Υπήρχε μια εποχή, όχι και τόσο μακρινή, που τα θερινά δεν έπαιζαν ταινίες πρώτης προβολής. Δηλαδή εδώ που τα λέμε ούτε οι χειμερινοί ήταν και τόσο επίκαιροι, περνούσαν μήνες ή και χρόνια για να δούμε ταινίες που έκαναν πρεμιέρα στις ΗΠΑ. Αλλά με τους θερινούς, που μοιράζονταν τις κόπιες της κακιάς ώρας και ήλπιζαν – αν δεν είχε Μουντιάλ – να βγάλουν κάποιο μεροκάματο πουλώντας γρανίτες και πατατάκια σε πιτσιρίκια, το πράγμα παραπήγαινε.
Σε θερινά του 1980 είχα δει το «Ελ Σιντ» με τον Τσάρλτον Ιστον και τη Σοφία Λόρεν, ταινία του 1961. Που παρά την τρίωρη διάρκειά της και τα τέσσερα (!) διαλείμματα ήταν bad business για τους ιδιοκτήτες των θερινών: ποιο παιδάκι θα άντεχε να ξενυχτήσει για να δει τον Τσάρλτον Ιστον να είναι νεκρός καβάλα στο άλογο;
Τα θερινά, παρά την κηλαηδόνια υμνολογία, δεν ήταν τόσο ρομαντική δουλειά. Επρεπε να βγει το μεροκάματο. Και αυτό το έφερναν δύο τύποι. Ο ένας ήταν αδύνατος ξανθός γαλανομάτης, ο Μάριο Τζιρότι. Ο άλλος ήταν ένας χονδρός μελαχρινός και άσχημος, ο Κάρλο Πεντέρσολι. Ετσι δεν τους ξέρει κανείς. Ως Τερενς Χιλ και Μπαντ Σπένσερ όμως;
Οι ταινίες τους ποιοτικά υπήρξαν μπαλαφάρες που δεν θα έστεκαν ούτε σε κινηματογράφο της φυλακής. Αλλά στα χρόνια χωρίς την ιδιωτική τηλεόραση, που στις διακοπές υπήρχαν δύο TV, η μία στο καφενείο του χωριού και η άλλη στο καλό ξενοδοχείο του χωριού, στις εποχές χωρίς Internet, κινητά τηλέφωνα, social media, χωρίς τίποτε από όλα όσα γεμίζουν τον χρόνο μας, οποιοδήποτε θέαμα ήταν γεγονός. Οταν μάλιστα συνοδευόταν από λαχταριστές σφαλιάρες, άλλο τίποτα. Ενα διάλειμμα και το μπαρ του σινεμά ξεπουλούσε.
Πρέπει να είδα πάνω από 10 ταινίες του Μπαντ Σπένσερ με τον Τέρενς Χιλ. «Το Ονομά μου Είναι Τρινιντά», «…Ελάτε να Σας Δείρουμε», «Δύο Τρινιντά, Δέρνουμε Ξανά» κλπ. Τι σημασία έχουν τα ονόματα;
Οι δύο ηθοποιοί ήταν καρικατούρες. Ντουμπλαρισμένοι με τουλάχιστον γραφικές φωνές στα αγγλικά – καθότι ιταλόφωνοι – έπαιζαν σε σπαγγέτι γουέστερν της κακιάς ώρας, σε προκάτ κωμικές περιπέτειες με σαχλή πλοκή και μοίραζαν φάπες. Που χάρη στα υποτυπώδη ηχητικά εφέ ακούγονταν κούφιες. Ηταν όμως το αυθεντικό soundtrack των παιδικών καλοκαιριών μιας ολόκληρης γενιάς. Και τα γέλια των παιδιών – και των μεγάλων – πιο αβίαστα από τώρα. Αλλες εποχές, πιο πρωτόγονες, πιο απλές.
Ενας από τους δύο, ο μεγαλύτερος, ο Μπαντ Σπένσερ, έφυγε από τη ζωή τη Δευτέρα 27 Ιουνίου. Σαν αντίλαλος των ρόλων του ο Κάρλο Πεντέρσολι υπήρξε και εκτός Τσινετσιτά ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή. Σε αντίθεση με τους ρόλους του είχε υπάρξει αδύνατος!
Γεννημένος το 1929 στη Νάπολη, ο Πεντέρσολι υπήρξε αρχικά ένας από τους καλύτερους κολυμβητές που έβγαλε μεταπολεμικά η Ιταλία. Υπήρξε ο πρώτος που κολύμπησε τα 100 μ. σε κάτω από ένα λεπτό, κατέκτησε μετάλλιο σε Μεσογειακούς Αγώνες και συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι και της Μελβούρνης, το 1952 και το 1956. Κάποια στιγμή όλα σταμάτησαν και αποφάσισε να πιάσει δουλειά στην ανθούσα κινηματογραφική βιομηχανία της χώρας.
Επαιξε σε μια σαχλοκωμωδία και μετά ως κομπάρσος στο επικό φιλμ «Quo Vadis» που βλέπουμε κάθε Πάσχα στην TV – τώρα έχουμε πολλές, μία σε κάθε δωμάτιο. Συνέχισε έτσι, ώσπου συνάντησε τον Μάριο Τζιρότι στα γυρίσματα του «Ανίβα» με τον Βίκτορ Ματσιούρ. Και το 1967 οι παραγωγοί της Τσινετσιτά του έδωσαν μια λίστα με πιθανούς συνδυασμούς ονομάτων. Σύμφωνα με μια ιστορία διάλεξε το Σπένσερ από τον αγαπημένο του ηθοποιό, τον Σπένσερ Τρέισι και το Μπαντ, από την Budweiser την μπίρα. Είχε πει πάντως ότι του άρεσε η λέξη «bud» που σημαίνει «μπουμπούκι» σε αντίθεση με το θηριώδες παρουσιαστικό του: 1,92 μ. ύψος και από κιλά αφήστε τα καλύτερα…
Με τον Τέρενς Χιλ έκανε περίπου 20 φιλμ. Αλλα παίχτηκαν μόνο στην Ιταλία, κάποια έφθασαν ως τις ΗΠΑ, πολλά γέμισαν τα προγράμματα και τα ταμεία των θερινών σινεμά στην Ελλάδα.
Ενώ για το κοινό ήταν ο μπρουτάλ αγαθός γίγαντας, ο Μπαντ Σπένσερ ήταν μια πολυσχιδής προσωπικότητα. Είχε δίπλωμα πιλότου, έφτιαξε τη δική του αεροπορική εταιρεία, ασχολήθηκε με το παιδικό ντύσιμο, έγραφε σενάρια και του άρεσαν οι ευρεσιτεχνίες. Το 2003 έπαιξε και σε ποιοτικό σινεμά, στο «Cantando dietro i paraventi» του σπουδαίου Ερμάνο Ολμι, αλλά το 2005 τον τσίμπησε το μικρόβιο της πολιτικής – ήταν τόσο αγαπητός που ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι του πρότεινε να κατέβει υποψήφιος στις περιφερειακές εκλογές για το Λάτσιο, την περιφέρεια της Ρώμης. «Στη ζωή μου έχω κάνει τα πάντα εκτός από τρία πράγματα» είχε πει. «Να γίνω χορευτής μπαλέτου, τζόκεϊ και πολιτικός. Καταλαβαίνετε ότι τα δύο πρώτα δεν τα συζητώ. Οπότε καταλαβαίνετε…».
H παρουσίαση της υποψηφιότητάς του έγινε σε ένα ξενοδοχείο της Ρώμης και είχε κάτι το φελινικό. Σύμφωνα με μια ιταλική εφημερίδα ο Σπένσερ ήταν ένα βουνό που είχε καθήσει ανάμεσα σε δύο λεπτεπίλεπτους παρουσιαστές του Forza Italia. Δεν μιλούσε και ψέλισε μόνο δυο λόγια για τις αξίες της οικογένειας. «Περίμενες από τη μία στιγμή στην άλλη αυτό το βουνό να πάρει τα κεφάλια αυτών των δύο τύπων που κάθονταν δεξιά και αριστερά του και να τα χτυπήσει μεταξύ τους, όπως έκανε στις ταινίες του», έγραψε η εφημερίδα.
Δεδομένης και της αποκαρδιωτικής επίδοσής του στις εκλογές, ίσως και να έπρεπε να το κάνει. Θα έκοβε ξανά εισιτήρια. Ασε που στα μάτια της γενιάς μου, θα μπορούσε να είναι άνετα και τζόκεϊ. Και να καβαλάει τώρα το άλογό του σαν άλλος Ελ Σιντ: ένα ογκώδες σύμβολο μιας Τσινετσιτά που δεν υπάρχει πια, μιας φίνας και ανέμελης εποχής που χάνεται…