Οι Αγγλοι… ανακάλυψαν τις μετεγγραφές -πρακτικά- μόλις το 1992. Ηταν η χρονιά που ιδρύθηκε η Premier League και η τηλεόραση άρχιζε να βάζει το χέρι βαθιά στην τσέπη για τα δικαιώματα μετάδοσης των αγώνων της. Πλέον, οι αγγλικοί σύλλογοι -όχι μόνον οι ανέκαθεν εύποροι- είχαν την οικονομική δυνατότητα να ακολουθήσουν αυτή τη «μόδα» που ερχόταν από την ηπειρωτική Ευρώπη.
Κάποιοι βιάστηκαν. Η Μπλάκμπερν Ρόβερς -του Κένι Νταλγκλίς- για παράδειγμα, δαπάνησε περίπου δέκα εκατομμύρια ευρώ (αγοράζοντας, μεταξύ άλλων, τον «κανονιέρη Αλαν Σίρερ), για να ανταγωνιστεί τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Μιλάμε για «τρελό» ποσό, εκείνη την εποχή. Το Πρωτάθλημα το πήρε, το 1995, όμως ύστερα… την πήρε και τη σήκωσε. Τα χρήματα από την τηλεόραση ήταν πολλά, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, αλλά… ψίχουλα μπροστά στα δισεκατομμύρια που άρχισαν να χορεύουν περίπου δυο δεκαετίες αργότερα.
Τα κανάλια πλήρωναν όλο και πιο πολλά, οι αγγλικές ομάδες ξόδευαν όλο και περισσότερα, το Πρωτάθλημα γινόταν ακόμη πιο ανταγωνιστικό – και ακριβότερο για τα κανάλια. Φαύλος κύκλος. Για να φτάσουμε, σήμερα, σε δυο αλληλένδετα ρεκόρ: σε μια τηλεοπτική σύμβαση αξίας 5,1 δισ. λιρών (περίπου 6 δισ. ευρώ) μόνο για τα δικαιώματα μετάδοσης στη Βρετανία, και σε ένα μετεγγραφικό παζάρι που έσπασε το φράγμα του ενός δισεκατομμυρίου (λιρών).
Η εξήγηση για το πρώτο ρεκόρ είναι οτι η Premier League βρίσκεται, πια, στην κορυφή της ζήτησης, στην παγκόσμια αγορά αθλητικού τηλεοπτικού θεάματος. Οι αγώνες της μεταδίδονται σε 212 χώρες και σε 643 εκατομμύρια σπίτια, και το (δυνητικό) τηλεοπτικό κοινό τους είναι 4,7 δισεκατομμύρια άνθρωποι.
Η εξήγηση για το δεύτερο ρεκόρ είναι οτι τα εύκολα λεφτά, εύκολα ξοδεύονται. Ως απόλυτος αριθμός, το ποσό των 1,4 δισ. ευρώ που κόστισαν -συνολικά- τα ψώνια των 20 συλλόγων της Premier League αυτό το καλοκαίρι, δεν… χωνεύεται με τίποτα. Προσέξτε: μιλάμε μόνο για αγορές παικτών, όχι και για τα χρήματα που θα εισπράξουν οι ίδιοι. Αλλά, αν σκεφτούμε οτι τα περίπου 40 εκατομμύρια ευρώ που δαπάνησαν -όλες μαζί- οι ελληνικές ομάδες για νέους παίκτες, αντιστοιχούν στο 100% των χρημάτων που καταβάλλει η Nova στη φτωχή μας Σούπερ Λιγκ, η αίσθηση αλλάζει εντελώς.
Με το όριο στην… πιστωτική τους κάρτα -της TV- να έχει εκτοξευθεί, οι αγγλικοί σύλλογοι πλήρωσαν πανάκριβα ποδοσφαιριστές που αξίζουν πολύ λιγότερα – ή που δεν χρειάζονταν, καν. Τους αγοράζουν, κι έπειτα δεν ξέρουν τι να τους κάνουν. Η Τσέλσι μετράει σήμερα… 63 παίκτες. Ο Κόντε χρειάζεται μόλις 25, οπότε τους 38 τους έχει δώσει δανεικούς, δεξιά κι αριστερά.
Ο συνήθως εγκρατής Βενγκέρ βρέθηκε με έξι αμυντικούς χαφ, ενώ στο σύστημα με το οποίο αγωνίζεται η Αρσεναλ, «χωράνε» δυο. Ετσι, την τελευταία ημέρα των μετεγγραφών δάνεισε στην Μπόρνμουθ τον Γουίλσιρ, ο οποίος θα έπαιζε βασικός στις περισσότερες ομάδες της Ευρώπης.
Η Μπόρνμουθ -μιας και τη μελετήσαμε-, αυτό το… χωριό με το γήπεδο των 12.000 θέσεων που μόλις πριν από μια εξαετία βρέθηκε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, ξόδεψε εφέτος 20 εκατομμύρια ευρώ για έναν… συμπαθητικό 20χρονο παίκτη της Λίβερπουλ (τον Τζόρντον Αϊμπ).
Ακόμη και η νεοφώτιστη Χαλ, που τα οικονομικά της προβλήματα έφεραν στην πόρτα της κινέζους επιχειρηματίες, υπέκυψε στον πειρασμό: ξόδεψε πάνω από 20 εκατ. ευρώ για να πάρει έναν τερματοφύλακα από τη Β’ Κατηγορία (τον Μάρσαλ), έναν αναπληρωματικό της Τότεναμ (τον Μέισον), και έναν νεαρό (τον Κιν) που δεν έπαιξε ποτέ στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Η Γουέστ Χαμ, που πέρυσι έκανε εκπληκτική σεζόν και εξασφάλισε ευρωπαϊκό εισιτήριο, πήρε… τέσσερις σέντερ φορ, χωρίς να πουλήσει (ή να δανείσει) ούτε έναν από αυτούς που ήδη είχε στο ρόστερ της. Η Αστον Βίλα, που υποβιβάστηκε στην Championship, δαπάνησε πάνω από 30 εκατ. ευρώ και έσπασε το δικό της ρεκόρ. Το ίδιο συνέβη με 13 από τους 20 συλλόγους της Premier League. Η πρωταθλήτρια Λέστερ, μάλιστα, το κατέρριψε τρεις φορές. Που σημαίνει οτι, μέσα σε λίγες ημέρες, πραγματοποίησε τις τρεις ακριβότερες μετεγγραφές στην ιστορία της.
Εχει δίκιο ο Κλοπ, ο οποίος -όσο πιο κομψά μπορούσε- έκανε λόγο για ψύχωση των Αγγλων με τις μετεγγραφές, και είπε ότι περιμένει «πώς και πώς» να τελειώσει το παζάρι. Η φετινή εκπομπή του SkySports, με την παραδοσιακή αντίστροφη μέτρηση της τελευταίας ημέρας των μετεγγραφών, ξεπέρασε κάθε προηγούμενο στην τηλεθέαση. Σε σχετική έρευνα, άλλωστε, επτά στους δέκα άγγλους φιλάθλους είχαν δηλώσει εκ των προτέρων ότι θα παρακολουθήσουν τουλάχιστον ένα μέρος της.
Τα περισσότερα, βεβαίως, τα ξόδεψαν οι δυο ομάδες του Μάντσεστερ, οι οποίες ήταν αποφασισμένες να ικανοποιήσουν όλες τις επιθυμίες των χρυσοπληρωμένων προπονητών τους. Η Σίτι του Γκουαρντιόλα έδωσε 212,8 εκατ. ευρώ, και η Γιουνάιτεντ του Μουρίνιο, 185 εκατ. ευρώ. Ακολούθησαν, η Τσέλσι (134,8), η Αρσεναλ (113) και η Λίβερπουλ (79,9). Ομως, αν συνυπολογίσουμε και τα έσοδα από ποδοσφαιριστές που παραχώρησαν, τη μεγαλύτερη δαπάνη (σε ολόκληρη την Ευρώπη) την έκανε η Γιουνάιτεντ (177,4 εκατ. ευρώ), με δεύτερη τη Σίτι (146,25 εκατ. ευρώ).
Στον κατάλογο με τα «καθαρά» έξοδα (αγορές μείον πωλήσεις), έξι σύλλογοι της πρώτης δεκάδας είναι από την Αγγλία. Η Ιντερ (104 εκατ. ευρώ), η Μπαρτσελόνα (89) και η Ατλέτικο Μαδρίτης (47) είναι οι τρεις μεγάλοι της ηπειρωτικής Ευρώπης που κινήθηκαν κάπως. Η Γιουβέντους, αν και φαίνεται πως ξόδεψε 162,5 εκατ. ευρώ, στην ουσία δεν έβγαλε από το ταμείο της παρά 1,2 εκατομμύρια.
Αλλά το… highlight της μετεγγραφικής περιόδου είναι αυτό που συνέβη με τη Ρεάλ Μαδρίτης, την πλουσιότερη ομάδα του κόσμου: έδωσε 30 εκατ. ευρώ για να πάρει πίσω τον Μοράτα, και εισέπραξε 34,5 εκατ. ευρώ (κυρίως από τον Χεσέ, τον οποίο πούλησε στην Παρί με 25 εκατ. ευρώ). Για να βρούμε το προηγούμενο καλοκαίρι που η Ρεάλ δεν ξόδεψε «μια», θα πρέπει να γυρίσουμε πολύ πίσω, στη δεκαετία των ’90s.
Ο λόγος είναι ο Ζινεντίν Ζιντάν. Ο προπονητής της «Βασίλισσας» ήθελε τον Πολ Πογκμπά, όμως με τα μισά χρήματα απ’ όσα -τελικώς- κόστισε. Πήρε τον Μοράτα, επειδή είναι καλύτερος από τον Χεσέ, και πούλησε τον Χεσέ – περίπου στα ίδια λεφτά. Ο Φλορεντίνο Πέρεθ, αντιθέτως, παζάρευε να πουλήσει τον Μοράτα, πιστεύοντας οτι θα μπορούσε να βγάλει λεφτά. Για πρώτη φορά στη Ρεάλ επικράτησε η ποδοσφαιρική λογική, του προπονητή, κι όχι η επιχειρηματική, του προέδρου της, που το μυαλό του το είχε πάντα στην «μπίζνα».
Αγγλία, Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία και Γαλλία ξόδεψαν -συνολικά- 3.296.921.500 ευρώ. Ρεκόρ μετεγγραφικής δαπάνης είχαμε και στην Ιταλία και τη Γερμανία. Οχι τόσο επειδή υπήρχε διάθεση για ακριβά ψώνια, όσο γιατί οι τιμές ανέβαιναν στα ύψη μόλις κάποιος αγγλικός σύλλογος έμπαινε στη συζήτηση για τον παίκτη.
Οι Αγγλοι θα συνεχίσουν να οδηγούν αυτή την «παράνοια» των μετεγγραφών και τα επόμενα χρόνια. Τα ιλιγγιώδη έσοδα του πρωταθλήματός τους, δεν είναι «φούσκα». Είναι πραγματικά λεφτά, γνήσια χαρτονομίσματα, τα οποία θα εξακολουθήσουν να εισρέουν στο ορατό μέλλον. Και οι ευρωπαϊκές ομάδες που θα μπορούν να τους συναγωνιστούν, θα είναι μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού.