Η εποχή της αθωότητας. Ως Κάσιους Κλέι, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν έκανε τα πρώτα του βήματα στα ρινγκ της επαγγελματικής πυγμαχίας | Action Images / Sporting Pictures/File Photo
Επικαιρότητα

Από τον Κάσιους Κλέι στον Μοχάμεντ Αλι

Ο μεγαλύτερος πυγμάχος όλων των εποχών έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών. Χτυπημένος από τη νόσο πάρκινσον, αλλά νικητής σε όλες τις άλλες μάχες που έδωσε. Κυρίως σε αυτές που έδωσε εκτός ρινγκ, αλλάζοντας όχι μόνο το όνομά του αλλά και τις αντιλήψεις των Αμερικανών
Sportscaster

Ο Μοχάμεντ Αλι, ο θρυλικός πυγμάχος που κατέκτησε τα ρινγκ με τις γροθιές του και όλο τον κόσμο με την καρδιά του, έπεσε νοκ-άουτ, οριστικά, στα 74 του χρόνια. Για πρώτη και τελευταία. Εχοντας παλέψει επί 33 χρόνια με το Πάρκινσον, «έσβησε» τα ξημερώματα του Σαββάτου σε νοσοκομείο του Φίνιξ όπου νοσηλευόταν με σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα.

Τα αθλητικά του επιτεύγματα είναι αδιαμφισβήτητα.

Ακόμη και σήμερα, 35 χρόνια μετά τον τελευταίο αγώνα της μυθικής καριέρας του, παραμένει ο μοναδικός που κατέκτησε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων βαρών τρεις φορές (και τον υπερασπίστηκε με επιτυχία 19).

Πάνω απ’ όλα, χάρισε στο μποξ μια σειρά από μνημειώδεις αγώνες, οι οποίοι διαφήμισαν όσο τίποτε άλλο το παρεξηγημένο -στην εποχή του- σπορ.

«Δεν γνωρίζω τίποτα για το Βιετνάμ και δεν έχω τίποτα να χωρίσω με τους Βιετκόνγκ. Τουλάχιστον, αυτοί δεν με φωνάζουν βρωμο-νέγρο»

Ο Αλι, όμως, έμελλε να γίνει διάσημος και αγαπητός, και πέρα από τα σχοινιά. Για τις ιδέες του, τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες του, το φιλανθρωπικό του έργο. Ο ανίκητος μποξέρ -εκτός από κορυφαία αθλητική φυσιογνωμία του 20ου αιώνα- υπήρξε ένας ακτιβιστής της ζωής, ο οποίος δεν έπαψε να μάχεται για θρησκευτική ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη και φυλετική ισονομία. Εκεί πέτυχε τους μεγαλύτερους θριάμβους του, συχνά με τεράστιο προσωπικό κόστος.

Στις 18 Φεβρουαρίου 1966, ο 24χρονος -τότε- παγκόσμιος πρωταθλητής, που ήταν ήδη διάσημος και για τις ριζοσπαστικές πολιτικές του θέσεις, προκάλεσε σοκ στην αμερικανική (και διεθνή) κοινή γνώμη ανακοινώνοντας την απόφασή του να μην πολεμήσει στο Βιετνάμ. Μυημένος στο κίνημα των «Μαύρων Μουσουλμάνων», ο Αλι αρνήθηκε τη στράτευση για λόγους συνείδησης, ως μουσουλμάνος ιερέας. «Δεν γνωρίζω τίποτα για το Βιετνάμ και δεν έχω τίποτα να χωρίσω με τους Βιετκόνγκ. Τουλάχιστον, αυτοί δεν με φωνάζουν βρωμο-νέγρο», είχε εξηγήσει στα αμερικανικά ΜΜΕ, βάζοντας τις αρχές του πάνω από την καριέρα και τη δημοφιλία του. Σε μία εποχή που η πλειονότητα των Αμερικανών τασσόταν αναφανδόν υπέρ των πολεμικών επιχειρήσεων στο Βιετνάμ, εκείνος εγκαινίαζε μια περίοδο προσωπικών συγκρούσεων και δικαστικών μαχών.

Με τον προπονητή του Ανγκελο Νταντί το 1967 στο Τέξας (Reuters)

Το πλήρωσε. Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ τον έσυρε σε δίκη, και το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο ως αντιρρησία συνείδησης. Καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση (η ποινή αναιρέθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ), ενώ η Ομοσπονδία Πυγμαχίας τού αφαίρεσε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή, απαγορεύοντας τη συμμετοχή του στους αγώνες τα επόμενα τριάμισι χρόνια. Μέχρι το 1970, που επανήλθε στη δράση, η καριέρα του -και η ζωή του- είχαν ναυαγήσει.

Νωρίτερα, αφού αναζήτησε πνευματική καθοδήγηση, είχε προσχωρήσει (το 1964) στο «Εθνος του Ισλάμ» -τη θρησκευτική μειονότητα των μουσουλμάνων αφρο-αμερικανών- και είχε μετονομαστεί από Κάσιους Μαρσέλους Κλέι σε Μοχάμεντ Αλι, θεωρώντας πως μέχρι τότε κατείχε το «όνομα ενός δούλου». Για ένα χρονικό διάστημα ήταν ο «Κάσιους Χ», προτού καταλήξει στο όνομα με το οποίο θα τον γνώριζε όλος ο κόσμος.

Ο Κλέι είχε μέσα του μεγάλη οργή. Και θλίψη, για όσα έβλεπε να συμβαίνουν γύρω του. Ηθελε να φωνάξει για τις αδικίες. Αλλά, για να ακουστεί η φωνή του, έπρεπε να γίνει «κάποιος»

Μεγαλώνοντας σε πολιτεία του αμερικανικού Νότου, στο Λούιβιλ του Κεντάκι (εκεί θα κηδευθεί), όπου οι φυλετικές διακρίσεις ήταν τρόπος ζωής, ο μικρός Κάσιους είχε βιώσει από μικρός τον ρατσισμό και τις προκαταλήψεις. Λέγεται, μάλιστα, οτι η πρόωρη ενασχόλησή του με την πυγμαχία -στα 12- είχε να κάνει με τα περιστατικά βίας που έζησε στους δρόμους, πέφτοντας και ο ίδιος (αν και παιδί, τότε) θύμα του διαχωρισμού λευκών και μαύρων.

Υπάρχει κι ένας αστικός μύθος, για το πώς ο μικρός Κλέι στράφηκε στο μποξ. Στα 12 του, όταν του έκλεψαν το ποδήλατο, πήγε σε έναν αστυφύλακα -ονόματι Τζο Μάρτιν- για να διαμαρτυρηθεί. Ηταν έξαλλος και φώναζε οτι θα βρει τον κλέφτη και θα τον σπάσει στο ξύλο. Ο αστυνομικός τον κοίταξε χαμογελώντας και του απάντησε: «Καλό θα ήταν, πριν αρχίσεις να προκαλείς τον κόσμο, να μάθεις να παλεύεις». Κατά σύμπτωση, ο Μάρτιν -παράλληλα με τη δουλειά του στην Αστυνομία- προπονούσε πιτσιρικάδες στο μποξ, στο τοπικό γυμναστήριο. Κι έγινε ο πρώτος του προπονητής.

Νέα Υόρκη, 1971. Η πρώτη από τις επικές μάχες του Αλι με τον Τζο Φρέιζερ (δεξιά)

Ο Κλέι είχε μέσα του μεγάλη οργή. Και θλίψη, για όσα έβλεπε να συμβαίνουν γύρω του. Ηθελε να φωνάξει για τις αδικίες. Αλλά, για να ακουστεί η φωνή του, έπρεπε να γίνει «κάποιος». Εγινε το 1960, κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης. Οταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, τον υποδέχτηκαν σαν ήρωα. Τότε άρχισαν όλα, σύμφωνα με έναν άλλο αστικό μύθο. Τις πρώτες ημέρες μετά τον θρίαμβό του στη Ρώμη, είχε το μετάλλιο μονίμως κρεμασμένο στον λαιμό του. Θεωρούσε οτι αυτή η επιτυχία δεν ανήκε στον ίδιο, αλλά σε όλους τους μαύρους της πόλης του. Και ήθελε να το επιδεικνύει. Οι λευκοί συμπολίτες του, όμως, δεν συγκινήθηκαν. Το αποκορύφωμα ήταν, όταν επισκέφθηκε ένα εστιατόριο και αρνήθηκαν να τον σερβίρουν, επειδή ήταν μαύρος. Οταν πήγε να κάνει φασαρία, τον απείλησαν με όπλο. Φεύγοντας από το μαγαζί, θυμωμένος και στεναχωρημένος, πέταξε το μετάλλιο στον ποταμό Οχάιο.

Πολλά χρόνια αργότερα, στην Ατλάντα (όπου συγκλόνισε τον κόσμο όταν με τρεμάμενο χέρι έκανε την αφή της Ολυμπιακής Φλόγας), ρωτήθηκε για το τι απέγινε -τελικά- εκείνο το μετάλλιο. Για να δώσει, μιλώντας με δυσκολία, την απάντηση: «Α, εκείνο; Το έχω χάσει από καιρό. Ούτε καν θυμάμαι πού το έχω βάλει…».

Δείτε φωτογραφίες από τη ζωή του έξω από τα ρινγκ

Τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο τον κατέκτησε το 1964. Ηταν πρωταθλητής βαρέων βαρών από το 1964 έως το 1967, από το 1974 έως το 1978, και το 1978-1979. Ο κοινωνικός ακτιβισμός τού είχε στερήσει τα καλύτερα χρόνια της καριέρας του (1967-1970). Οταν επέστρεψε στο επαγγελματικό μποξ μετά τη δικαστική του περιπέτεια, στα τέλη του 1970, ο Αλι κέρδισε τον πρώτο του αγώνα και το 1971 αντιμετώπισε τον Τζο Φρέιζερ, στο ματς που θα έμενε στην ιστορία ως «η Μάχη του Αιώνα». Ο Φρέιζερ νίκησε, στα σημεία, όμως ο Αλι πήρε την εκδίκησή του το 1975, στις Φιλιππίνες, έπειτα από 14 αιματοβαμμένους γύρους.

Το 1981, ο Αλι έδωσε τον τελευταίο του αγώνα, χάνοντας τον τίτλο του πρωταθλητή βαρέων βαρών. Την επόμενη μέρα ανακοίνωσε οτι αποσύρεται, έχοντας νικήσει στους 56 από τους 61 αγώνες που είχε δώσει, με 37 νοκ άουτ και 19 τεχνικές αποφάσεις. Στις πέντε ήττες του, οι τέσσερις ήταν με τεχνικές αποφάσεις και μία με εγκατάλειψη. Tο Sports Illustrated και το BBC τον ανέδειξαν σε αθλητή του αιώνα. «Θέλω να με θυμούνται σαν έναν άνθρωπο που δεν πούλησε ποτέ τους δικούς του. Αν όχι, απλώς σαν έναν καλό πυγμάχο», έλεγε ο ίδιος.

Δεκέμβριος 1999, στην εκδήλωση του Sports Illustrated, το οποίο τον ανακήρυξε κορυφαίο αθλητή του 20ου αιώνα (REUTERS/Mike Segar/File Photo)

Εκτοτε, αφοσιώθηκε στη φιλανθρωπία. Αφού ανακοίνωσε ότι έπασχε από τη νευροεκφυλιστική νόσο του Πάρκινσον, το 1984, ίδρυσε το κέντρο «Muhammad Ali Parkinson Center», στο Φίνιξ της Αριζόνα, και αφιερώθηκε στην εξεύρεση κονδυλίων για το έργο του σωματείου του. Παραλλήλως, έθεσε τη διασημότητά του στην υπηρεσία οργανώσεων και φιλανθρωπικών οργανισμών, μεταξύ των οποίων το «Special Olympics» και το «Make a Wish Foundation», ενώ ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου για να βοηθήσει όσους είχαν ανάγκη. Για το έργο του στις αναπτυσσόμενες χώρες ο ΟΗΕ τον ανακήρυξε -το 1998- πρεσβευτή καλής θελήσεως.

Το 2005 τιμήθηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο Ελευθερίας, από τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους, τον νεότερο. Από τη δεκαετία των 80’s, όλοι οι υποψήφιοι πρόεδροι των ΗΠΑ αναζητούσαν την υποστήριξή του. Ματαίως προσπάθησαν να εντάξουν στο «Σύστημα» τον άνθρωπο που επί δυο δεκαετίες κυνηγήθηκε αλύπητα από το «Σύστημα». Αλλά ο Αλι ήταν παρών μόνο στην ορκωμοσία του Μπαράκ Ομπάμα (το 2009), του πρώτου αφρο-αμερικανού προέδρου των ΗΠΑ.

Ο Λευκός Οίκος τον τίμησε δια χειρός Τζορτζ Μπους το 2005 (REUTERS/Kevin Lamarque/File Photo)

Η τελευταία δημόσια παρέμβασή του, τον περασμένο Δεκέμβριο, είχε στόχο τον ρεπουμπλικάνο υποψήφιο για την προεδρία των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Ο Αλι στράφηκε ανοιχτά εναντίον του, εξαιτίας των ακραίων δηλώσεων του Τραμπ περί απαγόρευσης εισόδου, στις ΗΠΑ, σε μουσουλμάνους μετανάστες. Ταυτοχρόνως, ο Αλι κάλεσε όλους τους ομόθρησκούς του να απορρίψουν την ιδεολογία της Τζιχάντ.

«Ως μουσουλμάνοι οφείλουμε να αντισταθούμε σε εκείνους που χρησιμοποιούν το Ισλάμ για να προωθήσουν την προσωπική τους ατζέντα. Είμαι μουσουλμάνος και δεν υπάρχει τίποτα το ισλαμικό στο να δολοφονείς αθώους ανθρώπους, στο Παρίσι, στο Σαν Μπερναντίνο ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Οι αληθινοί μουσουλμάνοι γνωρίζουν ότι η ωμή βία των ισλαμιστών τζιχαντιστών αντιτίθεται στις αξίες της θρησκείας», ανέφερε τότε ο Μοχάμεντ Αλι σε γραπτή δήλωσή του προς το Reuters.

Τα τελευταία χρόνια ζούσε στο πλευρό της τέταρτης συζύγου του, της Γιολάντα Ουίλιαμς, με την οποία είχε παντρευτεί το 1986. Από τους τέσσερις γάμους του απέκτησε επτά κόρες και δυο γιους. Η νεώτερη κόρη του, η 39χρονη Λέιλα, ακολούθησε τα βήματά του, αν και ο Αλι είχε ταχθεί δημοσίως κατά της γυναικείας πυγμαχίας. Προσφάτως τον ρώτησαν αν -παρά τις αντιρρήσεις του- τη συμβουλεύει. Απάντησε με το παλιό, αγαπημένο του τσιτάτο: «Οι πρωταθλητές δεν χτίζονται στα γυμναστήρια. Γίνονται με αυτό που έχουν μέσα τους: την πίστη, το όραμα και την καρδιά».