος να απαιτεί τη νίκη. Για την Παρί, ήταν εύκολο: άμυνα και πάλι άμυνα. Αυτοί δεν είχαν τίποτα να χάσουν». Αυτό, άλλωστε, δίδασκε πάντα στις ομάδες του: να αφήνουν την μπάλα στον αντίπαλο, διότι μόνον τότε δεν κινδυνεύουν.
Στην Πόρτο, στην Ιντερ και στα πρώτα του χρόνια στην Τσέλσι, αυτή ήταν η συνταγή των θριάμβων του. Αλλά στη Ρεάλ -τότε- και στη Γιουνάιτεντ -τώρα- αυτός ο… ανταρτοπόλεμος είναι κόντρα ρόλος. Ο Μουρίνιο συνθλίβεται ανάμεσα στην ανάγκη να νικά και την υποχρέωση να δικαιολογήσει το πανάκριβο ρόστερ που έχει στα χέρια του, παίζοντας θεαματικό, επιθετικό, επιβλητικό ποδόσφαιρο. Το σχέδιο που θα συνδυάζει αυτά τα δυο, δεν το έχει βρει ακόμα.
Τι ειρωνεία: σε έναν χώρο πάρκινγκ που είχε νοικιάσει κοντά στο γήπεδο της Τσέλσι, γνωστή στοιχηματική εταιρεία είχε τοποθετήσει -χθες- μια πινακίδα που έγραφε: «Ρεζερβέ για την επιστροφή του Μουρίνιο». Ο χώρος προοριζόταν -υποτίθεται- για το… πούλμαν το οποίο ο προπονητής συνηθίζει να παρκάρει μπροστά από την εστία της ομάδας του, θυσιάζοντας το θέαμα στο βωμό του αποτελέσματος. Το περιβόητο πούλμαν του Ζοσέ, όμως, δεν κυκλοφορεί πια. Εμεινε από λάστιχο.
Το πρόβλημά του δεν είναι τόσο η Γιουνάιτεντ, όσο η αποτυχία του στην Τσέλσι την περασμένη σεζόν. Αν και το χτίσιμο μιας νέας ομάδας απαιτεί υπομονή, ο ίδιος -όταν αφίχθη στο Μάντσεστερ- δεν ζήτησε πίστωση χρόνου. Αντιθέτως, μίλησε για την ανάγκη άμεσης επιστροφής της ομάδας στην κορυφή. Προφανώς, επειδή χρειάζεται την επιτυχία περισσότερο απ’ όσο η Γιουνάιτεντ. Ισως και γιατί είχε πιστέψει οτι -σε μια ομάδα με τόσο μεγάλο πορτοφόλι, διψασμένη για τίτλους- η αποστολή του θα ήταν πολύ πιο εύκολη.
Η βιασύνη του, τον αγχώνει. Η αυθεντία του αμφισβητείται. Για δεύτερη φορά στην καριέρα του, νιώθει οτι δεν είναι πιο σημαντικός από το κλαμπ στο οποίο εργάζεται. Τον συγκρίνουν, αναπόφευκτα, με τον Φέργκιουσον. Εκείνος, επί σειρά ετών, κατάφερνε να μετατρέπει τους ρολίστες σε πρωταγωνιστές. Ο Πορτογάλος -μέχρι στιγμής- κάνει το αντίστροφο. Αλλάζει διαρκώς θέσεις στον Πογκμπά, παραγκωνίζει τον Μχιταριάν, απαξιώνει τους πιο δημιουργικούς του παίκτες, του περισσεύει ο Ρούνεϊ, έχει αχρηστεύσει τον Ιμπραΐμοβιτς.
Στα 20 χρόνια της κυριαρχίας της Γιουνάϊτεντ -από το 1993 έως το 2013- ο Σκωτσέζος «έπαιρνε κεφάλια», όταν κάτι δεν πήγαινε καλά. Ενώ ο Μουρίνιο, ρίχνει το φταίξιμο στον χαρούμενο Κόντε, στις στατιστικές, στους διαιτητές και στους δημοσιογράφους που τον ρωτάνε τι πάει στραβά. Τα νεύρα του φανερώνουν πως δεν έχει -ακόμη- την απάντηση.
Επεσε και στην περίπτωση: για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία των ’70s, οι πρώτες πέντε ομάδες στη βαθμολογία συνωστίζονται σε απόσταση μόλις ενός βαθμού – και έξι δείχνουν ικανές να πάρουν τον τίτλο. Ανάμεσά τους, βεβαίως, και η Γιουνάιτεντ. Παρά την τρίτη της ήττα, κανένας δεν μπορεί να την ξεγράψει -από την ένατη αγωνιστική- με τέτοιο ρόστερ, και με έναν πανέξυπνο προπονητή που βλέπει τη φήμη του να βουλιάζει.
Το μεσοβδόμαδο παιχνίδι της Γιουνάιτεντ με τη Σίτι -για το Λιγκ Καπ- απέκτησε, ξαφνικά, ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ο Μουρίνιο δεν αντέχει άλλη τέτοια «ζημιά», ενώ ο Πεπ Γκουαρντιόλα δεν έχει καμία όρεξη να κάνει αρνητικό ρεκόρ καριέρας, μένοντας χωρίς νίκη σε έκτο διαδοχικό ματς.