Στιγμιότυπο από την παράδοση της Εκθεσης της Τραπέζης της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2015-2016 από τον Γιάννη Στουρνάρα στον Πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση το πρωί της Τετάρτης | ΙΝΤΙΜΕΝΕWS
Επικαιρότητα

Τι προτείνει και τι φοβάται ο Στουρνάρας για την οικονομία

Ιδιαίτερα σημαντική η έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2015-2016 που παρέδωσε ο διοικητής της ΤτΕ στον Πρόεδρο της Βουλής. Τι προβλέπει για ανάπτυξη, τι αναφέρει για χρέος, μεταρρυθμίσεις και πλεονάσματα, αλλά και γιατί υπάρχει ανησυχία για τα κόκκινα δάνεια.
Protagon Team

Σαν σε συνέχεια του άρθρου του στους Financial Times, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας επανέλαβε, στην Εκθεσή του για τη Νομισματική Πολιτική 2015-2016, η οποία υποβλήθηκε το πρωί της Τετάρτης στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο, τη θέση του ότι αναγκαία προϋπόθεση για την επιστροφή της οικονομίας σε βιώσιμη ανάπτυξη, αποτελεί η μείωση του στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2% από το 2018 και μετά, έναντι 3,5% που προβλέπει η τελευταία συμφωνία με τους δανειστές.

Στην έκθεσή του ο κ. Στουρνάρας, σημείωσε ότι η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης επιδρά θετικά στο κλίμα εμπιστοσύνης και ενισχύει τις προοπτικές ανάκαμψης, αλλά προσέθεσε ότι από εδώ και στο εξής οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους στα κρίσιμα ζητήματα που περιορίζουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας και συντηρούν το φαύλο κύκλο της ύφεσης.

Για τον λόγο αυτό, ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, επιβάλλονται:

• η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο πρόγραμμα,
• η επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας,
• η δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών,
• η ελάφρυνση των φορολογικών βαρών με παράλληλη περικοπή των μη παραγωγικών δαπανών του Δημοσίου.

«Οι δράσεις αυτές θα προσελκύσουν ξένες επενδύσεις και θα οδηγήσουν σε έναν ενάρετο κύκλο που θα σηματοδοτήσει την οριστική έξοδο από την κρίση και τη διατηρήσιμη αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα» τόνισε στην έκθεσή του ο διοικητής της ΤτΕ.

Η Εκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η απόφαση του Eurogroup της 24ης Μαΐου, µε την οποία αναγνωρίζεται η επίτευξη συµφωνίας σε επίπεδο τεχνικών κλιµακίων και τίθενται στέρεες βάσεις για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, είναι ένα σηµαντικό βήµα στην πορεία εφαρµογής του τρέχοντος προγράµµατος.

Η απόφαση αυτή έχει άµεσα και έµµεσα οφέλη, όπως:

• Την τµηµατική εκταµίευση δόσεων ύψους 10,3 δισ. ευρώ έως το φθινόπωρο του 2016, εκ των οποίων 6,8 δισ. ευρώ αφορούν κάλυψη των αναγκών εξυπηρέτησης του δηµόσιου χρέους, ενώ ποσό 3,5 δισ. ευρώ θα διατεθεί για την εκκαθάριση µέρους των ληξιπρόθεσµων οφειλών της Γενικής Κυβέρνησης. Η εξέλιξη αυτή εκτιµάται ότι θα έχει θετικό αντίκτυπο στη ρευστότητα και την οικονοµική δραστηριότητα το β’ εξάµηνο του 2016.

• Την αναµενόµενη απόφαση του ∆ιοικητικού Συµβουλίου της ΕΚΤ για την επανένταξη των ελληνικών κρατικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστηµα εξασφαλίσεις (“waiver”), γεγονός που θα επιτρέψει την πιο φθηνή χρηµατοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

• Τη δυνατότητα συµµετοχής και των ελληνικών κρατικών οµολόγων στο πρόγραµµα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Η επανένταξη των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστηµα εξασφαλίσεις και η συνεπαγόµενη πιο φθηνή αναχρηµατοδότηση των τραπεζών, σε συνδυασµό µε τη συµµετοχή των ελληνικών κρατικών οµολόγων στις παρεµβάσεις ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, εκτιµάται ότι θα έχουν σηµαντική θετική επίδραση στα αποτελέσµατα των τραπεζών, δυνητικού ύψους περί τα 400 µε 500 εκατοµµύρια ευρώ.

Τα έµµεσα οφέλη όµως, όπως για παράδειγµα η αναβάθµιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού ∆ηµοσίου και των ελληνικών τραπεζών, αναµένεται να είναι σηµαντικά υψηλότερα.

• Τη βάσιµη προοπτική ότι οι αποδόσεις των οµολόγων του Ελληνικού ∆ηµοσίου και των οµολογιακών τίτλων που έχουν εκδώσει ελληνικές επιχειρήσεις στη διεθνή αγορά θα αποκλιµακωθούν µε γοργό ρυθµό, όπως έχει αρχίσει να συµβαίνει.

«Τα παραπάνω αναµένεται να ενθαρρύνουν την επιστροφή των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστηµα, η οποία θα επιτρέψει τη χαλάρωση και τελικά άρση των κεφαλαιακών περιορισµών» σημείωσε στην έκθεσή του ο κ. Στουρνάρας, ο οποίος προσέθεσε ότι  «η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασµό µε την αποτελεσµατικότερη διαχείριση των µη εξυπηρετούµενων δανείων, θα συµβάλει στην υποχώρηση του κόστους δανεισµού και θα αυξήσει σταδιακά την πιστοδοτική ικανότητα των ελληνικών πιστωτικών ιδρυµάτων, µε ευνοϊκές επιδράσεις στη χρηµατοδότηση και κατ’ επέκταση στο ρυθµό ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας.

Αναγκαίες μεταρρυθμίσεις

Γενικά, η θετική αξιολόγηση κρίνεται ότι θα λειτουργήσει ευνοϊκά για την ελληνική οικονοµία, καθώς θα ενισχύσει την εµπιστοσύνη και θα άρει την αβεβαιότητα που επιβάρυνε το κλίµα και ανέστειλε επενδυτικές αποφάσεις.

Σύμφωνα με την Εκθεση του διοικητή της ΤτΕ, τώρα πλέον επείγει ο προσανατολισµός της οικονοµικής πολιτικής προς τις µεταρρυθµίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και θα αντισταθµίσουν τις υφεσιακές επιπτώσεις της υψηλής φορολογίας.

«Και αυτό διότι, αν δεν επιτύχουµε σύντοµα θετικούς και αυξανόµενους ρυθµούς µεταβολής του ΑΕΠ, θα δυσχερανθεί σηµαντικά η επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί και θα αποδυναµωθούν οι θετικές επιδράσεις» όπως σημείωσε στο πόρισμά του ο κ. Στουρνάρας.

Η ρύθμιση του χρέους

Ο κεντρικός τραπεζίτης αναφέρθηκε και στη δέσµευση των εταίρων για την ανάληψη δράσεων µε σκοπό την ελάφρυνση του δηµόσιου χρέους.

Η θέση του είναι πως η ανακοίνωση του Eurogroup στις 25 Μαΐου περιγράφει το χρονοδιάγραµµα και το γενικό περίγραµµα των παρεµβάσεων που, εφόσον κριθεί αναγκαίο να ενεργοποιηθούν, θα έχουν ως αποτέλεσµα τη βελτίωση της διαχειρισιµότητας των ετήσιων χρηµατοδοτικών αναγκών του Δημοσίου, δηλαδή θα τις διατηρήσουν κάτω του 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και κάτω του 20% μακροπρόθεσμα.

Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά κατ’ αρχάς ότι η βούληση των εταίρων να προχωρήσουν στην ελάφρυνση του χρέους ενισχύει την εμπιστοσύνη στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, τα μέτρα που περιλαμβάνει η ανακοίνωση του Eurogroup δεν έχουν ακόμη εξειδικευθεί και ποσοτικοποιηθεί, ενώ από το χρονοδιάγραμμα δράσεων που ανακοινώθηκε δεν διαφαίνεται μια αποφασιστική και εμπροσθοβαρής ρύθμιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.

Συνεπώς, το πρόβλημα του δημόσιου χρέους δεν αντιμετωπίζεται σήμερα στο πλαίσιο της ευνοϊκής διεθνούς συγκυρίας των ιδιαίτερα χαμηλών επιτοκίων, αλλά μετατίθεται για επανεξέταση μετά το τέλος του προγράμματος.

Οι οριστικές αποφάσεις για το χρέος υπόκεινται, πρώτον, στη θετική συνολική αξιολόγηση του προγράμματος και, δεύτερον, στα πορίσματα μιας νέας ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους, η οποία θα γίνει το 2018.

Ωστόσο, η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει ότι υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για άμεσες ενέργειες ελάφρυνσης του χρέους.

Πρώτον, τα επιτόκια παγκοσμίως βρίσκονται σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα και η καμπύλη τους έχει σχετικά περιορισμένη κλίση, πράγμα που σημαίνει ότι, με το ίδιο κόστος, η τυχόν ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να είναι επωφελέστερη για την Ελλάδα αν γίνει σήμερα παρά μετά από μερικά χρόνια, όταν τα επιτόκια παγκοσμίως ενδεχομένως θα είναι υψηλότερα.

Δεύτερον, η ελάφρυνση του χρέους, εάν εφαρμοστεί τώρα, θα συμβάλει στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών προς τη χώρα, με αποτέλεσμα μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου, μείωση του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και ενίσχυση των επενδύσεων και των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Τα εύλογα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, (α) μετάθεση των λήξεων, (β) διαχρονική εξομάλυνση των πληρωμών τόκων, (γ) επανέναρξη της απόδοσης των κερδών της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος από τα χαρτοφυλάκια ελληνικών ομολόγων (ANFA και SMP) και (δ) ανταλλαγή των δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με δάνεια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.

Μείωση δημοσιονομικών στόχων

Σύμφωνα με ανάλυση που παρουσιάστηκε στην παρούσα έκθεση, τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να συνοδευθούν και από ελάφρυνση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου.

Συγκεκριμένα, ο τελικός στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης από 3,5% του ΑΕΠ μπορεί να μειωθεί σε 2% του ΑΕΠ μετά το 2018, ώστε να καταστεί δυνατή η ταχύτερη επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμους και σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.

Αλλωστε, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι ελάχιστες χώρες μπόρεσαν να διατηρήσουν πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως απαιτείται στην περίπτωση της Ελλάδος από το 2018 και μετά.

Σενάρια βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους που επεξεργάστηκαν τα στελέχη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος υποδηλώνουν ότι πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά είναι συνεπή με βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, αρκεί

(α) να μετατεθούν περαιτέρω οι λήξεις των δανείων κατά 20 έτη και

(β) να εξομαλυνθούν οι πληρωμές των τόκων που μεταφέρονται και κεφαλαιοποιούνται σε μια περίοδο 20 ετών.

Ταυτόχρονα, η υιοθέτηση χαμηλότερων δημοσιονομικών στόχων θα δώσει τη δυνατότητα για μείωση της φορολογίας, που σήμερα είναι υψηλή. Αυτό θα έχει ως συνέπεια ηπιότερες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία και κατ’ επέκταση υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης μεσομακροπρόθεσμα, γεγονός που θα καταστήσει ταχύτερη την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.

Προοπτικές ανάκαμψης

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, τους πρώτους μήνες του 2016 η οικονομική δραστηριότητα επηρεάστηκε αρνητικά από τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων αλλά και από τη μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του νέου προγράμματος, η οποία αρχικά αναμενόταν να ολοκληρωθεί το δ΄ τρίμηνο του 2015.

Αυτό συνέβαλε στο πάγωμα της χρηματοδότησης στο πλαίσιο του νέου προγράμματος, δυσχέρανε την ταμειακή διαχείριση, οδήγησε σε αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και αναζωπύρωσε την αβεβαιότητα για τις προοπτικές της οικονομίας.

Τα παραπάνω, μαζί με την αρνητική μεταφερόμενη επίδραση από το 2015, οδήγησαν στην κάμψη του ΑΕΠ για τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο. Συγκεκριμένα, η οικονομική δραστηριότητα κινήθηκε πτωτικά το α’ τρίμηνο του 2016, τόσο σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους (-1,4%) όσο και έναντι του προηγούμενου τριμήνου (-0,5%).

Οπως αναλύεται στην έκθεση, η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης αναμένεται να συμβάλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και στην ενίσχυση της ρευστότητας και να βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα το δεύτερο εξάμηνο του 2016.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, για το σύνολο του 2016 προβλέπεται οριακά αρνητικός ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ -0,3%, καθώς αναμένονται, στο γ΄ και το δ΄ τρίμηνο, θετικοί ρυθμοί μεταβολής που θα αντισταθμίσουν εν μέρει το αρνητικό αποτέλεσμα του α’ εξαμήνου του έτους.

Οι κίνδυνοι

Ωστόσο οι κίνδυνοι για την πορεία της ελληνικής οικονομίας παραμένουν. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος συνδέεται με την υπερβολική, κατά την άποψη της Τράπεζας της Ελλάδος, έμφαση στις αυξήσεις φόρων που αποφασίστηκε στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης για να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό της περιόδου 2016-2018.

Μια μεγαλύτερη του αναμενομένου υφεσιακή επίπτωση του αυξημένου φορολογικού βάρους θα είχε ως δευτερογενή επίδραση την απόκλιση των δημοσιονομικών στόχων για τα έσοδα.

Επιπλέον, τυχόν καθυστέρηση στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπονται στο πρόγραμμα θα περιορίσει την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα αναζωπύρωση της αβεβαιότητας, υπονόμευση του κλίματος εμπιστοσύνης και εξασθένηση των προοπτικών οριστικής εξόδου από την κρίση.

Επίσης, τυχόν επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης θα μπορούσε να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό και το εμπόριο, επιβραδύνοντας την ανάκαμψη της οικονομίας.

Παράλληλα, εξακολουθούν να υφίστανται κίνδυνοι και αβεβαιότητες όσον αφορά την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίοι μπορούν να επιβραδύνουν την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

Ρευστότητα τραπεζών

«Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης προοιωνίζεται περιορισμό της εναπομένουσας αβεβαιότητας» ξεκαθάρισε ο κ. Στουρνάρας, ο οποίος συμπλήρωσε ότι σε συνδυασμό με την αναμενόμενη έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση και την παγίωση συνθηκών οικονομικής ανάπτυξης και καθώς η προώθηση προσαρμογών και μεταρρυθμίσεων θα αποδίδει καρπούς, ο περιορισμός της αβεβαιότητας αναμένεται να οδηγήσει σε επιστροφή αποταμιεύσεων στις τράπεζες στην Ελλάδα και διεύρυνση της πρόσβασης των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων αλλά και εύρωστων εξωστρεφών ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων.

Εξάλλου, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα αποτελέσει το έναυσμα ώστε τα χρεόγραφα του Ελληνικού Δημοσίου να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις ανοικτής αγοράς, μέσω των οποίων το Ευρωσύστημα παρέχει χρηματοδότηση στις τράπεζες στη ζώνη του ευρώ με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους.

Μέχρι πρόσφατα, τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα συμμετείχαν στις συνήθεις πράξεις νομισματικής πολιτικής και σε στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος, αν και οι διαθέσιμες σε αυτά εξασφαλίσεις που γίνονται αποδεκτές ως ενέχυρο, σύμφωνα με το πλαίσιο του Ευρωσυστήματος, ήταν σχετικά περιορισμένες και αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από ομόλογα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕFSF).

Μάλιστα, μόλις τον Απρίλιο του 2016 επετράπη η πώληση στο Ευρωσύστημα ομολόγων τα οποία το EFSF είχε εκδώσει και εισφέρει κατά το παρελθόν προκειμένου να ενισχύσει την κεφαλαιακή βάση των ελληνικών τραπεζών.

Ανησυχία για τα κόκκινα δάνεια

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα του τραπεζικού συστήματος είναι το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών.

«Η ριζική αντιμετώπισή του, σε συνδυασμό με την πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και την αναμενόμενη αύξηση της ρευστότητας, κατόπιν της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, θα ενισχύσει την ικανότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να στηρίξουν με χρηματοδότηση την οικονομική ανάπτυξη της χώρας» ανέφερε.

Πράγματι, το 2015 κατέστη αναγκαία σημαντική αύξηση των προβλέψεων έναντι του πιστωτικού κινδύνου, με συνέπεια οι ζημίες των ελληνικών τραπεζών να διευρυνθούν και να φθάσουν τα 9 δισ. ευρώ.

Η ποιότητα των χαρτοφυλακίων δανείων των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων χειροτέρευσε, ώστε το μερίδιο των συνολικών ανοιγμάτων που χαρακτηρίζονται ως μη εξυπηρετούμενα να φθάσει το 44,2% τον Δεκέμβριο του 2015 από 39,9% τον Δεκέμβριο του 2014.

Το εν λόγω ποσοστό, σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία, αυξήθηκε περαιτέρω σε 45,2% τον Μάρτιο του 2016, ωστόσο η μεταβολή αυτή οφείλεται ουσιαστικά στη μείωση του παρονομαστή, καθώς η δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων δείχνει σημάδια εξασθένησης.

Είναι ενθαρρυντικό πάντως ότι το ποσοστό κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τις συσσωρευμένες προβλέψεις υπερβαίνει ελαφρά το 50%, ενώ οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας συνολικά του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, κατόπιν της ανακεφαλαιοποίησης, αυξήθηκαν πάνω από 16% το 2015.

Εξάλλου, έχουν εισαχθεί πρόσφατα πολλές βελτιώσεις στο θεσμικό περιβάλλον που προάγουν την αποτελεσματικότερη διαχείριση εκ μέρους των τραπεζών των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού.

Συγκεκριμένα, έχουν υιοθετηθεί σημαντικά νομοθετήματα με αντικείμενο την επιτάχυνση της αναγκαστικής εκτέλεσης και γενικότερα των διαδικασιών στα δικαστήρια, τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων νοικοκυριών, καθώς και την απλοποίηση της εξυγίανσης και της ειδικής εκκαθάρισης των επιχειρήσεων.

Εκτιμάται ότι οι πρωτοβουλίες που έχουν δρομολογηθεί για τους επόμενους μήνες αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικές τομές όσον αφορά τη δομή του ελληνικού τραπεζικού τομέα και την αναδιάταξη των εγχώριων τραπεζών.

Ειδικότερα, είναι αναγκαίο να υλοποιηθούν σύντομα:

• Η ανάπτυξη δευτερογενούς αγοράς δανείων (εξυπηρετούμενων ή μη), ώστε να διευρυνθεί ο αριθμός των συμμετεχόντων και να εμπλουτιστεί η τεχνογνωσία ως προς τη διαχείριση επισφαλών δανείων.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι κρίσιμη η επίτευξη των στόχων της ταχείας μείωσης του μεγάλου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, οι οποίοι θα συμφωνηθούν από κοινού με την Τράπεζα της Ελλάδος και την ΕΚΤ στο αμέσως προσεχές διάστημα.