Εξι και πλέον χρόνια μετά την ψήφιση του πρώτου μνημονίου το ανεξάρτητο Γραφείο Εσωτερικής Αξιολόγησης του ΔΝΤ τονίζει σε μελέτη του ότι το Ταμείο δέχτηκε να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα ενώ η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους δεν θεωρούνταν αρκετά πιθανή, ενώ δεν είχε συζητηθεί ανοιχτά η αναδιάρθρωση του χρέους σαν εναλλακτική λύση.
Σύμφωνα με την μελέτη του Γραφείου, στο εσωτερικό του Ταμείου εκφράζονταν διαφορετικές εκτιμήσεις σχετικά με το αν ήταν απαραίτητη μια άμεση ελάφρυνση του χρέους και αυτό πριν εμπλακεί ενεργά το Ταμείο στην ελληνική κρίση.
Οπως αναφέρεται στην έκθεση (pdf), το Ταμείο παρέμενε διαιρεμένο σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Ορισμένα στελέχη πίστευαν ότι θα πρέπει να υπάρξει αναδιάρθρωση όταν θα το επέτρεπαν οι συνθήκες (το αποκαλούμενο «Σχέδιο Μπλανσάρ») όμως ακόμα κι αυτή η ιδέα δεν ενεργοποιήθηκε επιχειρησιακά έως τα τέλη του 2011.
«Αυτή η απουσία συζήτησης ίσως λειτούργησε ενάντια στην πλήρη εκμετάλλευση αυτών των ευκαιριών», επισημαίνει το Ταμείο, ενώ έδωσε την εντύπωση ότι ο οργανισμός φερόταν με διαφορετικό τρόπο στα ευρωπαϊκά κράτη.
Το 2010 το ΔΝΤ χρειάστηκε να τροποποιήσει τον κανονισμό του ώστε να εγκρίνει την χρηματοδότηση της ελληνικής πλευράς, παρά το υψηλό και (κατά τα φαινόμενα) μη βιώσιμο χρέος της. Αυτό έγινε χωρίς να εξεταστούν οι πιθανές συνέπειες από μια τέτοια ενέργεια.
Το πρώτο Μνημόνιο περιγράφεται πολύ χαρακτηριστικά σαν πρόγραμμα που βρισκόταν «στην κόψη του ξυραφιού» και βασιζόταν σε μία σειρά «αισιόδοξων εικασιών». Μάλιστα, πρώην στέλεχος του ΔΝΤ δήλωσε στο Γραφείο ότι οι αναλυτές του ΔΝΤ είχαν καταβάλει τόσο μεγάλη προσπάθεια να παρουσιάσουν στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη το πρόγραμμα ως βιώσιμο, που ήταν πολύ δύσκολο να αλλάξουν στάση μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.
Η έκθεση επισημαίνει ακόμη ότι το πρώτο ελληνικό πρόγραμμα περιείχε «υπερβολικά αισιόδοξες προβλέψεις για ανάπτυξη». Οι ρεαλιστικότερες προσδοκίες θα είχαν καταδείξει με σαφήνεια τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής τόσο στην πορεία της οικονομίας όσο και στην πορεία του χρέους, το οποίο και συνέχισε να αυξάνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ. Επιπλέον τονίζεται ότι απλώς η επιβολή μίας «μακράς λίστας διαρθρωτικών όρων, χωρίς προτεραιότητες» είναι «αντιπαραγωγική», ειδικά αν ο κατάλογος των αλλαγών υπερβαίνει τη δυνατότητα της κάθε χώρας να τις εφαρμόσει.
Το Γραφείο δεν παίρνει θέση για την ορθότητα της απόφασης, προχωρά ωστόσο σε σειρά συστάσεων, όπως ότι «το Διοικητικό Συμβούλιο [ενν. του ΔΝΤ] και η διοίκηση θα πρέπει να αναπτύξουν διαδικασίες που θα ελαχιστοποιούν το χώρο για πολιτικές παρεμβάσεις στην τεχνική ανάλυση του ΔΝΤ». Πρόκειται όμως για μια σύσταση που δεν έγινε πλήρως αποδεκτή από το ΔΣ του Ταμείου και την διευθύντρια Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία σε ανακοίνωσή της απορρίπτει κατηγορηματικά την ύπαρξη πολιτικών παρεμβάσεων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του Ταμείου.