Τραγούδησε η Αλίσια Κις. Θριαμβολόγησε η Μέριλ Στριπ. Ο Μπιλ Κλίντον μίλησε πολύ προσωπικά – και όλοι ξέρουμε τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο. Ηταν όμως μια ιστορική βραδιά, για άλλον λόγο. Για πρώτη φορά στη μακρά και πλούσια ιστορία της αμερικανικής δημοκρατίας, μια γυναίκα είναι υποψήφια για την προεδρία της χώρας. Κατά τη δεύτερη μέρα του συνεδρίου των Δημοκρατικών στη Φιλαδέλφεια, η πρώην Πρώτη Κυρία και πρώην υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον εξασφάλισε (ξημερώματα Τετάρτης, ώρα Ελλάδος) το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές που θα διεξαχθούν στις 8 Νοεμβρίου 2016.
Το σύνολο των 2.383 ψήφων που χρειάζονταν για να κερδίσει υποψήφιος το χρίσμα «κλείδωσε» με τις 15 ψήφους των εκπροσώπων της Νότιας Ντακότα, κατά τη διάρκεια της ονομαστικής ψηφοφορίας ανά πολιτεία στο συνέδριο. Οταν εξασφαλίστηκε ο αναγκαίος αριθμός ψήφων και προτού ολοκληρωθεί η ονομαστική ψηφοφορία, σε μια επίδειξη ενότητας, ο πρώην αντίπαλος της Κλίντον για το χρίσμα, γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς, σηκώθηκε, πήρε το μικρόφωνο, και πρότεινε την παράκαμψη της υπόλοιπης διαδικασίας και την ψήφο δια βοής άμεσα. Η προεδρεύουσα του συνεδρίου το δέχτηκε και ακολούθησε η δια βοής ψήφος και η επιβεβαίωση της απονομής του χρίσματος.
Η Χίλαρι Κλίντον δεν ήταν παρούσα στη δεύτερη μέρα του συνεδρίου και μίλησε μέσω τηλεδιάσκεψης από τη Νέα Υόρκη. Ισως να φοβόταν τις αποδοκιμασίες της πρώτες μέρας, ίσως να κρατούσε δυνάμεις για την ομιλία της στο κλείσιμο του συνεδρίου. Πέρα από τις ευχαριστίες προς τους συνέδρους και τα περί ιστορικών στιγμών, η υποψήφιος πρόεδρος έσπευσε να υπογραμμίσει το κομβικό της υπόθεσης για τις γυναίκες: «Αν υπάρχουν μικρά κορίτσια που έχουν ξενυχτήσει για να το δουν αυτό, να σας πω ότι μπορεί εγώ να γίνω η πρώτη γυναίκα πρόεδρος, αλλά εσείς είστε οι επόμενες!»
Η φιέστα ήταν ούτως ή άλλως δική της και είχαν αναλάβει τη δουλειά οι υμνητές της. Η Οσκαρική Μέριλ Στριπ, η οποία έπλεξε το εγκώμιο της υποψήφιας προέδρου και έπαιξε όπως αναμενόταν το χαρτί του φύλου. «Τι χρειάζεται για να γίνεις η πρώτη γυναίκα σε οτιδήποτε; Χρειάζεται τσαγανό και χρειάζεται χάρη» είπε η Στριπ σε μια από τις γνωστές πομπώδεις δημόσιες εμφανίσεις της, όπου μπορεί άνετα να κάνει μια επίδειξη των υποκριτικών της ικανοτήτων. H Στριπ, που μίλησε αμέσως μετά τον Μπιλ Κλίντον, δεν δίστασε να παραλληλίσει την ιστορία της Χίλαρι Κλίντον με αυτήν της Ντέμπορα Σάμσον, της γυναίκας που πολέμησε στον στρατό του Τζορτζ Ουάσιγκτον στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας μεταμφιεσμένη ως άνδρας και τραυματίστηκε σοβαρά. «Τα τελευταία 40 χρόνια η Χίλαρι Κλίντον δέχτηκε και αυτή πολλά πυρά» είπε. Και απευθυνόμενη στους εκλέκτορες είπε: «Σχεδόν 100 χρόνια από τότε που οι γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου, εσείς γράψατε ιστορία. Και θα ξαναγράψετε ιστορία τον Νοέμβριο!»
«Η Χίλαρι Κλίντον θα είναι η πρώτη πρόεδρος των ΗΠΑ. Αλλά δεν θα είναι η τελευταία!» κατέληξε η πολυβραβευμένη 68χρονη ηθοποιός, η οποία κατά πολλούς μοιράζεται μια παράλληλη διαδρομή με τη Χίλαρι – από τα πρώτα βήματα στην αυγή της δεκαετίας του 1970 έως την απόλυτη καταξίωση των ημερών μας.
Η επισημοποίηση της υποψηφιότητας της Χίλαρι Κλίντον για το προεδρικό χρίσμα, η επισημοποίηση δηλαδή της πιθανότητας μια γυναίκα να αναλάβει την ηγεσία του ισχυρότερου κράτους του πλανήτη, είναι από κάθε άποψη μια ιστορική εξέλιξη. Σε μια χώρα που ακροβατεί ανάμεσα στην καινοτομία και τις προκαταλήψεις, ποτέ άλλοτε ένα μεγάλο αμερικανικό κόμμα δεν είχε τολμήσει να εμπιστευτεί τις τύχες του σε μια γυναίκα – το 1984 οι Δημοκρατικοί είχαν δεχτεί την Τσέραλντιν Φεράρο ως υποψήφια αντιπρόεδρο στο πλευρό του Γουόλτερ Μοντέιλ, για να δουν το δίδυμο να συντρίβεται στις κάλπες από τον Ρόναλντ Ρίγκαν και τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο.
Ακόμα περισσότερο η υποψηφιότητα της Χίλαρι Κλίντον για την προεδρία είναι ιδιαίτερη καθώς είχε υπάρξει επί οκτώ χρόνια Πρώτη Κυρία, στο πλευρό του 42ου προέδρου των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον. Οπως κάποιος είπε χαριτολογώντας, εφόσον εκλεγεί θα είναι η πρώτη φορά που δύο πρόεδροι των ΗΠΑ θα έχουν αποδεδειγμένα κάνει σεξ μεταξύ τους!
Ο Μπιλ Κλίντον πήρε και αυτός τον λόγο στη δεύτερη μέρα του συνεδρίου των Δημοκρατικών. Γενικά οι ομιλίες του 42ου προέδρου των ΗΠΑ στα συνέδρια των Δημοκρατικών αποτελούν ξεχωριστό θέμα, από τότε που ήταν ένας άγνωστος αλλά φέρελπις κυβερνήτης του Αρκανσο στη δεκαετία του 1980 ως και τις μέρες μας. Αλλά αυτή τη φορά ο Κλίντον έγινε πολύ προσωπικός: «Την άνοιξη του 1971 γνώρισα ένα κορίτσι» είπε, ξεκινώντας την ομιλία του με το ακροατήριο να παραληρεί.
Οπως σημείωσαν οι New York Times σε μια πρώτη ανάλυση, ο στόχος του Μπιλ Κλίντον ήταν προφανής: να παρουσιάσει την ανθρώπινη πλευρά της συζύγου του, καθώς μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος αδυνατεί να ταυτιστεί μαζί της, τη θεωρούν απόμακρη. O Μπιλ περιέγραψε τη σχέση του με τη Χίλαρι από τις πρώτες μέρες της γνωριμίας τους, το πώς έφτιαξαν οικογένεια, το πώς του στάθηκε σε όλες τις δύσκολες στιγμές. Και σε μια μάλλον μελαγχολική στιγμή – αναγνωρίζοντας ότι από μια ηλικία και μετά, μετράς περισσότερα «χθες» από «αύριο» στη ζωή σου – ο Μπιλ Κλίντον μίλησε για το μέλλον, ζητώντας από τους αμερικανούς πολίτες να εμπιστευτούν τη σύζυγό του για τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Παρά τον γενικό ενθουσιασμό δεν θα είναι εύκολα τα πράγματα για τη Χίλαρι. Ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται σε πολλές δημοσκοπήσεις να προηγείται και πολλοί είναι αυτοί που σημειώνουν ότι ο αμφιλεγόμενος ρεπουμπλικανός υποψήφιος είναι ο μόνος που μπορεί να βλάψει την υποψηφιότητά του – αντιθέτως η Χίλαρι είναι μια πολιτικός που πολλοί Αμερικανοί λατρεύουν να μισούν. Η υπόθεση με τη διαρροή των emails που αποδείκνυαν ότι ο κομματικός μηχανισμός των Δημοκρατικών υπονόμευε συστηματικά την υποψηφιότητα του Σάντερς για να προωθήσουν αυτήν της Κλίντον, έδειξε αν μη τι άλλο αυτό που της καταλογίζει ο Τραμπ, ότι είναι μια πολιτικός του κατεστημένου. Υπό αυτό το πρίσμα, όλο το σύστημα των Δημοκρατικών έχει σπεύσει να απαντήσει, υποστηρίζοντας ότι πίσω από τη βλαπτική για τη Χίλαρι διαρροή των emails βρίσκεται το Κρεμλίνο – το υπαινίχθηκε ακόμα και ο Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος σε συνέντευξή του στο NBC την Τρίτη τόνισε ότι «ο Τραμπ έχει εκφράσει πολλές φορές τον θαυμασμό του για τον Βλαντίμιρ Πούτιν».