Το ακατοίκητο νησί δυτικά της Αντιπάρου που άρχισε να ανασκάπτεται συστηματικά το 1997 από τον αρχαιολόγο Γιώργο Κουράγιο, εξακολουθεί να δίνει σημαντικά ευρήματα. Η ανασκαφή που έγινε από τις 30 Μαΐου έως τις 8 Ιουλίου 2016 έφερε στο φως σημαντικά στοιχεία, σύμφωνα με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων.
Μέχρι στιγμής έχει έρθει στο φως από τότε που ξεκίνησε η συστηματική ανασκαφή ένα εκτεταμένο αρχαϊκό ιερό -το μεγαλύτερο στις Κυκλάδες μετά από αυτό της Δήλου- που άκμασε τον 6ο αι. π. Χ. με δεκαπέντε κτίρια, βοηθητικά για τον ναό και το τελετουργικό εστιατόριο. Το κέντρο της λατρείας ήταν ένα προστατευμένο με περίβολο τέμενος, στο οποίο δέσποζε ο μαρμάρινος πρόστυλος ναός και δίπλα σε αυτόν το τελετουργικό εστιατόριο, μια μοναδικότητα που δημιούργησαν οι παριανοί στα αρχαϊκά χρόνια. Μετά και τις φετινές έρευνες, είναι ξεκάθαρη η ιδιαίτερα μεγάλη έκταση, που καταλάμβανε το ιερό στη χερσόνησο του Δεσποτικού, αντίστοιχη της υψηλής επισκεψιμότητάς του, η οποία επέβαλε και τις συνεχείς μετασκευές και επεκτάσεις έως και τα ύστερα κλασικά χρόνια.
Φέτος ολοκληρώθηκε η ανασκαφή των δύο πρωιμότερων κτισμάτων που έχουν έρθει στο φως ακριβώς μπροστά από τον στυλοβάτη του αρχαϊκού ναού και του αρχαϊκού λατρευτικού κτηρίου Δ. Συγκεκριμένα, ακριβώς νότια του κτηρίου Δ ολοκληρώθηκε η ανασκαφή του αποσπασματικά σωζόμενου αψιδωτού ή ελλειψοειδούς κτηρίου Ο, που ανήκει στον ύστερο 9ο ή το πιθανότερο στον πρώιμο 8ο αι. π.Χ. (γεωμετρική εποχή). Νότια του κτηρίου Ο και μπροστά από το στυλοβάτη του αρχαϊκού ναού είχε εντοπιστεί το 2012 τμήμα του ορθογώνιου κτηρίου Ξ που χρονολογείται στις τελευταίες δεκαετίες του 8ου αι. π.Χ. και το οποίο φαίνεται πως κατέστρεψε το κτήριο Ο. Βόρεια των κτηρίων ήρθε στο φώς στρώμα με πληθώρα οστών και γραπτής κεραμικής που χρονολογείται από τον 8ο έως τον 6ο αι. π.Χ., το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως γέμισμα για την οικοδόμηση του αρχαϊκού κτιρίου Δ. Μέσα σε αυτό εντοπίστηκαν πληθώρα μεταλλικών αντικειμένων, πήλινα ειδώλια, σκαραβαίοι κ.α.
Νότια του τεμένους η ανασκαφική έρευνα προχώρησε σε έκταση και βάθος στα κτήρια Μ και Ν που είχαν μερικώς ανασκαφεί το 2015, ενώ ήρθε στο φως ένα ακόμη κτήριο, το κτήριο Π με ναόσχημη κάτοψη διαστάσεων 9,90 Χ 6,20μ.. Χρονολογείται στον 6οαι.π.Χ. Έγινε σαφές ότι από την αρχαϊκή περίοδο έως και τα ύστερα κλασικά χρόνια λειτούργησε ένα μεγάλο και πολύπλοκης κάτοψης κτιριακό συγκρότημα εκτάσεως περί τα 350 τ.μ. που γνώρισε πολλές κατασκευαστικές φάσεις και αποτελούταν από τα κτίρια Μ, Ν και Π.
Ενδιαφέρον παρουσίασαν τα αποτελέσματα της ανασκαφής στο λεγόμενο αίθριο του κτηρίου Μ, καθώς διαπιστώθηκε ότι αρχικά εκεί υπήρχε μία μνημειακών διαστάσεων κτιστή κατασκευή (5 Χ 9,50 μ), οριζόμενη από τέσσερις ισχυρούς τοίχους ύψους 1,50μ. Πιθανότατα, να πρόκειται για κάποιο είδος δεξαμενής, πολύ ιδιαίτερης και προσεγμένης κατασκευής. Η δεξαμενή αυτή καταργήθηκε σταδιακά έως τον 4οαι. π.Χ και καταχώθηκε με λίθους και πληθώρα κεραμικής, που χρονολογείται από τον 7ο έως και τον 4ο αι. π.Χ. Τότε, πιθανότατα, κτίστηκαν και τα δωμάτια του κτηρίου Μ και το μικρό πρόπυλο στη νότια πλευρά του, ενώ η επιχωματωμένη κατασκευή λειτούργησε ως αίθριο του κτηρίου αυτού. Την ίδια περίοδο, κτίζονται και τα τέσσερα δωμάτια νότια και ανατολικά του πρόπυλου και του αιθρίου, που ήρθαν στο φως με τις φετινές έρευνες. Δύο αυτά σώζουν επιμελώς κατασκευασμένα πλακόστρωτα δάπεδα και συνεχίζονται με άλλα δωμάτια προς τα νότια.
Εξω από το τέμενος, μεταξύ των κτηρίων Β και Ζ, εντοπίστηκε τμήμα ενός ακόμη κτηρίου, ισχυρής κατασκευής και μεγάλων διαστάσεων, του οποίου η ανασκαφή θα συνεχιστεί το 2017. Τέλος, αποκαλύφθηκε ισχυρή κατασκευή, ένα είδος τειχισμένου – προστατευτικού περιβόλου, μήκους 25 μέτρων και πλάτους 1,10μ., που κτίστηκε στα αρχαϊκά χρόνια, την περίοδο λειτουργίας του ιερού, για να προστατέψει τα βοηθητικά κτήρια εκτός του τεμένους. Ο περίβολος είχε κατεύθυνση από το λιμάνι προς το ιερό τέμενος.
Εκτός από την πληθώρα θραυσμάτων γραπτών και άβαφων αγγείων που χρονολογούνται από τον ύστερο 9ο έως τον 4οαι.π.Χ, από τα ευρήματα της φετινής ανασκαφικής έρευνας αξίζει να αναφερθούν: περισσότερα από 40 λυχνάρια, 25 βάσεις σκύφων και φιαλών με εγχάρακτες επιγραφές του ονόματος του Απόλλωνα, ενεπίγραφο όστρακο του 6ουαι. π.Χ με παράσταση άθλου του Ηρακλή, θραύσματα μελανόμορφων αρχαϊκών κυλίκων με παραστάσεις πολεμιστών, ερυθρόμορφοι κρατήρες αττικού εργαστηρίου κλασσικής εποχής -έργα εξαίρετων ζωγράφων- με παραστάσεις Διονύσου, σατύρων και μαινάδων, κορινθιακοί αρύβαλλοι και αλάβαστρα, γεωμετρικά ζωόμορφα ειδώλια, σκαραβαίοι – σφραγιδόλιθοι, χάλκινες πόρπες αλλά και πέντε θραύσματα κάτω άκρων αρχαϊκών κούρων, που έρχονται να προστεθούν στα ήδη 75 γνωστά θραύσματα γλυπτών.