Πάει και το Προολυμπιακό. Νικήσαμε το Ιράν και το Μεξικό, όμως χάσαμε από την πρώτη κανονική ομάδα μπάσκετ που συναντήσαμε, τη… μισή Κροατία (66-61). Αποτύχαμε ακόμη και στον minimum στόχο: να φτάσουμε στον αποψινό (Σάββατο) τελικό του τουρνουά και να διεκδικήσουμε την τέταρτη παρουσία του ελληνικού μπάσκετ σε Ολυμπιακούς Αγώνες.
Αν είχαμε πεθάνει από το χέρι της Ιταλίας -που εκτός από καλύτερη ομάδα είναι και οικοδέσποινα-, αύριο θα μιλούσαμε για έναν πολλά υποσχόμενο αποκλεισμό. Αλλά, σήμερα, οφείλουμε να το παραδεχτούμε: η Εθνική μας έχει πάψει να είναι μεγάλη ομάδα. Επτά καλοκαίρια στη σειρά γεμάτα απογοητεύσεις «φωνάζουν» οτι πρέπει να λάβουμε τα μέτρα μας.
Το πρώτο βήμα για να λύσουμε το πρόβλημα, είναι να κόψουμε τα «αλλά» που τα προηγούμενα χρόνια κολλούσαμε δίπλα σε κάθε αποτυχία. Το 2014 αποκλειστήκαμε, «αλλά είχαμε τερματίσει αήττητοι στην πρώτη φάση παίζοντας φοβερό μπάσκετ με τη Σενεγάλη και τις Φιλιππίνες». Στο Ευρωμπάσκετ του 2015 χάσαμε από τα… δεύτερα της Ισπανίας, «αλλά είχαμε νικήσει τη Γεωργία, την Ολλανδία και τη Σλοβενία». Ακόμη κι όταν μας ξεφτίλισε η Νιγηρία, υπήρχε ένα «αλλά»: οι ώρες για ξεκούραση πριν από το παιχνίδι ήταν πολύ λίγες.
Τα σύγχρονα «αλλά» είναι οτι ο χρόνος για προετοιμασία ήταν ελάχιστος (δυόμισι εβδομάδες), οτι απουσίαζαν πολύτιμοι παίκτες (ο Πρίντεζης, ο Σλούκας και ο Παπανικολάου – άντε και ο Νίκος Παππάς), οτι η Ελλάδα αναγκάστηκε να παραταχθεί στο Τορίνο με έξι «πρωτάρηδες», που δεν είχαν ξαναπαίξει στην Εθνική. Τίποτε απ’ αυτά δεν είναι ψέμα. Αλλά δεν αρκούν για να εξηγήσουν πειστικά τα χθεσινά χάλια μας.
Χαλαρό ξεκίνημα και κυνήγι του σκορ μετά -χρόνιο ελάττωμα του ελληνικού μπάσκετ αυτό- αυτοκτονική τάση για τρίποντα απελπισίας, διστακτικά σουτ, πρόχειρα τελειώματα, παιδαριώδη αμυντικά λάθη, συγκεχυμένοι ρόλοι, ανύπαρκτο Plan B, αν και για πολλούς ήταν αόρατο και το Plan Α. Μπορεί για όλα αυτά να φταίνε οι απουσίες, η απειρία και ο σύντομος χρόνος προετοιμασίας; Αν το πιστέψουμε, τα ίδια θα συζητάμε και του χρόνου.
Από τα πρώτα λεπτά του αγώνα φάνηκε πως η ομάδα δεν ήταν πνευματικά έτοιμη γι’ αυτό που θα συναντούσε στο παρκέ. Αυτό είναι 100% ευθύνη των προπονητών. Δεν γίνεται, μια φιλόδοξη ομάδα να μπαίνει τόσο «μπλαζέ» σε ένα νοκ άουτ ματς. Δεν γίνεται, να αρχίζει με πέντε τρίποντα σε ισάριθμες επιθέσεις. Εκτός κι αν έχει βάλει τα δυο στα τρία – που δεν συνέβη. Δεν είναι προετοιμασμένη για «πόλεμο», μια ομάδα που χάνει με -17 πόντους (3-20) στα πρώτα τεσσεράμισι λεπτά του αγώνα. Ούτε μπορεί να έχει σχέδιο, όταν επιμένει αυτοκτονικά στο μακρινό σουτ, λες και διαθέτει τον Στεφ Κάρι. Στα πρώτα 13′ του ματς, η Ελλάδα είχε 1/10 δίποντα και 3/11 τρίποντα. Προτού συμπληρωθούν τα πρώτα 7′, ο Φώτης Κατσικάρης άλλαξε και τους πέντε παίκτες της πεντάδας. Αλοίμονο, όμως. Ποτέ δεν μπορεί να φταίνε όλοι οι παίκτες, αν ο κόουτς δεν έχει κάνει κάτι λάθος.
Η απογοήτευση για την ήττα από τους Κροάτες -που διαθέτουν τρεις τέσσερις παίκτες υψηλής ποιότητας, όλους κι όλους- γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, αν θυμηθούμε τον πανικό τους στο μικρό χρονικό διάστημα -περίπου δέκα λεπτά- που η Εθνική μας έπαιξε ορθόδοξα. Η διαφορά των 24 πόντων στο 12ο λεπτό (13-37), συρρικνώθηκε στους 10 (34-44) στην ανάπαυλα των ημιχρόνων, και προτού τελειώσει η τρίτη περίοδος είχαμε πάρει κεφάλι στο σκορ (48-46). Αλλά, αντί να εκμεταλλευθούμε αυτό το ψυχολογικό μας πλεονέκτημα, πέσαμε στην παγίδα τους. Ταμπουρώθηκαν στη ρακέτα τους και μας… γλεντούσαν, όσο εμείς προσπαθούσαμε να τους πλήξουμε με μακρινά, φοβισμένα άστοχα σουτ.
Το ματς «γύρισε», προσωρινά, χάρη στις προσωπικές ενέργειες κάποιων των παικτών. Οχι με στοχευμένο μπάσκετ. Γι’ αυτό -στο τέλος- δεν το κερδίσαμε. Στο 48-46 (ή, έστω, στο 48-51 του δεκαλέπτου), η ομάδα χρειαζόταν άλλες επιλογές. Αλλοι είναι οι παίκτες που μπορούν να ανατρέψουν ένα σκορ, κι άλλοι αυτοί που θα σου πάρουν το παιχνίδι. Ο πάγκος, όμως, σίγησε και πάλι.
Αν προσπεράσουμε το συνολικό ναυάγιο και σταθούμε σε μεμονωμένα άτομα, μάς κόστισε πολύ το κακό παιχνίδι του Καλάθη (πέτυχε μόλις τρεις πόντους με ένα εύστοχο σουτ στα επτά), η κόπωση του Μπουρούση και η λογική δυσκολία του Γιάννη Αντετοκούνμπο να προσαρμοστεί σε έναν ρόλο, για τον οποίο ο φόργουορντ των Μπακς -ακόμη- δεν είναι έτοιμος. Το μπάσκετ στο ΝΒΑ και το μπάσκετ στην Ευρώπη είναι δύο διαφορετικά αθλήματα. Στην Αμερική κυριαρχούν οι αθλητικές ικανότητες, και οι άμυνες παίζουν με τα μάτια. Στην Ευρώπη μετράει το μυαλό, το να μπορεί ο παίκτης να διαβάσει σωστά (και γρήγορα) τη φάση και τον αγώνα. Αυτό, βεβαίως, δεν πάει να πει οτι ο Giannis δεν κάνει για την Εθνική. Σημαίνει οτι χρειάζεται χρόνο για να αντιληφθεί τις διαφορές – και η ομάδα ένα αγωνιστικό πλάνο που θα εκμεταλλευθεί καλύτερα τα πλούσια προσόντα του.
Αυτή η καταραμένη διοργάνωση, στην οποία πήραμε την πρόκριση μόνο μια φορά σε 14 προσπάθειες (όταν φιλοξενήσαμε το Προολυμπιακό τουρνουά στην Αθήνα), ανήκει στο παρελθόν. Το θέμα είναι, τι κάνουμε τώρα. Η επόμενη υποχρέωση της Εθνικής είναι το Ευρωμπάσκετ του 2017 (31 Αυγούστου έως 17 Σεπτεμβρίου). Ο χρόνος φαίνεται πολύς, όμως δεν είναι, για μια ομάδα που πρέπει να χτιστεί σχεδόν εκ θεμελίων.
Η πρώτη απόφαση που πρέπει να ληφθεί, έχει να κάνει με τον προπονητή. Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, ο Φώτης Κατσικάρης θα αντικατασταθεί. Στα τρία χρόνια της θητείας του δούλεψε σκληρά, προσπάθησε. «Γούσταρε», που καθόταν στον πάγκο της Εθνικής. Αλλά οι μόλις τρεις ήττες που η ομάδα γνώρισε επί των ημερών του, ήταν όλες τους οδυνηρές. Εφεραν αποκλεισμούς. Αυτό το Προολυμπιακό ήταν η τελευταία του ευκαιρία. Οι ελπίδες για πρόκριση στο Ρίο ήταν λίγες. Η αποτυχία του έγκειται, κυρίως, στο ότι δεν κατάφερε να τις εξαντλήσει: να φτάσει μέχρι τον τελικό με την Ιταλία.
Για τον διάδοχό του, ένα είναι σίγουρο: ότι ο νέος ομοσπονδιακός προπονητής δεν θα είναι part time (όπως συνέβαινε με τον Κατσικάρη), διότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Για την πρόκριση σε Ευρωμπάσκετ ή Μουντομπάσκετ θα υπάρχουν, στο εξής, προκριματικοί αγώνες, μεσούσης της σεζόν. Τον Νοέμβριο του 2017, δύο μήνες μετά το τέλος του Ευρωμπάσκετ, θα αρχίσουν τα προκριματικά του Μουντομπάσκετ 2019. Ο επόμενος προπονητής δεν θα οδηγήσει απλώς την Εθνική στο Ευρωπαϊκό, αλλά και στους αγώνες πρόκρισης για το Παγκόσμιο.
Επιπλέον, μην κάνετε όνειρα για κάποιον κόουτς τύπου Ιτούδη, όπως πολλοί θα ήθελαν – και το εκφράζουν από χθες στα social media. Το «κασέ» του, πια, είναι απλησίαστο για την Ομοσπονδία. Οπως ήταν και του Μπαρτζώκα, από τη στιγμή που έλαμψε με τη Λοκομοτίβ Κουμπάν κι έκανε κοτζάμ Μπαρτσελόνα να τον ερωτευτεί. Αλλά, περισσότερο από τις αποδοχές τους, αυτή η Εθνική δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις -φυσιολογικές- φιλοδοξίες τους.
Σε ό,τι αφορά το ρόστερ, ας μην ξεχάμε οτι δεν μιλάμε για σύλλογο αλλά για εθνική ομάδα. Εδώ δεν χωράνε μετεγγραφές. Ιδίως από τη στιγμή που -καλώς ή κακώς- η Ομοσπονδία το ‘χει ξεκόψει πως δεν θα ακολουθήσει τη μόδα των χαριστικών διαβατηρίων σε αμερικανούς ΝΒΑers που θα μπορούσαν να βοηθήσουν καθοριστικά. Επομένως, είναι μετρημένα κουκιά. Ο Γιάννης Μπουρούσης και ο Στράτος Περπέρογλου, μάλλον, δεν θα ξαναφορέσουν το εθνόσημο. Θα πορευτούμε με αυτούς που πήγαν στο Τορίνο, με τους «τέσσερις» που απουσίασαν απ’ αυτό το τουρνουά, και με τους «Αμερικανούς» μας: τους Αντετοκούνμπο, τον Κώστα Κουφό, τον Τάιλερ Ντόρσεϊ. Αν «ψήσουμε» και τον Γιώργο Παπαγιάννη, ακόμη καλύτερα.
Κανένας τους δεν είναι για… πέταμα. Αλλά, είμαστε ο λαός της υπερβολής. Με την ίδια ευκολία που βαπτίζουμε «νέους Γκάληδες» έπειτα από ένα καλό παιχνίδι, τους αχρηστεύουμε όλους στην πρώτη αποτυχία: τον έναν γιατί «δεν κάνει το παληκάρι», τον άλλον επειδή έχει κοτσίδα, τον τρίτον επειδή έχει σπυράκια. Μπείτε στα social media και δείτε. Οι καλύτεροι είναι εκείνοι που δεν έπαιζαν. Επειτα, θυμηθείτε ποιοί αποτελούσαν την ομάδα που αποκλείστηκε από τη Νιγηρία. Και τότε, θα καταλάβετε…
Σχέδιο θέλει, όχι απογοήτευση. Μην ξεχνάτε, πόση πίκρα υπήρχε μετά τις αλλεπάλληλες αποτυχημένες προσπάθειες της Εθνικής να πάρει ένα μετάλλιο την περίοδο από το 1990 έως το 2004. Μην ξεχνάτε, τι λέγαμε -πριν από 10 ή 15 χρόνια- για τον Παπαλουκά, τον Διαμαντιδη, τον Σπανούλη, τον Ζήση… Πάντοτε οι θρίαμβοι έρχονται, όταν όλοι έχουν πιστέψει πως οι καλές εποχές ανήκουν, οριστικά, στο παρελθόν.
Σχέδιο θέλει, και λίγη αυτοκριτική. Οταν μια ομάδα αποτυγχάνει επί επτά συναπτά έτη, δεν μπορεί: κάποια λάθη θα έχει κάνει και η διοίκησή της. Μακάρι, ο παροιμιώδης εγωϊσμός του Γιώργου Βασιλακόπουλου να του επιτρέψει να τα δει. Ο Αντετοκούνμπο με τις δηλώσεις του, ο Αγραβάνης με το κλάμα του, κι άλλοι, έκαναν τη δική τους (αυτοκριτική). Είναι η αφετηρία κάθε καλού.