Στις δεκαετίες των ’90 και των ’00 η Ελλάδα έγινε μια μικρή Ανατολική Γερμανία. Η Αννα Βερούλη στους Ολυμπιακούς του Λος Αντζελες το 1984 είχε πιαστεί ντοπέ να έχει κάνει χρήση νανδρολόνης και είχε σταλεί πίσω στην Ελλάδα. Στην τελευταία όμως δεκαετία του 20ου αιώνα και την πρώτη του 21ου η κατάσταση στον ελληνικό αθλητισμό και τον στίβο είχε ξεφύγει. Ο λόγος ήταν το χρήμα.
Στην Ελλάδα, Ολυμπιονίκης θεωρείτο όποιος είχε τερματίσει μέχρι την όγδοη θέση. Ο έλληνας Ολυμπιονίκης φτιαχνόταν για την υπόλοιπη ζωή του. Eνα χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του 2004 αποτιμάτο από το ελληνικό Δημόσιο σε 190.756 ευρώ, με το ασημένιο 132.062 και το χάλκινο 102.715. Τελειώνοντας με τον όγδοο που έπαιρνε το… ταπεινό ποσόν των 29.347 ευρώ. Ο χρυσός Ολυμπιονίκης μπορούσε να περιμένει κάποια μεγάλη χορηγία, να νοιώθει εξασφαλισμένος με την αργομισθία σαν αξιωματικός των ενόπλων δυνάμεων και να τυγχάνει της προβλεπόμενης δημοσιογραφικής ασυλίας.
Ακόμα και να πιανόταν ο Ολυμπιονίκης στα πράσα, μπορούσε να βασίζεται σε έναν φιλικό, υποταγμένο Τύπο, που θα εξέφραζε τη βεβαιότητα του ότι το ελληνόπουλο ήταν αθώο. Και κάθε άλλη γραμμή είχε καταρρεύσει μπορούσε να περιμένει την τελευταία γραμμή δημοσιογραφικής άμυνας «…αφού όλοι παίρνουνε». Η γραμμή βέβαια ότι «όλοι παίρνουνε» σήμαινε πως παίρνουνε και όλοι οι έλληνες αθλητές, ανεξαρτήτως αν έχουν πιαστεί ντοπέ – ήταν μια φυσική προέκταση του σκεπτικού, που αποφεύγετο να εξεταστεί. Αυτοί όμως που ήξεραν δεν είχαν πρόβλημα να μιλήσουν.
«Μια θεραπεία στοιχίζει γύρω στα δύο εκατ. δραχμές τον χρόνο. Ενα φτωχό παιδί δεν έχει τέτοια λεφτά. Ούτε και ένας σύλλογος αν δεν τα πάρει από την ομοσπονδία». Την φράση μου είχε πει ένας έλληνας πρωταθλητής της κολύμβησης σε αγώνες στην Κύπρο λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς του 2000 στο Σίδνεϊ. Δεν το ξέχασα, αφού εξηγεί την αλυσίδα ύπαρξης του ντόπινγκ. Για να υπάρξει ντόπινγκ χρειάζεται να υπάρχει ένα κράτος που θα δίνει τα λεφτά και μετά τις απαραίτητες ενδιάμεσες στάσεις να καταλήγουν στον προπονητή που θα τα αξιοποιήσει. Χωρίς κρατικά λεφτά ντόπινγκ δεν υπάρχει. Οπως και χωρίς οικονομικά κίνητρα. Ενώ είναι επόμενο ένας αθλητής να διακινδυνεύει την υγεία του για να αποκατασταθεί διά βίου, είναι απίθανο να το κάνει για τον κότινο της νίκης.
Η υπόθεση της αφαίρεσης των χάλκινων μεταλλίων της Πηγής Δεβετζή από το Παγκόσμιο της Οσάκα του 2007 και τους Ολυμπιακούς του Πεκίνου αφορά μια μακρινή εποχή. Μερικοί τίτλοι «Σοκ από την αφαίρεση του μεταλλίου», οι απαραίτητες δηλώσεις αθωότητας από την Δεβετζή και τον δικηγόρο της και η ζωή συνεχίζεται. Οι ελληνάρες του 2004 έχουν σοβαρότερα προβλήματα για να ασχοληθούν.