Επικαιρότητα

Γιάννης Βόγλης, η ζωή του και μια ατάκα

Εφυγε από τη ζωή σε ηλικία 79 ετών ο Γιάννης Βόγλης, μια από τις αρχετυπικές και σεμνές μορφές του σινεμά, του θεάτρου και της τηλεόρασης. Εφυγε ο γήινος ηθοποιός που μας χάρισε μια αξέχαστη κινηματογραφική ατάκα. Που όπως ο ίδιος είχε διηγηθεί, κάποιος του είχε πει ότι αυτή η φράση θα τον κυνηγάει μια ζωή. Και πέρα από αυτήν...
Protagon Team

Το σινεμά είναι συχνά μια σκηνή, μια ατάκα τόσο δυνατή που νομίζεις ότι θα αντηχεί για πάντα. Το «στάσου, μύγδαλα», σύμβολο του ναΐφ ελληνικού κινηματογράφου, είναι μια τέτοια. Η κραυγή του βοσκού Γιάννη Βόγλη που κυνηγά την φοβισμένη τουρίστρια Αν Λόμπεργκ στο «Κορίτσια στον Ηλιο» του 1968, θα μείνει στην ιστορία του σινεμά. Και κάθε τι άλλο για τη ζωή και το έργο αυτού του σπουδαίου κινηματογραφικού και θεατρικού ηθοποιού, που την Τετάρτη έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 79 ετών, θα καλύπτεται από αυτήν.

Ο Γιάννης Βόγλης, που πέθανε ύστερα από σύντομη νοσηλεία στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1937. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη και πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο έγινε στη παράσταση «Η άνοδος του Αρτούρο» το 1961, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο το 1960 στο θαυμάσιο φιλμ «Ερόικα», την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Κοσμά Πολίτη από τον Μιχάλη Κακογιάννη. Ακολούθησαν ρόλοι που ταίριαζαν στο γήινο παρουσιαστικό του, μεταξύ αυτών «Το Αίμα Βάφτηκε Κόκκινο», μια απόπειρα «ελληνικού γουέστερν», πλάι στον Νίκο Κούρκουλο και τον Μάνο Κατράκη.

Αλλά έγινε διάσημος με την ταινία «Κορίτσια στον Ηλιο» το 1968. Οπου και το «στάσου, μύγδαλα». Που προέκυψε λίγο πολύ από τύχη.

Εκείνη η σκηνή, θυμάται tovima.gr, προστέθηκε στην ταινία στην επιμήκυνσή της, αφού τα γυρίσματα στο υπέροχο τότε Μπατσί της Ανδρου είχαν ήδη ολοκληρωθεί υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Βασίλη Γεωργιάδη.

Είχε διηγηθεί λοιπόν ο Γιάννης Βόγλης: «Φορούσα την κάπα και ήταν πολύ βαριά. Το γυρίζαμε πάνω-κάτω συνέχεια. Κάποια στιγμή μπάφιασα και είπα στον Γεωργιάδη: “Ελα, ρε Βασίλη, αφού το ‘χουμε το πλάνο, βαρέθηκα πια, στάσου μύγδαλα, στάσου μύγδαλα”. Κι εκείνος γυρνά και μου λέει: “Βόγλη! Αυτή η φράση θα σε κυνηγάει σ’ όλη σου τη ζωή”. Και είχε δίκιο».

O Γεωργιάδης είχε απόλυτο δίκιο. Αυτή η φράση και αυτός ο ρόλος, σφράγισαν ανεξίτηλα την καριέρα του Γιάννη Βόγλη.

Ακολούθησαν δεκάδες άλλοι σημαντικοί ρόλοι, στο σινεμά –στη διάρκεια της καριέρας του εμφανίστηκε και σε διεθνείς παραγωγές όπως το «Κραυγή Γυναικών» του Ζιλ Ντασέν ή το «Γλυκειά Πατρίδα» του Κακογιάννη– αλλά και στη νεογέννητη τότε ελληνική τηλεόραση και βεβαίως στο θέατρο: και τα τρία ο Βόγλης τα υπηρέτησε με μια σεμνότητα σπάνια για έναν χώρο που έχει συνηθίσει να αποθεώνει το φαίνεσθαι αντί του είναι. Αλλά και πάλι, παρά τους ρόλους, σταθερά το κοινό επέστρεφε σε αυτήν ταινία, εκείνο το αδιέξοδο καλοκαιρινό love story με την Αναμπελ, ως σημείο αναφοράς για τον Γιάννη Βόγλη.

Ισως γιατί η παρουσία του σε αυτήν δεν ήταν απλά εκείνη ενός πρωταγωνιστή.

Ηταν ιδέα του Βόγλη το Μπατσί για τα γυρίσματα: «Η μητέρα μου ήταν από την Ανδρο, από το Πάνω Κόρθι», είπε «και έτσι γνώριζα πολύ καλά το νησί αλλά και τους κατοίκους του. Επί χρόνια κάθε καλοκαίρι παραθέριζα στο Μπατσί».

Τα χρήματα της παραγωγής ήταν ελάχιστα και ο Βόγλης χρησιμοποίησε τις γνωριμίες του με τους ντόπιους: φρόντισε για τη φθηνή διαμονή του συνεργείου και των ηθοποιών στα ξενοδοχεία.

Ολα πήγαν θαυμάσια στα γυρίσματα, ακολούθησε το μοντάζ και η πρώτη δοκιμαστική προβολή στο στούντιο Αλφα, παρόντος του Σταύρου Ξαρχάκου, ο οποίος θα έγραφε τη μουσική.

«Μετά την προβολή, από το στούντιο Αλφα ως τη διασταύρωση της λεωφόρου Αλεξάνδρας με την Κηφισίας δεν μιλούσε κανείς μέσα στο αμάξι» είχε θυμηθεί ο Βόγλης. «Ωσπου κάποια στιγμή ο (παραγωγός Κλέαρχος) Κονιτσιώτης λέει: “Τώρα πείτε μου, τι είδαμε;”. Είχε κάτι αυτή η ταινία που δεν μπορούσαμε να προσδιορίσουμε». Ο ίδιος ο Βόγλης, τότε, την είχε παρομοιάσει με ένα ποτήρι σαμπάνια. «Ευχάριστο όταν το πίνεις αλλά μετά σου αφήνει μια μικρή πίκρα».

Ισως να είναι και αυτή η πίκρα για την απώλεια του Γιάννη Βόγλη. Οτι ίσως του άξιζε κάτι καλύτερο από αυτήν την όμορφη κληρονομιά.

Το Ποτάμι σε ανακοίνωσή του έσπευσε να σημειώσει «Ο Γιάννης Βόγλης που μας άφησε σήμερα δεν ήταν μια τυπική περίπτωση υπηρέτη της Τέχνης. Ενσάρκωσε μεγάλους ρόλους στο Θέατρο και τον Κινηματογράφο και υπηρέτησε την Τέχνη του χωρίς εκπτώσεις. Αλλά δεν σνόμπαρε και το καλό μαζικό σινεμά. Γιατί όπως είχε πει και ο ίδιος, σαν γνήσιος εργάτης της Τέχνης, χρειάστηκε να ξεπληρώσει και τα προσωπικά του χρέη. Μας αφήνει παρακαταθήκη εκτός από το Χρέος προς την Τέχνη και τη διακριτική, πιστή και ανυστερόβουλη στράτευσή του στις μεγάλες αξίες της Δημοκρατίας και της Κεντροαριστεράς. Δε νομίζουμε ότι ο ίδιος θα έκανε διακρίσεις ανάμεσα στους ρόλους που ερμήνευσε. Αλλά θα μας επέτρεπε ίσως να ξεχωρίσουμε αυτόν του Δημήτρη Μαρκουζή στην “Αντίστροφη Μέτρηση”. Του ανυποχώρητου στις αξίες του καθηγητή που επιστρέφει μετά από χρόνια στην Ελλάδα για να υπηρετήσει την πατρίδα του και το λαό του. Και που το σύστημα που δεν ανέχεται τους άξιους τον πολεμά- πόσο τραγικά επίκαιρο. Στους οικείους του απευθύνουμε τα ειλικρινή μας συλλυπητήρια».