Είχε προειδοποιήσει ο (νεομαρξιστής) Ευκλείδης Τσακαλώτος λίγο μετά την ανάληψη καθηκόντων υπουργού Οικονομικών: «Στην οικονομική πολιτική θα λάβουμε αποφάσεις με ταξικό πρόσημο».
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διεκδίκησε ποτέ διαπιστευτήρια πολιτικού ή οικονομικού ορθολογισμού. Οπως και ο Αλέξης Τσίπρας με τη διχαστική ρητορική του δεν προσποιήθηκε ποτέ ότι είναι Πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων. Ο τρόπος με τον οποίο απαξίωσε τους «Μένουμε Ευρώπη» στην τελευταία του ομιλία στη Βουλή είναι ενδεικτικός. Η παραδοχή του Βάλντις Ντομπρόβσκις ότι δεν ήταν οι εκπρόσωποι των δανειστών, αλλά η κυβέρνηση αυτή που επέλεξε τη φορομπηχτική πολιτική, δεν είναι παρά η επίσημη ομολογία αποδοχής του ευκλείδιου δόγματος.
Τι είπε ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν (στην «Καθημερινή»); Οτι ήταν επιλογή της κυβέρνησης να προχωρήσει σε αύξηση φόρων αντί περιστολής δαπανών. Οπως είπε, «κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων τονίζαμε ότι οι μειώσεις δαπανών θα επηρέαζαν λιγότερο την ανάπτυξη από τις αυξήσεις φόρων, τις οποίες επέλεξε η ελληνική κυβέρνηση. Οι ελληνικές αρχές, όμως, πρέπει να αποφασίσουν τα μέτρα. Η ελληνική κυβέρνηση είχε ισχυρή προτίμηση στο να αυξηθούν οι φόροι και όχι να μειωθούν οι δαπάνες».
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην έχει την περίφημη «ιδιοκτησία» (ownership) του προγράμματος, την οποία βδελύσσεται, έχει, όμως, την ιδιοκτησία της επικείμενης φορολαίλαπας. Διότι γνωρίζει, όπως και οι δανειστές, ότι σε μια περίοδο που έχει καεί σχεδόν όλο το λίπος της οικονομίας, περιστολή δαπανών σημαίνει περικοπές στις αποδοχές όσων αποτελούν (ή αποτέλεσαν) την εκλογική της πελατεία: δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους.
Αυτό στο οποίο δεν απάντησε ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Ντομπρόβσκις είναι γιατί οι αξιωματούχοι της επιτρέπουν στην κυβέρνηση να λαμβάνει μέτρα που ξέρουν εκ των προτέρων ότι δεν θα αποδώσουν
Γιατί, άραγε, η «κοινωνικά ευαίσθητη» κυβέρνηση της Αριστεράς δεν προχωρά σε μείωση των αμυντικών δαπανών για να σώσει τους «αδυνάμους» που υπερασπίζεται; Προφανώς για να μην δυσαρεστήσει τον βολικό – και κυρίως σιωπηλό – συγκυβερνήτη Πάνο Καμμένο, ο οποίος υποσχέθηκε στους ένστολους αποκατάσταση των μισθών τους μόνο και μόνο για να καταπιεί τη δέσμευσή του, μαζί με την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου και των παρελκόμενων.
Βέβαια, αυτό στο οποίο δεν απάντησε ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Ντομπρόβσκις είναι γιατί οι αξιωματούχοι της επιτρέπουν στην κυβέρνηση να λαμβάνει μέτρα που ξέρουν εκ των προτέρων ότι δεν θα αποδώσουν. Ομοίως, κορυφαίοι παράγοντες της ευρωζώνης δεν έχουν απαντήσει στο ερώτημα γιατί έχουν επιβάλει στην Ελλάδα πρωτογενή πλεονάσματα που ξέρουν ότι δεν θα βγουν, πόσω μάλλον με μια κυβέρνηση εχθρική προς τις επενδύσεις και το επιχειρείν.
Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για το παιχνίδι εξουσίας ανάμεσα στον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και το Eurogroup (δηλαδή το Βερολίνο και δη τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε). Ο πρόεδρος της Κομισιόν προσπαθεί να αποδείξει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να επιβάλει τους δικούς της όρους. Σε απλά ελληνικά, ο όρος πιο «πολιτική» Κομισιόν εκφράζεται ενίοτε και ως στραβά μάτια στα υιοθετούμενα από την κυβέρνηση μέτρα, πόσω μάλλον στην εφαρμογή τους. Εσχάτως, εκδηλώνεται και με υπερβολικά φιλικές προς τον Αλέξη Τσίπρα δηλώσεις από Επιτρόπους, όπως ο Πιερ Μοσκοβισί που πασχίζει να στηρίξει το αφήγημα περί… success story στην Ελλάδα, καθώς κανένας, ειδικά στην Κομισιόν, δεν θέλει να ξαναζήσει το καλοκαίρι του 2015.
Το πρόβλημα για τον Μοσκοβισι, την Κομισιόν και την κυβέρνηση είναι ότι το οικοσύστημα του Eurogroup είναι διαφορετικό. Εκεί κανένας δεν πανηγυρίζει για τις επιτυχίες της κυβέρνησης. Και κανένας δεν εμπιστεύεται τις εκτιμήσεις της Κομισιόν. Η επιμονή στον μηχανισμό περιστολής δαπανών που αποτελεί έμμεση αποδοχή των μέτρων «υπό αίρεση» που απαιτούσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως έμμεσο «άδειασμα» στις αισιόδοξες προβλέψεις της Κομισιόν.
Σε ό,τι αφορά το ελληνικό ζήτημα και οι μεν (Κομισιόν) και οι δε (Eurogroup) έχουν, πάντως, ένα κοινό: πετάμε την μπάλα στην κερκίδα. Οπως θα το έθετε και ο Ντομπρόβσκις, «we kick the can down the road» (κλωτσάμε το τενεκεδάκι στο δρόμο…). Δεν θα είναι η πρώτη φορά που τα νούμερα δεν θα βγαίνουν.