Μια σκοτεινή περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας. Ενας διαβόητος ηγέτης των Σερβοβοσνίων. Μια μυθιστορηματική καταδίωξη στα βουνά των Βαλκανίων. Μια σύλληψη το 2008 – έπειτα από 13 χρόνια κυνηγητού από τη CIA, τη βρετανική SAS και έναν στρατιώτη ντυμένο… γορίλα. Καθώς το Δικαστήριο της Χάγης για Εγκλήματα Πολέμου καταδίκασε το απόγευμα της Πέμπτης σε 40 χρόνια φυλάκισης τον Ράντοβαν Κάρατζιτς, ο Τζούλιαν Μπόρτζερ από τον Guardian περιγράφει πώς κάποια στιγμή οι διώκτες του σερβοβόσνιου ηγέτη έφτασαν στην πόρτα ενός… γενειοφόρου θεραπευτή.
Εχουν περάσει σχεδόν δύο δεκαετίες από την τελευταία γενοκτονία σε ευρωπαϊκό έδαφος, μια μνήμη καλά ξεχασμένη, σε μια ήπειρο που προσπαθεί τώρα να σταματήσει αυτούς που δραπετεύουν από τη φρίκη μιας πιο πρόσφατης μαζικής δολοφονίας. Η αμνησία της ηπείρου για την δυνατότητά της για σφαγή σταματά στην Χάγη την Πέμπτη, με την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου σχετικά με τα εγκλήματα πολέμου που κατηγορήθηκε ότι διέπραξε ο Κάρατζιτς την περίοδο 1992-1995 στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη. Κατηγορείται ότι διέπραξε γενοκτονία και άλλα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Είναι μια ιστορική στιγμή στην 24χρονη ιστορία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY), που συχνά αποκαλείται το δικαστήριο της Χάγης για τα εγκλήματα πολέμου. Για τη διεθνή δικαιοσύνη ως σύνολο, είναι αναμφισβήτητα η πιο σημαντική στιγμή από τη Δίκη της Νυρεμβέργης.
Μια καταδικαστική απόφαση είχε προεξοφληθεί.
Σίγουρο ήταν επίσης ότι ο εναγόμενος θα απολάμβανε τη διαδικασία. Οπως σημειώνει o Guardian, αυτός ο μεγαλόστομος ψυχίατρος-ποιητής, μια ανθρώπινη αρκούδα με άσπρα μαλλιά, έπαιξε τον ρόλο του εθνικού μάρτυρα καθ’ όλη την διάρκεια της δίκης. Χλευάστηκε και έχει ξεχαστεί σε μεγάλο βαθμό από τους Σέρβους στην Βοσνία και στην ίδια την Σερβία επίσης. Αλλά η παράσταση που έδωσε μπορεί να είναι τα πρώτα βήματα μιας επιστροφής, μιας ευκαιρίας να παίξει το θύμα. Είκοσι χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, η Βοσνία είναι πιο διχασμένη από ποτέ.
Η ετυμηγορία λειτουργεί ως υπενθύμιση για τον κλίμακα των σκοτωμών – περίπου 100.000 άνθρωποι πέθαναν μόνο στην Βοσνία, με θύματα στην Κροατία και στο Κόσοβο. Υπενθυμίζει επίσης και την βραδύτητα με την οποία λειτουργεί η Δικαιοσύνη και πόσο πολύ καιρό χρειάστηκε για να αποδοθεί.
Η μεγάλη αναμονή είναι λόγω της φύσης της δίκης, η οποία προσπάθησε να είναι σχολαστικά αμερόληπτη, επιτρέποντας στους συνήγορους υπεράσπισης σημαντικά περιθώρια. Η δίκη διήρκεσε πέντε χρόνια και το δικαστήριο έκανε 18 μήνες για να καταλήξει στην ετυμηγορία του.
Βέβαια, η μεγαλύτερη αργοπορία ήταν τα 13 χρόνια που πέρασαν μέχρι να καταφέρουν να συλλάβουν τον Ράντοβαν Κάρατζιτς και να τον φέρουν ενώπιων της Δικαιοσύνης στην Χάγη. Τα δύο πρώτα χρόνια της φυγής του, κατάφερε να ζει αρκετά άνετα σε ένα χωριό στο Πάλε, έξω από το Σαράγεβο. Το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί ως η πρωτεύουσα των Σέρβων της Βοσνίας κατά την διάρκεια του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου.
Παρόλο που είχαν παραμείνει 64.000 στρατιώτες του ΝΑΤΟ μετά τον πόλεμο ως μέρος ειρηνευτικής δύναμης, δεν υπήρχε πολιτική βούληση για συλλήψεις για να διακινδυνεύσουν είτε αυτούς τους στρατιώτες ή την ίδια την ειρήνη. Οταν άλλαξε η κατάσταση το 1997, ο Ράντοβαν Κάρατζιτς κατάφερε μα ξεγλιστρήσει και να κρυφτεί. Τα κατάφερε έως το 2008 παρά τις καλύτερες προσπάθειες της πάνοπλης πολυεθνικής ομάδας καταδίωξης. Καθώς ο Μπιλ Κλίντον πλησίαζε το τέλος της δεύτερης θητείας του ως πρόεδρος των ΗΠΑ το 2000, θεώρησε ότι η σύλληψη του φυγάδα Κάρατζιτς θα ήταν ο πυλώνας της κληρονομιάς της εξωτερικής πολιτικής του. Μια ειδική ομάδα δημιουργήθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και της ζητήθηκε να θέσει σε προτεραιότητα την αναζήτηση του φυγάδα χωρίς να λυπηθούν τα έξοδα. Πριν την 11η Σεπτεμβρίου, η καταδίωξη των εγκληματιών πολέμου από τα Βαλκάνια αφορούσε την μεγαλύτερη ανάπτυξη στρατευμάτων ειδικών επιχειρήσεων οπουδήποτε, με την συμμετοχή της Delta Forse, Seal Team 6, και την SAS. Ο Ράντοβαν Κάρατζιτς ήταν ο νούμερο ένα στόχος και προτεραιότητα της CIA, την υπηρεσία πληροφοριών άμυνας και την ΜΙ6. Ηταν ο πιο καταζητούμενος άνθρωπος στον κόσμο.
Οι υπηρεσίες έμαθαν το μάθημά τους από το ανθρωποκυνηγητό για τον Ράντοβαν Κάρατζιτς και μεταφέρθηκαν στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και στην καταδίωξη του Οσάμα Μπιν Λάντεν, ως επί το πλείστων χωρίς τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών που παρέχουν το νομικό υπόβαθρο για επιχειρήσεις σύλληψης, όπως είχαν για τα Βαλκάνια.
Ο Ντέιβιντ Πετρέους, διευθυντής έπειτα της CIA, ήταν εκείνη την εποχή ταξίαρχος. Εγκατεστημένος στο Σεράγεβο, γοητεύτηκε με τις μεθόδους των ειδικών δυνάμεων εκεί και επέμενε να πάει σε μια νυχτερινή επιδρομή μαζί τους. «Μια μέρα, τον έβαλα σε ένα ελικόπτερο και τον έπεισα να ντυθεί με πολιτικά ρούχα και καπέλο», είπε ο άνθρωπος που τον οδήγησε στην έφοδο, ο αντισυνταγματάρχης Αντι Μιλάνι, στην Πάουλα Μπρόντγουελ, την βιογράφο του Ντέιβιντ Πετρέους, την γυναίκα που η σχέση του μαζί της του κόστισε και την καριέρα του. Μετά από ένα ταξίδι πάνω από τα υψίπεδα της ανατολικής Βοσνίας, το ελικόπτερο συνάντησαν τους στρατιώτες της Delta Force του Αντι Μιλάνι. «Πηδήξαμε από το ελικόπτερο σε ένα βαν με φιμέ τζάμια και μπορούσες να καταλάβεις ότι ένιωθε σαν παιδάκι στο ζαχαροπλαστείο» πρόσθετει ο Μιλάνι.
Ο Πετρέους και οι άνδρες του θα έκαναν εφόδους στην μέση της νύχτας στη Λιλιάνα Κάρατζιτς, την γυναίκα του φυγάδα, με σκοπό να την κάνουν να ανησυχήσει ότι βρίσκονται πολύ κοντά στα ίχνη του άνδρα της. Και μετά από ένα σόου γεμάτο νταηλίκι εκείνη να υπέκυπτε στον πειρασμό και να έτρεχε να τον ειδοποιήσει και συνεπώς να προδώσει την κρυψώνα του. Ο Πετρέους αποκάλεσε το σχέδιο το «Κόλπο του Εντι Μέρφι» (εμπνευσμένος από τον ρόλο που έπαιξε ο ηθοποιός στην ταινία 24 ώρες). Ωστόσο, η βαλκανική πραγματικότητα δεν δούλεψε όπως στο Χόλιγουντ. Η Λιλιάνα οπουδήποτε και αν πήγαινε, ήταν ο πρώτος στόχος των μη επανδρωμένων αεροσκαφών παρακολούθησης, το νέο παιχνίδι των ειδικών δυνάμεων των ΗΠΑ που δοκίμαζαν στην Βοσνία. Αλλά εκείνη τους παραπλάνησε οδηγώντας τους στο πουθενά κι όχι κοντά στο στόχο τους.
Οι στρατιώτες της Delta Force έστησαν ενέδρα για το κομβόι του Κάρατζιτς σε έναν ορεινό δρόμο, με έναν από αυτούς ντυμένο γορίλα.
Οι κυνηγοί χρησιμοποίησαν κάθε κόλπο που μπορούσαν να φανταστούν, από το να σαρώνουν απομακρυσμένα χωριά κατά μήκος των συνόρων Βοσνίας – Μαυροβούνιου για σημάδια ασυνήθιστης δραστηριότητας, συνδέσεις στο Διαδίκτυο στην μέση της νύχτας, για δορυφορικά πιάτα σε κατά τα άλλα φτωχές συνοικίες και οικισμούς, συνδρομές εφημερίδων κ.α. Η NSA πείσθηκε να παραιτηθεί από τη συνήθη πρακτική της να φιλτράρει τις πληροφορίες που είχε και να τις μοιράζεται με τις επιχειρησιακές μονάδες αναζήτησης του Κάρατζιτς στη Βοσνία.
Η πιο παράξενη ιδέα τους κατά την διάρκεια της αναζήτησης ήταν όταν οι στρατιώτες της Delta Force έστησαν ενέδρα σε ορεινό δρόμο με έναν από αυτούς να είναι ντυμένος ως γορίλας και είχε φτάσει την προηγούμενη κιόλας μέρα. Η ιδέα ήθελε να φαινόταν πολύ περίεργη η σκηνή στους σωματοφύλακες του Κάρατζιτς, γνωστούς και ως «Preventiva», οπότε θα μείωναν ταχύτητα στα οχήματά τους αρκετά ώστε να προλάβουν οι υπόλοιποι στρατιώτες να ρίξουν ειδικά σχεδιασμένες χειροβομβίδες που προκαλούν εγκεφαλική διάσειση και να ακινητοποιήσουν τους επιβάτες. Το παράτολμο σχέδιο θα είχε μείνει στην ιστορία της Delta Force αν ο βασικός στόχος εμφανιζόταν. Δεν ήταν, όμως, ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που οι πληροφορίες τους ήταν λάθος. Μπορεί να τους είχαν παραπλανήσει επίτηδες. Ο Ράντοβαν Κάρατζιτς και οι οπαδοί του ευχαριστιόνταν να κοροϊδεύουν τις πιο ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις του κόσμου μας.
Το άπιαστο θήραμα συνέχιζε να ταπεινώνει τους διώκτες του χρησιμοποιώντας τον χρόνο που κρυβόταν, γράφοντας και εκδίδοντας μια συλλογή ποιημάτων, στην οποία ένα κομμάτι της φέρει τον τίτλο: «Μπορώ να Ψάξω Εγώ τον Εαυτό μου». Το μυθιστόρημά του, «Τα Θαυματουργά Χρονικά της Νύχτας», έγινε ανάρπαστο στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στο Βελιγράδι.
Χρόνια αργότερα, και αφού ανακρίθηκαν μέλη του στενού κύκλου του Κάρατζιτς, οι ερευνητές του δικαστηρίου κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο φυγάς είχε μετακινηθεί στην Σερβία την παραμονή των Χριστουγέννων του 1999, διασχίζοντας τον ποταμό Δρίνο με βάρκα μετά την δύση του ήλιου.
Αφότου ο Κάρατζιτς έφτασε στην Σερβία, η ιστορία του έγινε ακόμα πιο περίεργη. Τα ίχνη του εξαφανίστηκαν μέχρι το 2005 όταν ο αυτοαποκαλούμενος πνευματικός θεραπευτής και μάντης Μίνα Μίνικ άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του στο Βελιγράδι και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με έναν ψηλό άντρα με μακριά θαμνώδη γενειάδα και μακριά λευκά μαλλιά πιασμένα κότσο με μια μαύρη κορδέλα. Ο ίδιος αργότερα είπε ότι του θύμισε «μοναχό που είχε κάνει κάτι κακό με μια μοναχή».
Ηταν ο Ράντοβαν Κάρατζιτς ο οποίος δοκίμαζε μια νέα ταυτότητα που του είχαν προμηθεύσει υποστηρικτές του από τις σερβικές μυστικές υπηρεσίες. Παρουσιάστηκε με το όνομα Ντράγκαν Ντάμπιτς, ένας θεραπευτής που είχε επιστρέψει σπίτι του μετά από έναν άσχημο χωρισμό με την γυναίκα του στην Νέα Υόρκη. Δυστυχώς η γυναίκα του είχε αρνηθεί να του στείλει τα επαγγελματικά διαπιστευτήρια του. Ηταν πρόθυμος να μάθει την τέχνη ενός βαλκάνιου μάντη, καθώς και την χρήση του «Βισάκ», ενός εκκρεμούς που υποτίθεται ότι εντοπίζει τις διακυμάνσεις του ενεργειακού πεδίου ενός αρρώστου ή ταραγμένων ασθενών.
Ο Ντράγκαν Ντάμπιτς σύντομα απέκτησε το δικό του «Βισάκ» και η καριέρα του ως μυστικιστικός θεραπευτής άνθισε. Υιοθέτησε το μη σέρβικο μεσαίο όνομα Ντέιβιντ και το χρησιμοποίησε αρκετά ως επαγγελματικό παρατσούκλι. Επίσης, δημιούργησε μια ιστοσελίδα με το όνομα «Psy Help Energy» με την οποία διαφήμιζε το πρόγραμμα θεραπείας του, ως το πρόγραμμα «καλής ζωής του Ντέιβιντ».
Ανάμεσα στις υπηρεσίες που προσέφερε ήταν και ο βελονισμός, η ομοιοπαθητική, η κβαντική ιατρική και διάφορες παραδοσιακές θεραπείες. Ακόμα, πούλαγε κοσμήματα που τα ονόμασε «Velbig» παραλλαγή της αγγλικής φράσης «well being» που σημαίνει καλοπέραση. Ηταν τυχερά φυλακτά που σύμφωνα με τον ίδιο προσέφεραν πλεονεκτήματα υγείας και προσωπική προστασία από κακιά ραδιενέργεια.
Ο Κάρατζιτς είχε σπουδάσει ψυχιατρική στο Σεράγεβο και είχε ασχοληθεί με το πιο ήπιο μέρος της θεραπευτικής αγωγής. Το 1970 ήταν ο ψυχίατρος ποδοσφαιρικής ομάδας και είχε ως αρμοδιότητα να τους εμποτίσει με το συναίσθημα της συνεχούς ανάγκης για νίκη και αργότερα είχε τον ίδιο ρόλο στην ομάδα του Ερυθρού Αστέρα του Βελιγραδίου.
Οι παίκτες από το Σεράγεβο θυμούνται να τους βάζει να ξαπλώσουν στο πάτωμα σε ένα σκοτεινιασμένο δωμάτιο όσο έπαιζε ηχογραφημένη μουσική και να τους ζητά να φανταστούν ότι είναι αγριομέλισσες που πετάνε από λουλούδι σε λουλούδι. Για να δημιουργήσει τον χαρακτήρα του Ντάμπιτς, χρησιμοποίησε την εμπειρία του και την μπόλιασε με όσα διδάσκει η νέα εποχή σχετικά με τις ενέργειες και τις προσωπικές αύρες. Στον ελεύθερο χρόνο του βοηθούσε έναν πολύ γνωστό σεξολόγο του Βελιγραδίου, να επαναφέρει σε υγιή κατάσταση το σπέρμα υπογόνιμων ανδρών. Υποτίθεται ότι το τεμπέλικο σπέρμα θα άρχιζε να κινείται πιο γρήγορα αν ο Ντάμπιτς έβαζε τα χέρια του σε κοντινή απόσταση…
Ζούσε στα ψηλά διαμερίσματα που απαρτίζουν την οδό Γιούρι Γκακάριν. Τα παιδιά της γειτονιάς τον φώναζαν «Αγιο Βασίλη», τον ευγενικό παππούλη που θα σταμάταγε να μιλήσει μαζί τους καθώς πήγαινε στο μανάβικο της γειτονιάς. Μία γειτόνισσά του, δούλευε στην Interpol και η δουλειά της ήταν να συντονίζει το ανθρωποκυνηγητά για διεθνείς φυγάδες όπως ο Ράντοβαν Κάρατζιτς.
Καθώς η αυτοπεποίθησή του μεγάλωνε με την νέα του μεταμφίεση, έγινε ακόμα πιο τολμηρός. Είχε γίνει κάτι σαν διάσημος στην κοινότητα της εναλλακτικής ιατρικής στην Σερβία, καθώς είχε μόνιμη στήλη σε περιοδικό για υγιεινή ζωή και μάλιστα κατάφερε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα αντιπροσώπευσης βιταμίνης αμερικάνικης εταιρείας στην περιοχή. Αρχισε να επισκέπτεται το τοπικό μπαρ, Luda Kuca (τρελοκομείο), ένα μέρος γεμάτο καπνό και εθνικισμό, όπου σύχναζαν βετεράνοι του πολέμου, Σέρβοι από την Βοσνία και Μαυροβούνιοι. Στους τοίχους του υπήρχε κάτι σαν πάνθεο για μοντέρνους σέρβους εθνικιστές με ένα μέρος κρατημένο μετά τιμής, για τον Ράντοβαν Καρατζίτς. Σε μια περίπτωση μάλιστα τον έπεισαν να παίξει με ένα μονόχορδο τοπικό μουσικό όργανο, μια πασίγνωστη επική σέρβικη μπαλάντα κάτω από μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία του. Κανένας δεν τον αναγνώρισε.
Στο τέλος, το επικό κατόρθωμα του Ράντοβαν Κάρατζιτς να κρύβεται σε τόσο εμφανή σημεία καταστράφηκε όταν ο αδελφός του συνεργάτη του χρησιμοποίησε μια παλιά κάρτα Sim για να καλέσει τον Κάρατζιτς. Η κάρτα ήδη ήταν υπό παρακολούθηση καθώς είχε συσχετιστεί με το δίκτυο υποστήριξης του Κάρατζιτς και έτσι ενημερώθηκαν οι σερβικές μυστικές υπηρεσίες (BIA).
Τον Μάιο, ένας ερευνητής στάλθηκε να ελέγξει τον παραλήπτη της κλήσης, αυτή την παράξενη φιγούρα στο Νέο Βελιγράδι. Ο ερευνητής και οι συνάδελφοί τους αναρωτήθηκαν τι να κάνουν στην συνέχεια. Οπως και η υπόλοιπη Σερβία, η ΒΙΑ ήταν σε κατάσταση μετάβασης. Ο πρόεδρος της χώρας, Μπόρις Τάντιτς, ήταν υπέρ της Δύσης και των μεταρρυθμίσεων αλλά το κοινοβούλιο και πολλές θέσεις κλειδιά, ανάμεσά τους και υψηλόβαθμα πόστα στις μυστικές υπηρεσίες, ήταν στα χέρια των εθνικιστών. Οι ερευνητές έπαιξαν στα ζάρια τις καριέρες τους και αποφάσισαν, αντί να ενημερώσουν τα αφεντικά τους, να επικοινωνήσουν κατευθείαν με το γραφείο του Προέδρου της χώρας ενώ θα συνέχιζαν να παρακολουθούν τις κινήσεις του Ράντοβαν Κάρατζιτς. Θα πέρναγαν όμως τρεις μήνες μέχρι ο πρόεδρος Τάντιτς καταφέρει να δημιουργήσει έναν φιλελεύθερο συνασπισμό και επιτέλους να καταφέρει να τοποθετήσει στην ηγεσία της ΒΙΑ δικό του άνθρωπο.
Εκείνο το διάστημα, ο Ράντοβαν Κάρατζιτς γνώριζε ότι τον παρακολουθούσαν. Σύμφωνα με τον δικηγόρο του, ο φυγάς άρχισε να εντοπίζει άγνωστα πρόσωπα στα μέσα Ιουλίου, στις σκάλες της πολυκατοικίας ή στο μπαρ που σύχναζε.
Το απόγευμα, 18 Ιουλίου, ο άνδρας που ήταν γνωστός ως Ντράγκαν Ντάμπιτς έφυγε από το διαμέρισμά του στην οδό Γιούρι Γκαγκάριν με ένα ανοιχτό μπλε μακό και ένα ψάθινο καπέλο. Μαζί του μετέφερε και αποσκευές. Περπάτησε ως μια στάση λεωφορείων όπου τον ακολούθησε διακριτικά και ένας πράκτορας της ΒΙΑ. Και οι δύο ανέβηκαν στο λεωφορείο με τον Ντάμπιτς να κάθεται μπροστά και την «σκιά» του, τον πράκτορα της ΒΙΑ, λίγο πιο πίσω.
Όταν έφτασαν κοντά στα περίχωρα της σερβικής πρωτεύουσας, περιπολικά της αστυνομίας σταμάτησαν το λεωφορείο και τέσσερις απλοί αστυνομικοί ανέβηκαν σε αυτό. Δύο από μπροστά και δύο από πίσω. Αρχικά έκαναν τους ελεγκτές και δείχνοντας τις ταυτότητες τους ζητούσαν να δουν τα εισιτήρια των επιβατών. Καθώς η γέρικη φιγούρα του Ράντοβαν Κατατζιτς πήγαινε να βγάλει το δικό του εισιτήριο ένιωσε το χέρι του αστυνομικού να τον συγκρατεί και ακολουθεί ο διάλογος:
– Ο Δρ. Κάρατζιτς;
– Οχι, Ντράγκαν Ντάμπιτς.
– Οχι, είσαι ο Ράντοβαν Κάρατζιτς.
– Ξέρουν οι ανώτεροι σου τι ακριβώς κάνεις;
– Ναι, εντελώς.
Οι αστυνομικοί οδήγησαν τον Ράντοβαν Κάρατζιτς, στην φυλακή και έπειτα στο Διεθνές Δικαστήριο. Ο Τζούλιαν Μπόρτζερ δίνει την δική του πλευρά για τα γεγονότα που περιγράφει αναλυτικά στο βιβλίο του «Τα ίχνη του χασάπη» (The Butcher’s Trail).
Τον Σεπτέμβριο του 2014, ο εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή του. Η απόφαση για τον Κάρατζιτς ήταν να ανακοινωθεί στα τέλη του Δεκεμβρίου του 2015. Πάντως από τα τέλη του Ιανουαρίου του 2015, είχε επικυρωθεί η καταδίκη σε ισόβια των Σερβοβόσνιων αξιωματικών Βούγιαντιν Πόποβιτς και Λιούμπισα Μπεάρα για γενοκτονία σε βάρος μουσουλμάνων της Βοσνίας στη Σρεμπρένιτσα τον Ιούλιο του 1995. Το δικαστήριο είχε δεχτεί ότι οι δυο τους μετείχαν στην «οργανωμένη εγκληματική επιχείρηση» μεταξύ των οποίων οι Ράτκο Μλάντιτς και Ράντοβαν Κάρατζιτς με την «πρόθεση διάπραξης γενοκτονίας» και αφανισμού αιχμάλωτων Βόσνιων μουσουλμάνων ως εθνικής ομάδας.
Οπως κάνουν όλοι οι δημοσιογράφοι των ευρωπαϊκών και αμερικανικών ΜΜΕ, ο Μπόρτζερ περιγράφει τον Κάρατζις ως πολέμαρχο και τους Σέρβους ως μοναδικούς υπεύθυνους για τις θηριωδίες του πολέμου, ξεχνάει ότι αγριότητες σε έναν τέτοιο πόλεμο δεν μπορεί παρά να διαπράχτηκαν και από τις δύο πλευρές. Για το θέμα ο πρόεδρος της Σερβικής Δημοκρατίας, της μιας από τις δύο συνιστώσες που συγκροτούν σήμερα το κράτος της Βοσνίας- Ερζεγοβίνης, Μίλοραντ Ντόντικ, είχε δηλώσει στην εφημερίδα, «Καθημερινή»:
«Ο κόσμος επιμένει να παρουσιάζει τη Σρεμπρένιτσα ως τόπο δεινών μόνο των μουσουλμάνων, κάτι που, σε μεγάλο βαθμό, δεν είναι αληθές. Εάν ο κόσμος αποδεχόταν το γεγονός ότι περίπου 3.500 Σέρβοι σκοτώθηκαν με τον πλέον τερατώδη τρόπο μεταξύ 1992 και 1995, μέσα και γύρω από τη Σρεμπρένιτσα, η εικόνα της Σρεμπρένιτσα θα άλλαζε δραματικά. Κανένα δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένου και του Δικαστηρίου της Χάγης, δεν έχει αποδείξει, κατά τη διάρκεια της εκδίκασης διαφόρων υποθέσεων, κάποιο θεμελιώδες στοιχείο που να αφορά αυτό το έγκλημα. Δεν απέδειξαν ποτέ ότι κάποιο άτομο ή οντότητα – ακόμη και ο σερβικός στρατός ή η πολιτική ηγεσία – είχε την πρόθεση να καταστρέψει πλήρως έναν λαό. Χωρίς αυτή την πρόθεση, δεν μπορούμε να μιλάμε για τόσο σοβαρά εγκλήματα, όπως η γενοκτονία. Δυστυχώς, έχουν διαπραχθεί ειδεχθή εγκλήματα στη Σρεμπρένιτσα, τόσο κατά των μουσουλμάνων όσο και κατά των Σέρβων, και αυτή είναι η μόνη αλήθεια που, αργά ή γρήγορα, όλοι θα μάθουν».