Δούλεψε σε τράπεζα, υπήρξε επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας σε καζίνο, δούλεψε σε λαχαναγορές και ξενοδοχεία, μπάρκαρε σε γκαζάδικο. Ενηλικιώθηκε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε στη Γερμανία και ένιωσε τι σημαίνει να είναι ελληνας μετανάστης στη δεκαετία του ’60, να κινείσαι στο περιθώριο, ζώντας όμως στην καρδιά της Δυτικής Ευρώπης. Τα ταξίδια, οι δουλειές του ποδαριού, η συναναστροφή με ανθρώπους κάθε ράτσας, ύφους, είδους, της μέρας και κυρίως της νύχτας έγιναν το καύσιμο για να απελευθερωθεί η συγγραφική του δεινότητα. Χωρίς ποτέ να αφήσει εκτός του συγγραφικού του ιδιώματος το χιούμορ του.
Ο Αντώνης Σουρούνης, εργάστηκε εντατικά, χωρίς να πουλάει, να επιδεικνύει τον ιδρώτα του. Αλλωστε για τον ίδιο όλη αυτή η περιπέτεια ήταν μέρος του παιδικού ονείρου: να γίνει συγγραφέας. Κρυπτικός, ηδονιστής, δοτικός στη σκοτεινή πλευρά, ήταν ένας από τους συγγραφείς αρμούς της στέρεης μεταπολεμικής λογοτεχνίας που δεν κατέφυγε σε ευκολίες και απέφυγε κάθε τι το περισπούδαστο. Ο θάνατός του την Τετάρτη 5 Οκτωβρίου -που ανακοινώθηκε μόλις αργά το πρωί της Πέμπτης από την Εταιρία Ελλήνων Συγγραφέων- δείχνει ακριβώς το πώς επέλεξε να ζήσει.
Εδώ και χρόνια άρρωστος, έφυγε σε ηλικία 74 ετών, έχοντας επιστρέψει πριν από χρόνια στη Θεσσαλονίκη, τη γενέτειρά του, μετά από μερικές δεκαετίες παραμονής στην Αθήνα. Εξάλλου στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησαν όλα, όταν πήγαινε δευτέρα δημοτικού. Όταν ο δάσκαλος διάβασε στην τάξη ένα χρονογράφημα από κάποια εφημερίδα και ο Σουρούνης αποφάσισε ακαριαία, 7 ετών μόλις, πως αυτό ήθελε να κάνει στη ζωή του, να γράφει. Οι εκθέσεις του ξεχώρισαν αμέσως αν και ο ίδιος έλεγε πως η πρόσβασή του στα βιβλία δεν ήταν μεγάλη, παρά μόνο στα αστυνομικά του συρμού που διάβαζε ο σμυρνιός πατέρας του. Βιβλιοθήκη είδε σε μεγάλη ηλικία, στο σπίτι μιας φίλης, περίπου 28 χρονών ήταν τότε. «Τότε διάβασα για πρώτη φορά ποίηση και τρελάθηκα. Κάτι ποιητές των αρχών του αιώνα. Έπιανα αυτά τα βιβλία με το σκληρό εξώφυλλο στα χέρια μου και τα ευχαριστιόμουνα», έλεγε το 2007 σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» της Κύπρου.
Ολοκληρώνοντας το σχολείο πήγε κοντά στους γονείς του στη Γερμανία και σπούδασε κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Κολωνίας, του Σααρμπρύκεν και του Ίνσμπρουκ στην Αυστρία. Δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του Ως το 1970 έζησε στην Φρανκούρτη, ενώ ένα χρόνο πριν, το 1969 κυκλοφόρησετο πρώτο του βιβλίο, το «Ένα αγόρι γελάει και κλαίει». Ακολούθησαν Οι συμπαίχτες (1977), Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι (1985), Πάσχα στο χωριό (1991), Ο χορός των ρόδων (1994), Γκας ο γκάνγκστερ (2000), Το μονοπάτι στη θάλασσα (2006). Παραμύθι: Το μπαστούνι (1983). Διηγήματα: Μερόνυχτα Φραγκφούρτης (1982), Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου (1983), Υπ’ όψιν της Λίτσας (1992), Μισόν αιώνα άνθρωπος (1996), Κυριακάτικες ιστορίες (2002), Νύχτες με ουρά (2010). Επίσης, συμμετείχε μαζί με τους Μουρσελά, Σκούρτη, Τατσόπουλο στο συλλογικό μυθιστόρημα Το παιχνίδι των τεσσάρων (1998), ενώ μια περίοδο αρθρογραφούσε στην εφημερίδα Το Βήμα.
Εγραφε νωρίς, αχάραγα. Ξυπνούσε γύρω στις 3 το πρωί, μες τη νύχτα και έγραφε ως τις 10 με 11 το πρωί. Όταν ζούσε κοντά στη θάλασσα έβγαινε έξω να δει τα αστέρια πριν κοιμηθεί νωρίς το βράδυ. Αγαπούσε τον ουρανό και τη θάλασσα που την έζησε πραγματικά και όχι μόνο ιδεατά, ως ναυτικός. «Όλη η φιλοσοφία στη θάλασσα είναι πάνω στη λαμαρίνα, στο κατάστρωμα. Είναι αυτό που λέει ο Καββαδίας: “Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει”. Αυτό είναι μεγάλη αλήθεια» έλεγε ο Αντώνης Σουρούνης στη συνέντευξη στον Φιλελεύθερο. «Όταν μπεις στο βαπόρι επάνω δεν έχει μείνει τίποτε στη στεριά. Τίποτε! Τα ξεχνάς όλα, έχουνε φύγει όλα, έχουνε χαθεί. Όπως χάνεται η στεριά και βλέπεις μόνο θάλασσα, έτσι γίνεται και μέσα σου, μέσα σου γίνονται όλα νερό. Δεν υπάρχει τίποτα. Έτσι είναι και με τη σχέση. Όσο σκέφτεσαι και υποφέρεις, και θυμάσαι, και αναπολείς τις μέρες και τις νύχτες που έζησες με την αγαπημένη σου, δεν μπορείς να ησυχάσεις` είσαι συνέχεια αναστατωμένος. Μπορεί να κλαις κιόλας. Από την ώρα όμως που θα πεις “με γεια της, ας πάει στο καλό” – να της δώσεις δηλαδή και την ειλικρινή ευχή σου μέσα σου-από εκείνη την ώρα ηρεμείς. Ησυχάζεις.»
Τα βιβλία του αγαπήθηκαν πολύ, διαβάστηκαν από δεκάδες χιλιάδες, έκαναν επανεκδόσεις. Ομως ένα εξ αυτών, το «Ο χορός των Ρόδων» έγινε σταθμός στην συγγραφική του παραγωγή, καθώς μετέφερε ουσιαστικά τα βιώματα του από την εποχή που ήταν επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας σε καζίνο και τιμήθηκε το 1995με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματο. Εγραφε ο σπουδαίος Δημήτρης Μαρωνίτης για το μυθιστόρημα αυτό: «Πρόκειται για γεννημένο παραμυθά, που ξέρει να παίζει καλά με τις ευκολίες και τις δυσκολίες της αφήγησής του, όπως οι ήρωες του βιβλίου του παίζουν τη ρουλέτα. Κρατώντας σταθερά το σπάγκο της διήγησης στο χέρι, τον αμολά ή τον τραβά, κι όχι μονάχα εκεί που το περιμένεις».
Και ο θάνατος; Δεν τον φοβόταν, έτσι έλεγε. Δεν τον φοβόταν ακριβώς επειδή αγαπούσε πολύ τη ζωή και επειδή πίστευε ότι δεν θα πεθάνει πριν γράψει τα βιβλία που πρέπει. Αν και ναι, είχε έρθει μερικές φορές αντιμέτωπος με τον θάνατο: «Ειδικά μια φορά στην Αμερική που χτύπησα στο βαπόρι και δύο χρόνια περίμεναν οι γιατροί να δουν μήπως ανέβει κανένα κοκκαλάκι επάνω στο πρόσωπό μου, μήπως έχω ελπίδα να ζήσω. Εγώ ήξερα πως δεν θα πεθάνω, ήμουν καλά, μόνο που ήμουνα μπαταρισμένος στα μούτρα. Έκανα μπάνιο κάθε πρωί ταχυδαχτυλουργικά, και όλοι οι άλλοι έλεγαν «το καημένο το παιδί, θα πεθάνει», έλεγε ο ίδιος.
Ισως δεν τον φοβόταν και επειδή κάθε του κείμενο, έφερε μέσα έναν κώδικα αναστάσιμο. «Γιατί θέλω κι εγώ να ανασταίνομαι. Σου είπα πως έκοψα το τσιγάρο, ε; Την δεύτερη μέρα του Πάσχα που ξύπνησα ξημερώματα και λέω εντάξει ο Χριστός αναστήθηκε, εγώ τι σκατά κάνω, δεν θα αναστηθώ κι εγώ; Γιατί ήμουνα μέσ’ σε τάφο όταν έφυγα από δω και πήγα στη θάλασσα, μέσ’ την κάσα πήγα, ήμουν πεθαμένος. Από κάθε άποψη, σωματικά, πνευματικά, ψυχικά… ήμουνα λιώμα! Γι’ αυτό τα μάζεψα, δεν μπορούσα να μιλήσω και με άνθρωπο εδώ, μάλωνα με όλο τον κόσμο. Ε κι όταν ξύπνησα εκεί το πρωί και είπα ότι πρέπει κι εγώ να αναστηθώ, το πρώτο που είπα στον εαυτό μου ήταν σήμερα δεν θα πιω τίποτα. Και μου απάντησε ο εαυτός μου “σιγά ρε μεγάλε, όλα δύσκολα διαλέγεις εσύ”. Οπότε είπα να κάνω και κάτι άλλο και να μην καπνίσω όλη μέρα. Περνάει η μέρα τίποτα, ούτε τσιγάρο. Έρχεται η άλλη μέρα, τίποτα. Κι έφυγε έτσι. Σαν ένα ρούχο που πολυφορέθηκε, έλιωσε πάνω μου όπως και οι αμαρτίες οι άλλες. Όλα τα κρίματα έτσι πέφτουνε. Δεν φεύγουν με ταρατατζούμ. Τη στιγμή που τα βαριέσαι και λες “μα γιατί τα ‘χω επάνω μου, γιατί τα ‘χω πάνω στο κεφάλι μου”, χάνονται!» έλεγε σε συνέντευξή του στην Ελένη Γκίκα στο Index.
*Η κηδεία του θα γίνει σήμερα Πέμπτη 6 Οκτωβρίου στις 4.00 το απόγευμα, στην Αγία Αναστασία Θεσσαλονίκης (κάτω από τα κοιμητήρια). Πηγή: www.lifo.gr