Ο Ζάχος Χατζηφωτίου πήγε για πρώτη φορά στο Ζόναρς το 1940. Εγώ πήγα το βράδυ της Πέμπτης. Εκείνος είναι 93 ετών. Εγώ, αν φτάσω εκεί πάνω, θα χρειαστεί να ξοδέψω το μεγαλύτερο μέρος του αιώνα μας. Δεν έχω διαβάσει κανένα σημείωμα του στον «Ταχυδρόμο», δεν γνωρίζω τα βιβλία του και, ασφαλώς, δεν παρακολούθησα ούτε ένα από τα περίφημα «Πεντάλεπτα» του στη δημόσια τηλεόραση.
«Φαντάσου την αυθεντική εκδοχή του Χρήστου Ζαμπούνη, στο σωστό χρόνο με το κατάλληλο ύφος» μου εξήγησε μία έμπειρη φωνή. Ετσι άκουσα για πρώτη φορά περί του «Ιακχου» και της στήλης του στον «Ταχυδρόμο». Ηταν, λέει, κάτι σαν το άλμπουμ της κοσμικής Αθήνας. Αν δεν ήσουν εκεί, απλώς, δεν υπήρχες. Δυστυχώς, όμως, αυτό το είδος του ρεπορτάζ εξέλιπε. Μην ήταν, μου λένε, η επέλαση του πασοκικού lifestyle; Μήπως ο θρίαμβος του βιοτέχνη επί του αστού, ξεπεσμένου βιομηχάνου; Ισως τελικά να ήταν η αποδοχή των καταβολών της πρωτεύουσας. Ένα χωριό ήταν και από πολλά χωριά ήρθαν οι κάτοικοι της. Ας είναι. Με αυτές τις σκέψεις, που δεν βάρυναν διόλου τη διάθεση μου, διέσχισα την είσοδο του Ζόναρς για την παρουσίαση του βιβλίου που συνέγραψε ο Χρήστος Ζαμπούνης.
Τίτλος, «Τάμα στη Μύκονο». Μη φαντάζεστε κάτι θρησκευτικό. Μυθιστόρημα είναι. Φιλοξενεί έναν Αλβανό που στο τέλος πάει φυλακή. «Χειροκροτήστε» είπε ο Ζάχος Χατζηφωτίου μόλις έδωσε τη σχετική πληροφορία. Χειροκρότησαν. Εγώ αναρωτήθηκα μήπως ο «Ιακχος» ήταν ταμένος στη Μύκονο. Σκέφτηκα να κάνω μία διονυσιακή σπονδή με το λευκό κρασί, αλλά λυπήθηκα το δάπεδο.
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη Λου. Στη Λου, είπατε; Ναι, στη Λου. Και την είδα, ήταν εκεί. Γύριζε στο σαλόνι του Ζοναρς. Στα τέσσερα. Η Λου είναι σκυλίτσα και, τι κρίμα, δεν κατάλαβε λέξη από την τιμή που της έγινε. Δεν μπόρεσε καν να εκτιμήσει ότι την αγκαλιάζουν τα χέρια του Χρήστου Ζαμπούνη. Χέρια που έχουν αγγίξει γαλαζοαίματους, μπατόν στις Αλπεις, μαχαιροπήρουνα στο Παρίσι.
Δεν ήταν, όμως, μόνο η Λου και η Μύκονος. Ηταν φυσικά και ο ΠΑΟΚ. Είναι γνωστά τα αισθήματα του Χρήστου Ζαμπούνη. Και του Κώστα Ζουράρι, φυσικά. Βουλευτής των ΑΝΕΛ και ιδιαίτερη περσόνα της δημόσιας ζωής μας.
Όταν έφθασα στο κολακευτικά φωτισμένο Καφέ Ζόναρς, ο Χρήστος Ζαμπούνης, κομψότατος μέσα σε ένα καλοραμμένο κοστούμι, έδινε συνέντευξη χαμογελαστός και ευδιάθετος στην είσοδο του μαγαζιού. Γύρω του κυρίες με ψηλοτάκουνες γόβες και κόκκινες σόλες, στενά φορέματα γραφείου, ξανθό σαντρέ σοφιστικέ, καμία τρέσα, κανένα παραπάτημα, κανένας γυναικείος λαιμός με υπερδοσολογία ποσότητας ή ποιότητας κακού αρώματος. Κύριοι με πούρα και ποσέτ, περιποιημένα μούσια και ανάλογο εκτόπισμα του μπονβιβέρ που έχει χιπστεροποιηθεί σε επίπεδο τόσο όσο και άλλοι μεγαλύτερης ηλικίας με αστικό στιλ άλλης εποχής και ευγενικής συμπεριφοράς κάθε εποχής.
Και επειδή η πρωταρχική οντολογία του σαβουάρ βιβρ είναι η απαραβίαστη ταύτιση με τους κανόνες του, η παρουσίαση δεν ξεκίνησε με καθυστέρηση και όλοι μπήκαν στη σωστή ώρα στην επενδυμένη με ξύλο αίθουσα και αισθητικής με ταυτότητα «απενεχοποίησης των στερεοτύπων των εστέτ».
Στο εσώφυλλο των βιβλιών υπάρχει το πρωτόγονο χάσταγκ, που κάθε άλλο παρά αμένσιοτο δεν είναι, αλλά σχόλιο με βαθιά σημειολογία. Ο συγγραφέας αφήνει τον εαυτό του απροκάλυπτα ελεύθερο και αφιερώνει στο πρόσωπου που τον βοήθησε και τον ενέπνευσε με την παρουσία του και τα καμώματα του -ενδεχομένως- στη συγγραφή.
Παρόλο που η ομορφιά της Λου ήταν απαράμιλλη, την βραδιά έκλεψε ο Ζάχος Χατζηφωτίου. Ελκυστικά σικάτος, εγκάρδιος και έντιμος, αφού από την αρχή της ομιλίας του ζήτησε κατανόηση λόγω των κρυφών ματιών που θα έριχνε στις σημειώσεις του, αφόπλισε το κοινό με το εκλεπτυσμένο του χιούμορ, το σύγχρονο τρόπο σκέψης του και την καλαισθησία της παρουσίας του. Δήλωσε πως έχει να επισκεφθεί το Νησί των Ανέμων είκοσι χρόνια και δεν θέλει να ξαναπάει, γιατί τον πληγώνει ο τρόπος που έχει καταπατηθεί από το σύγχρονο λάϊφσταιλ ο τόπος. Μίλησε με τα καλύτερα λόγια για το φίλο του Χρήστο και για το νέο του συγγραφικό έργο και θύμισε στο κοινό τις καλές εποχές των μορφωμένων ανθρώπων της τηλεόρασης, των έξω καρδιά παρουσιαστών που δεν εκλαϊκεύουν αυτά που θέλουν να πουν, αλλά φέρνουν πιο κοντά το κοινό με τον ιδιάζοντα και ξεχωριστό τρόπο τους. Στιγμή δεν άφησε να φανεί η σωματική του καταπόνηση, μιας και όπως ενημέρωσε ο Χρήστος Ζαμπούνης τους φίλους του, ο Ζάχος Χατζηφωτίου είχε βγει πριν λίγες ώρες από το νοσοκομείο και είχε μείνει ακέραιος στην υπόσχεση να παρεβρεθεί και να μιλήσει για το βιβλίο του. Ενας πραγματικός κύριος, που συμβόλισε με την παρουσία του όσο κενά της αστικής αθηναϊκής ευγένιας και όμορφου τρόπου ζωής έχουμε ξεχάσει πως υπάρχουν.
Το απολαυστικό περιστατικό της μικρής σύμπραξης του Κώστα Ζουράρι στο πάνελ των φίλων του Χρήστου Ζαμπούνη, που μίλησαν για το βιβλίο, ήταν επίσης αξέχαστο. Η λατρεία για τον ΠΑΟΚ συνδέει τον συγγραφέα και τον πολιτικό και ανάλογοι αστεϊσμοί έλαβαν χώρα. Μας έμεινε ότι πάνω από όλα βρίσκεται η ομάδα και καλά κάνει, γιατί τις αντρικές φιλίες κάτι τέτοιου είδους πράγματα τις κρατάνε ζωντανές. Χειροκρότησαν όλοι τους δύο φίλους, ΠΑΟΚτσήδες και μη.
Φεύγοντας από την παρουσίαση, «κατακαθόταν» μέσα σου η αίγλη της καλής αστικής κοινωνίας, μίας ξεχασμένης στο βάθος των χρόνων Αθήνας. Αναρωτιόσουν που χάθηκαν οι μπονβιβέρηδες της πόλης, πόση μαρμάγκα ξοδεύτηκε για να τους φάει και άλλου τέτοιου είδους συμπαντικές ερωτήσεις. Ξέφευγες για λίγο από την ωμή πραγματικότητα, ταξίδεψες στο Ζόναρς του ’40 και επέστρεψες στην αφόρητη κυκλοφοριακή κίνηση των δρόμων γύρω από τη Βουλή και την πηχτή ήδη, ζεστή, αθηναϊκή ατμόσφαιρα. Εξω από το Ζόναρς ένας κύριος, εμφανώς μεθυσμένος, ουρούσε στο παρτέρι με τα άνθη.