Για πολλούς σίγουρα είμαι μικρός για να μιλάω για «μεγάλους παίκτες». Δεν έχω δει τον Ντιέγκο Μαραντόνα να κάνει πλάκα στους αντιπάλους του, τον Πελέ να πλησιάζει όσο κανείς το «τέλειο» αλλά ούτε και τον Χατζηπαναγή να «ντριπλάρει σε τηλεφωνικό θάλαμο». Εχω «χαζέψει» όμως με τα βραζιλιάνικα τσαλίμια του Ροναλντίνιο και το εγκεφαλικό ποδόσφαιρο του Ζιντάν, έχω παρακολουθήσει τη μάχη των δύο μεγάλων του αιώνα μας, του Κριστιάνο Ρονάλντο και του Λιονέλ Μέσι. Εχω δει επίσης έναν βραχύσωμο τυπάκο με λίγη καμπούρα και ασπρουλιάρικο δέρμα να έχει ανοίξει έναν μοναδικό δίαυλο επικοινωνίας με την μπάλα.
Ο Αντρές Ινιέστα Λουχάν είναι ένας 33 χρονος Ισπανός από την Φουεντεαλμπίγια του Αλμπαθέτε. Εχει έναν αμπελώνα που παράγει το δικό του κρασί ενώ απολαμβάνει συχνά ποδοσφαιρικούς αγώνες μαζί με την παρέα του. Θα μπορούσε να είναι δημόσιος υπάλληλος στη Μαδρίτη ή το Αλμπαθέτε: ένας ντροπαλός μεσήλικας με καράφλα και ύψος κάτω από 1,70. Αν τον έβλεπες στον δρόμο θα δημιουργούσες μία εικόνα ενός μοναχικού 40αρη βουτηγμένου στην ρουτίνα της καθημερινότητας. Ενας ακόμα «μέσος άνθρωπος».
Και όμως η ζωή του μικρού Αντρές άλλαξε όταν τον επισκέφτηκε η νεράιδα του ποδοσφαίρου. Με το μαγικό της ραβδί του μάγεψε τα δύο του πόδια, την κάθε σπιθαμή του σώματός του και στην συνέχεια τα νεύρα του εγκεφάλου του. Ο σχεδόν αναιμικός Αντρές έγινε μία ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα «καταδικασμένη» να λάμψει. Δεν εξηγείται αλλιώς. Εχουμε ακούσει εκατομμύρια φορές για «την σκληρή δουλειά» και τις «θυσίες» των αθλητών. Σίγουρα όλα αυτά είναι αλήθεια. Και σίγουρα αν ο μικρός Αντρές δεν είχε αποφασίσει να αποχωριστεί την οικογένειά του για να εγκατασταθεί στην Βαρκελώνη, αυτό το κείμενο δεν θα γραφόταν ποτέ.
Είναι φορές όμως που αυτό το οποίο μάθαμε να αποκαλούμε ταλέντο δεν αντέχει δευτερόλεπτο κάτω από τις επιταγές μίας ζωής συνηθισμένης. Ετσι και για τον μικρό από το Φουεντεαλμπίγια, οι δρόμοι του χωριού του χωρούσαν τον Αντρές αλλά όχι τον Ινιέστα. Ο νεαρός σε ηλικία 12 ετών πέρασε αρκετές ώρες κλαίγοντας όμως άντεξε μακριά από τους γονείς του στις ακαδημίες της Μπαρτσελόνα. Και κάθε φορά που πάταγε χορτάρι όλα γίνονταν μαγικά. Ακόμα και οι φροντιστές στα γηπεδάκια της Βαρκελώνης έβλεπαν αυτόν τον νεαρό να ακουμπάει τις ποδοσφαιρικές μπάλες με τρόπο σχεδόν ερωτικό. Και έλεγαν σε όλους για τον μικρό Αντρές που «κάποτε όλοι θα μιλούν γι’ αυτόν».
Ετσι και έγινε. Ο Αντρές έγινε ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία της ποδοσφαιρικής μηχανής που λέγεται «Μπαρτσελόνα» κατακτώντας τα πάντα. Ηταν δίπλα στις πάσες του Τσάβι, δημιουργούσε χώρο για τις επελάσεις του Ανρί, μοίραζε ασίστ σε Ετό και Βίγια ενώ ήταν ο βασικότερος αρωγός στην αναρρίχηση του Μέσι προς την κορυφή. Ο Φρανκ Ράικαρντ, ο προπονητής που τον καθιέρωσε στην Μπάρτσα, τον είχε περιγράψει ιδανικά. «Αντρές Ινιέστα: O ποδοσφαιριστής που μοιράζει καραμέλες». Ενας ορίτζιναλ Ισπανός που αγαπήθηκε ακόμα και από τους φανατικούς Καταλανούς.
Οσο για μένα, μία κινούμενη εικόνα επαναλαμβάνεται αρμονικά στο μυαλό μου όταν ακούω το όνομα Αντρές Ινιέστα. Μία εικόνα που προκαλεί διαδοχικά ρήγματα στην κοινή ποδοσφαιρική λογική. Κάποιοι ξέρετε τι εννοώ: Κατά την διάρκεια ενός αγώνα η μπάλα κατευθύνεται προς τα πόδια του Ινιέστα, γύρω του είναι 3-4-5 ή και 6 αντίπαλοι, πίσω του η γραμμή του πλαγίου, ο χώρος τελειώνει, όλοι περιμένουν το λάθος. Τότε ο Ινιέστα υποδέχεται την μπάλα με ένα «τέλειο» κοντρόλ, σπάει την μέση του, δύο και τρεις φορές, σηκώνει το κεφάλι. Εσύ τότε αντιλαμβάνεσαι ότι πλέον έχει όσο χώρο χρειάζεται. Τι και αν από την τηλεόραση έβαζες το χέρι σου στη φωτιά ότι εξ’ αρχής δεν υπήρχε άλλη επιλογή από το λάθος…
Τα τελευταία χρόνια λοιπόν στην Ισπανία αλλά και σε άλλες χώρες υπάρχουν χιλιάδες γήπεδα με εκατομμύρια ποδοσφαιριστές. Ποδοσφαιριστές με περίπλοκα και πολύχρωμα τατουάζ, χαμόγελα για διαφήμιση οδοντόπαστας, ντίβες με μαυρισμένα σώματα και μύες έτοιμους να εκραγούν. Υπάρχει και ένας κοντός τύπος με μικρά πόδια και χλωμό δέρμα που δεν κάνει ποτέ γκριμάτσες ούτε προβάλλει το σώμα του. Ενας μέσος άνθρωπος που περνώντας την γραμμή του γηπέδου μεταμορφώνεται σε ποδοσφαιρική ιδιοφυία.
Τα χρόνια θα περάσουν. Ισως ένα απόγευμα σε κάποιον πεζόδρομο της Φουεντεαλμπίγια, καμιά δεκαριά πιτσιρίκια θα έχουν στήσει τον δικό τους αγώνα με αυτοσχέδια τέρματα. Κάποια στιγμή, η μπάλα θα κυλήσει προς το μέρος ενός ηλικιωμένου που απολαμβάνει καθιστός ένα ποτήρι κρασί. Τα πιτσιρίκια θα χαμογελάσουν. Θα περιμένουν τον «γέρο» να πιάσει τη μπάλα με το χέρι και να την πετάξει άχαρα προς το μέρος τους. Αυτός όμως θα σηκωθεί από την καρέκλα, θα κάνει ένα άψογο κοντρόλ, θα σηκώσει το βλέμμα και με ένα «χάδι» θα σκάψει τη μπάλα για να φτάσει στο αυτοσχέδιο τέρμα. Τα πιτσιρίκια θα μείνουν να κοιτούν ενώ ο βραχύσωμος ηλικιωμένος θα κάτσει αργά στην καρέκλα του. Θα χαμογελάσει και θα πάρει μία γενναία ρουφηξιά από το λευκό του κρασί.