Το 1994, έχοντας ολοκληρώσει τα γυρίσματα της ταινίας του «Η λίστα του Σίντλερ», ο αμερικανοεβραίος σκηνοθέτης Στίβεν Σπίλμπεργκ, ευαισθητοποιημένος ήδη πάνω στο θέμα του εβραϊκού ζητήματος, ιδρύει τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό Survivors of the Shoah Visual History Foundation (Ιδρυμα Οπτικής Ιστορίας του Ολοκαυτώματος).
Από το 1994 έως το 1999, ο οργανισμός αυτός συγκέντρωσε περισσότερες από 52.000 συνεντεύξεις επιζώντων των ναζιστικών στρατοπέδων εξόντωσης. Θεωρείται ως το μεγαλύτερο αρχείο στο είδος του σε ολόκληρο τον κόσμο, με συνεντεύξεις που προέρχονται από 61 χώρες, σε 39 γλώσσες. Ανάμεσά τους, οι μαρτυρίες ενός ζεύγους Ελλήνων Εβραίων: του Γαβριήλ (Μπίλλη) Γαβριηλίδη (1917-2008) και της συζύγου του, Καρολίνας Ναχμούλη-Γαβριηλίδου (1919-2008). Εαμικών καταβολών εκείνος, αιχμάλωτος των Aγγλων στη Μέση Ανατολή κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Από τις ελάχιστες γυναίκες ομήρους εκείνη που επέζησαν των στρατοπέδων Aουσβιτς, Μπίρκενάου και Μπέργκεν-Μπλέζεν.
Οι δύο, ξεχωριστές μεταξύ τους, συνεντεύξεις καταγράφηκαν σε βιντεοκάμερα το 1998 και αντίγραφα παραδόθηκαν στην οικογένεια Γαβριηλίδη. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα ψηφιοποιήθηκαν και απομαγνητοφωνήθηκαν, προς χάριν ενός βιβλίου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Πρόκειται για το «BLOCK 25», μια συγκλονιστική και εκ βαθέων μαρτυρία της Καρολίνας Ναχμούλη-Γαβριηλίδου, σε έρευνα, επιμέλεια, επίμετρο και σχόλια του σκηνοθέτη και συγγραφέα Λευτέρη Ξανθόπουλου.
Χωρισμένο σε οκτώ κεφάλαια ζωής, το βιβλίο ξεδιπλώνει την ιστορία της αφηγήτριας, καθώς και του συζύγου της στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. Η εξιστόρηση ξεκινά από τη γενέτειρά της, τη Λάρισα, για να φθάσει στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου άρχισε ο εφιάλτης: «Στη Θεσσαλονίκη ζήσαμε από το ’34 μέχρι το ’42 που μας μαζέψανε» λέει η ίδια, ανοίγοντας το μαύρο κουτί των αναμνήσεων. «…Ηρθε ο Τσβι Κόρετς, ο Αρχιραβίνος της Θεσσαλονίκης και μας είπε “Να πάρετε χοντρά πράγματα μαζί σας γιατί εκεί που θα πάτε κάνει κρύο. Θα πάτε στην Πολωνία όπου θα δημιουργήσετε μια νέα ζωή εκεί” και κάτι τέτοια είπε και καταλαβαίνεις, λοιπόν, ότι φορτωθήκαμε ένα σωρό πράγματα και δεν είχαμε πια χώρο πού να κάτσουμε στο τρένο. Το μισό βαγόνι, που ήταν απ’ αυτά των αλόγων, το μισό βαγόνι, λοιπόν, ήταν από τα ρούχα μας, γιατί μας είπαν να πάρουμε μαζί μας όλα τα ρούχα».
Οι συνθήκες ταξιδιού στα τρένα, ήταν προοίμιο των βασάνων που τους περίμεναν στον τελικό προορισμό. Οι αντοχές και η αξιοπρέπειά των στοιβαγμένων στα βαγόνια ανθρώπων, δοκιμάζονταν ήδη πολύ σκληρά: «Για τις σωματικές μας ανάγκες κατεβαίναμε κάπου κάπου γι αυτή τη δουλειά. Ομως είχαν κι ένα βαρέλι μέσα στο βαγόνι αλλά δεν πηγαίναμε εκεί. Το άλλο βαρελάκι με το νερό που σας είπα ήταν για έξι – οκτώ μέρες ταξίδι, ογδόντα άτομα ποιος να πρωτοπιεί; Αυτό ήτανε. Ακόμα κρατούσαμε συνήθειες από τα σπίτια μας, μετά όμως, όταν πήγαμε στο στρατόπεδο, τα μάθαμε όλα…».
Αουσβιτς, Μπέλζεκ, Μπούχενβαλντ, Μαουτχάουζεν, Μπέργκεν-Μπέλζεν, Τρεμπλίνκα, Νταχάου γεμίζουν από εκτοπισμένους και συνεχώς δημιουργούνται καινούρια στρατόπεδα. Για την Καρολίνα Ναχμούλη-Γαβριηλίδου, τελικός προορισμός ήταν το Μπίρκεναου. Eνα στρατόπεδο εξόντωσης στο οποίο διαπράχθηκαν οι δολοφονίες περίπου ενός εκατομμυρίου Εβραίων. «…Σ’ αυτή την αίθουσα μας πήγανε για να γράψουνε τα στοιχεία μας σε ένα κατάστιχο και να μας βάλουνε νούμερο, ορίστε εδώ το έχω στο μπράτσο μου, το σαράντα τριακόσια ογδόντα δύο (40382)».
Το νούμερο αυτό θα γινόταν, εφεξής, η μοναδική της ταυτότητα. Πέντε αριθμοί που εκμηδένιζαν την ανθρώπινη ύπαρξη. «…Λοιπόν, αφού μας γράψαν το νούμερο, φυσικά πονούσε το νούμερο γιατί μας τσιμπούσε, είναι τελείες τελείες φτιαγμένο, δεν είναι ενιαίο, πήγαμε σε μια άλλη μεγάλη αίθουσα. Εκεί μας κουρέψανε, με το ψαλίδι μας κουρέψανε τα μαλλιά και όταν είδα την αδελφούλα μου, γιατί τον εαυτό μου δεν μπορούσα να τον δω, τότε έβαλα τα κλάματα, κουρεμένη όπως ήτανε με το ψαλίδι, σκάλες σκάλες ήταν τα μαλλάκια μας, σαν κασιδιάρης που λένε. Μετά μας πήγανε στο λουτρό, ένα ντους κρύο με νερό παγωμένο και μας δώσανε ένα βρακί που ήτανε σώβρακο αντρικό ή γυναικείο, ένα παντελόνι και μια πουκαμίσα στρατιωτική αιχμαλώτου με ρίγες».
Η εξιστόρηση της Καρολίνας Ναχμούλη-Γαβριηλίδου θυμίζει ντοκιμαντέρ φτιαγμένο από λέξεις. Συγγενεύει «εξ αίματος» με ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ, παραγωγής 1955. Ο λόγος για το «Νύχτα και Καταχνιά» (ονομασία που είχαν δώσει οι Ναζί στο πρόγραμμα εξολόθρευσης των Εβραίων) του σπουδαίου γάλλου σκηνοθέτη Αλέν Ρεναί. Μια ταινία-σταθμός για την ιστορική τεκμηρίωση, την οποία εύστοχα παραθέτει ο Λευτέρης Ξανθόπουλος στο αναλυτικό Ευρετήριο Ονομάτων, Εννοιών, Ορων και Τόπων, στο τέλος του βιβλίου.
Ο γαλλοεβραίος ποιητής Ζαν Κερόλ, εκτοπισμένος στο Μαουτχάουζεν, έγραψε τα κείμενα και έκανε το σπικάζ στην ταινία του Αλέν Ρεναί. Τα λόγια του συναντούν τα λόγια της αφηγήτριας στο βιβλίο. «Αυτοί οι άνθρωποι που έχουν ήδη ταπεινωθεί, κακοποιηθεί, εκμηδενιστεί σωματικά και ψυχικά, παραδίδονται ολόγυμνοι στο στρατόπεδο, κουρεμένοι, σημαδεμένοι με τατουάζ στο χέρι – αριθμημένοι, έχοντας χάσει και το τελευταίο ίχνος αξιοπρέπειας που τους έχει απομείνει», λέει στο ντοκιμαντέρ ο Ζαν Κερόλ. Η μαρτυρία της Καρολίνας Ναχμούλη-Γαβριηλίδου συμπληρώνει τα λόγια του: «Εμείς δεν είχαμε όνομα, γιατί το όνομά μας ήταν το νούμερο στο μπράτσο».
Η ζωή ήταν ένας διαρκής αγώνας επιβίωσης για τους έγκλειστους του στρατοπέδου. Στους θαλάμους που κοιμόντουσαν ξεσπούσαν κάθε τόσο μολυσματικές ασθένειες και επιδημίες. Οι κρατούμενες πάλευαν να τηρήσουν τους στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής και σωματικής καθαριότητας: «…Ούτε να πλυθούμε, ούτε ν’ αλλάξουμε, ούτε τίποτα. Όταν αρχίσαμε πια και πηγαίναμε στη δουλειά, βγήκαμε έξω και βρίσκαμε κανένα ρυάκι στο δρόμο, το βγάζαμε το εσώρουχο και το πλέναμε». Όσο για τη δουλειά που τους πήγαιναν, η λέξη μαρτύριο είναι λίγη για να την περιγράψει: «Μας πηγαίνανε σε κανένα οικόπεδο γενικά, μας βάζανε πέτρες να κουβαλάμε, από δω να τις πάμε εκεί, την άλλη μέρα να τις φέρουμε πάλι πίσω, ήταν μια τυραννία, ένα μαρτύριο, για να μας εξαντλήσουν».
Η αφηγήτρια του βιβλίου κατάφερε να γλυτώσει, αντιμετωπίζοντας καθημερινά τον κίνδυνο της –τυχαίας- διαλογής για τους θαλάμους των αερίων. Γυρίζοντας στο στρατόπεδο από τη δουλειά, γερμανοί αξιωματικοί με ομήρους σε ρόλους γραμματέων, έκαναν τις προγραφές των μελλοθανάτων: «…εσύ από δω, εσύ από κει, όποιον έπαιρνε η μπόρα». Η ίδια ήταν από τις ελάχιστες γυναίκες που επέζησαν στο Μπίρκεναου. Ο προθάλαμος του θανάτου, το φοβερό Block 25 όπου κλείνονταν όσοι προορίζονταν για το κρεματόριο, έδωσε τον τίτλο αυτού του βιβλίου. Σε αυτές τις δύο λέξεις συμπυκνώνεται ο μεγαλύτερος φόβος: «Σε κλείνανε τρεις μέρες μέσα, σου δίνανε φαΐ χωρίς κουτάλια χωρίς τίποτα, να βουτήξεις μέσα για να φας, σε τυραννούσαν εν ολίγοις, σε φορτώνανε μετά στο καμιόνι και σε πηγαίνανε στα κρεματόρια».
«Η ιστορία μου είναι πολύ μεγάλη, πάρα πολύ μεγάλη, δεν μπορείς να την πεις με λόγια», λέει σε κάποιο σημείο η Καρολίνα Ναχμούλη-Γαβριηλίδου. Η οδύσσειά της στην κόλαση είχε σταθμούς το Μπίρκενάου και το Μπέργκεν-Μπέλζεν, πριν απελευθερωθεί μαζί με τους υπόλοιπους επιζώντες από τους Άγγλους. Η εξιστόρηση, ωστόσο, συνεχίζεται με την επιστροφή της στην Ελλάδα και τις (όχι χωρίς προβλήματα) προσπάθειες επανένταξης στην κανονικότητα της ζωής. Μαζί με τη μαρτυρία του συζύγου της, Γαβριήλ Γαβριηλίδη, ο οποίος φωτίζει μια άλλη πτυχή αυτής της ιστορικής περιόδου (τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ελλήνων αριστερών στη Μέση Ανατολή, από τους ελευθερωτές –στη Γερμανία- Εγγλέζους), αποτελούν ένα χρονικό απαντοχής και αισιοδοξίας. Όπως λέει η ίδια, τελειώνοντας την αφήγησή της: «Να έχει ο κόσμος υπομονή, να έχει αισιοδοξία και όσο είναι νέος μπορεί να παλέψει και να γίνει».
* Το βιβλίο «Block 25» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.