Πώς σκέφτεται ένα γερασμένο «σκαθάρι»; Ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ, ένας από τους δύο εν ζωή Beatles, αυτοβιογραφήθηκε μέσα από μια συζήτηση-ποταμό με τον δημοσιογράφο Πολ ντι Νόιερ, η οποία έγινε βιβλίο με τίτλο «Conversations with McCartney». Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου στα ιταλικά, η εφημερίδα La Repubblica παρουσίασε μερικά απολαυστικά αποσπάσματα.
Το ράδιο στο σπίτι
«Στον πατέρα μου άρεσε να φτιάχνει ραδιόφωνα με γαληνίτη. Μετά τον πόλεμο πωλούνταν πολλά τέτοια ραδιόφωνα, όλοι τα έφτιαχναν. Κάποια στιγμή οι δικοί μου αγόρασαν ένα ωραίο, μεγάλο ραδιόφωνο που εμείς τα παιδιά ακούγαμε καθισμένοι στο πάτωμα. Ο μπαμπάς βρήκε και δυο ζευγάρια ακουστικά για μένα και τον αδελφό μου: είχαν περισσέψει από τον στρατό. Το πιο ωραίο πρόγραμμα ήταν το Family Favourites, είχε αφιερώσεις για τους στρατιώτες που ήταν στο εξωτερικό. Ήταν ένα είδος hit parade, άκουγες τους πιο δημοφιλείς δίσκους. Θυμάμαι το “I’ll be home” του Πατ Μπουν (1956), ήταν καταπληκτικός. Μετά έπαψε να μου αρέσει ο Πατ Μπουν, αλλά εκείνος ο δίσκος του μου αρέσει ακόμη, είναι ένα ωραίο τραγούδι που μιλάει για έναν στρατιώτη: “Θα γυρίσω πίσω αγάπη μου…”. Επειτα ήρθε η τηλεόραση. “Δεν υπάρχει τίποτε καλό στην τηλεόραση, είναι απαίσιο πράγμα, καταστρέφει την τέχνη της συζήτησης” έλεγαν οι γονείς μας. Κάποιοι το λένε ακόμα και ίσως να έχουν δίκιο. Αλλά εμείς επιμέναμε: “Ελα μπαμπά, όλοι έχουν”. Ετσι, στην ενθρόνιση της Ελισάβετ όλη γειτονιά πήγε να αγοράσει τηλεόραση. Και οι κεραίες φύτρωσαν σαν τα μανιτάρια»
Η συμβουλή του πατέρα
«Επαιξε μεγάλο ρόλο το γεγονός ότι το Λίβερπουλ ήταν λιμάνι. Οι ναυτικοί έφερναν δίσκους με μπλουζ από τη Νέα Ορλεάνη και άλλα μέρη, μπορούσες να ακούσεις αφρικάνικη μουσική ή καλύψο χάρις στην κοινότητα από την Καραϊβική που νομίζω ότι ήταν η πιο παλιά στην Αγγλία. Με όλες εκείνες τις επιρροές, από το ραδιόφωνο στο σπίτι ως τους ναυτικούς και τους μετανάστες, το Λίβερπουλ ήταν ένα πραγματικό μουσικό χωνευτήρι. Οι πρώτες αναμνήσεις ήταν από τον πατέρα μου που έπαιζε πιάνο στο σπίτι. Η δουλειά του ήταν να πουλάει βαμβάκι και είχε μάθει να παίζει πιάνο μόνος του όταν ήταν μικρός. Ηταν και σε ένα συγκρότημα που λεγόταν Jimmy Mac’s Jazz Band. Όταν ήμασταν μικροί εγώ ξάπλωνα στο χαλί και τον άκουγα να παίζει ενώ εκείνος έπαιζε το “Stairway to Paradise” του Πολ Γουάιτμαν ή το “Lullaby of the Leaves” ή και δικά του κομμάτια. Ηταν καταπληκτικός. Και μου έλεγε: “Μάθε να παίζεις πιάνο για να σε καλούν στις γιορτές”».
Λίγα μαθήματα πιάνου
«Ηταν το 1956. Είχαμε τηλεόραση και μια μέρα ακούσαμε αυτήν την είδηση: “Τεντιμπόηδες και ροκάδες κατέστρεψαν μερικούς κινηματογράφους στη Λονδίνο. Και να ποια ήταν η αιτία της καταστροφής: One-two-three o’clock, four o’clock rock…”. Η αιτία της επίθεσης ήταν δηλαδή το “Rock Around the Clock” των Bill Haley & HisComets. Το τραγούδι ακουγόταν στην ταινία «Η ζούγκλα του μαυροπίνακα» που προβαλλόταν τότε στη Μεγάλη Βρετανία. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα να με διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα. Αυτό είναι για μένα! Αλλά είμαι πρωτόγονος. Δεν θέλω να μάθω μουσική, δεν μ’ αρέσει, είναι πολύ δύσκολο και μοιάζει με τα μαθήματα. Αυτό ήταν που με έκανε να μην θέλω πια να μάθω πιάνο. Τη στιγμή που έδιναν κάτι για να το μελετήσω στο σπίτι, χάνονταν τα πάντα. Μισούσα τη μελέτη στο σπίτι. Δεν άντεχα τη δασκάλα του πιάνου όταν μου έλεγε πράγματα του τύπου “μάθε αυτά τα τέταρτα”. Αγαπούσα τη μουσική, αλλά δεν πήγα παραπέρα από εκείνα τα μαθήματα».
Με δάσκαλο τον Ρίνγκο
«Στην αρχή πίναμε μπέρμπον με 7Up, δηλαδή αυτό που έπινε ο Ρίνγκο, ο οποίος ήταν ο πιο ψαγμένος απ’ όλους μας. Πάντα ήταν. Εάν υπήρχε κάτι αμερικάνικο, όπως τα τσιγάρα Lark, εκείνος το ήξερε. Από τον τρόπο που ζούσε, ο Ρίνγκο έμοιαζε με αμερικανό στρατιώτη. Είχε μια αμαξάρα, ένα Ford Zephir Zodiac, όλοι οι άλλοι είχαμε κάτι σαραβαλάκια. Ηταν πιο μεγάλος από εμάς, άφησε μούσι, είχε κοστούμι. Και είχε και στυλ. Επινε Τζακ Ντάνιελς ή μπέρμπον, εγώ δεν ήξερα καν τι είναι το μπέρμπον. Αρχίσαμε να πίνουμε μπέρμπον με λεμονάδα, μετά περάσαμε στο ουίσκι με Κόκα. Ουίσκι με Κόκα. Αυτό ήταν το ποτό του rock and roll».
Η συνάντηση με τον Ντίλαν
«Θυμάμαι ότι πήγαμε να βρούμε τον Ντίλαν στο Mayfair Hotel. Αυτός στο πίσω δωμάτιο, ενώ εγώ, ο Μπράιαν Τζόουνς, ο Κιθ Ρίτσαρντς και κανά δύο τύποι ακόμη περιμέναμε στο διπλανό δωμάτιο. Μπήκαμε έπειτα από καμία ώρα όταν ήρθε η σειρά μας. Ηταν σαν έπρεπε να δώσουμε τα διαπιστευτήριά μας. Ετσι συναντούσε κόσμο ο Ντίλαν. Του έπαιξα ένα κομμάτι από το άλμπουμ “Sgt. Pepper” κι αυτός είπε: “Κατάλαβα, δεν θέλετε πια να είστε χαριτωμένοι”. Ηταν τέλειο κομμάτι. Η “χαριτωμένη” περίοδος είχε τελειώσει. Ο Ντίλαν είχε φέρει την ποίηση στους στίχους και ο Τζον είχε γράψει το “You’ve Got to Hide Your Love Away”, ένα κομμάτι πολύ στο στυλ του Ντίλαν. Μας είχε επηρεάσει βαθιά κι αυτός είχε επηρεαστεί πολύ από εμάς. Είχε ακούσει το “I Want to Hold Your Hand” γιατί ήταν νούμερο ένα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το τραγούδι έλεγε «I can’t hide”, “I can’t hide, I can’t hide” (“Δεν μπορώ κρυφτώ”). Αλλά εκείνος άκουγε “Ι get high, I get high, Ι get high” (“Φτιάχνομαι”). “Το λατρεύω αυτό το κομμάτι φίλε” μου είπε. Του εξήγησα»
Ολοι εναντίον της Λίντα
«Την υποτιμούσαν. Ολοι υποτιμούσαν τη Λίντα. Και είναι περίεργο γιατί δεν μπορείς να την απορρίψεις έτσι εύκολα. Είναι ένα κορίτσι γεμάτο ταλέντο. Ολοι υποβίβαζαν τα φωνητικά της χαρίσματα: “Είναι παράφωνη” έλεγαν. Θα είμαι ειλικρινής, κάποια στιγμή άρχισα να τους ακούω: “Κι αν έχουν δίκιο; Ξέρω ότι δεν είναι η καλύτερη τραγουδίστρια στον κόσμο”. Αλλά πάντα μου άρεσε να τραγουδάω μαζί της, αισθανόμουν πολύ κοντά της: είναι η γυναίκα μου».
«Ετσι κάνουν όλοι»…
«Κάποια στιγμή αρχίσαμε να διαλυόμαστε. Κάποιες συναντήσεις μας ήταν καταστροφικές, εγώ εκνεύριζα ιδιαίτερα τον Τζορτζ. Τσακωνόμασταν. Τσακωνόμασταν επειδή είχαμε γίνει πια άνδρες. Και τα αρσενικά ζώα κάνουν έτσι. Όταν ενηλικιώνονται, αρχίζουν και συγκρούονται. Αυτή είναι η εξήγησή μου, είναι ένα ζωώδες ένστικτο που μας καθοδηγεί. Ετσι κάνουν τα αρσενικά στη φύση».
Ο απολογισμός του Πολ
«Για φτωχόπαιδο από το Λίβερπουλ δεν τα κατάφερα κι άσχημα. Πρέπει να πω ότι δεν έχω γνωρίσει καλύτερα άτομα από αυτά στο Λίβερπουλ – κι έχω γνωρίσει πολλά, μεταξύ των οποίων και τον πρωθυπουργό αυτής της χώρας αλλά και πρωθυπουργός άλλων χωρών. Κανείς από αυτούς δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε από μακριά με κάποια άτομα από την ιδιαίτερη πατρίδα μου. Προσπάθησα να γνωρίσω καλύτερους ανθρώπους, πιο εντάξει, πιο σοφούς, αλλά δεν τους βρήκα ποτέ. Γνώρισα πιο αλλόκοτους ανθρώπους. Αλλά στο τέλος-τέλος όταν έλεγαν “δεν θα βρεις εκεί την ευτυχία αγαπητέ μου” είχαν δεν δίκιο, έτσι δεν είναι;».