Η όμορφη νεαρή με τα μαύρα μαλλιά προσπαθούσε να μας πει κάτι από την πρώτη στιγμή που την πλησιάσαμε. Τα αγγλικά της δεν είναι καλά και δείχνει να αγχώνεται κάθε φορά που προσπαθεί να μας απαντήσει σε κάποια ερώτηση. Μετά από αρκετή ώρα και μπόλικη βοήθεια από όσους βρίσκονταν τριγύρω, σχηματίζει την ερώτησή της: «Πότε είναι τα Χριστούγεννα;». H ημέρα ήταν ήδη Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου, ένα πρωινό που ακούστηκε ότι στην πλατεία Βικτωρίας επικρατεί ένταση – μια ακόμη «θολή» ενημέρωση σχετικά με τους πρόσφυγες, ένταση δεν υπήρχε.
Η πλατεία ήταν γεμάτη από κόσμο, όχι φυσικά από τους μόνιμους κατοίκους: Οικογένειες προσφύγων, αλλά και πολλοί άνθρωποι που έφτασαν στην πλατεία για να τους προσφέρουν μερικά ρούχα και λίγο φαγητό. Οταν φτάσαμε κοντά στον σταθμό «Βικτώρια» είδαμε την όμορφη νεαρή. Αρχίσαμε να της μιλάμε, μας χαμογέλασε και λιγο αργότερα έγραψε το όνομά της με σχεδόν καλλιγραφικά γράμματα σε ένα χαρτί: «Goli Merzai». H 16 χρονη Γκόλι και η οικογένειά της έχουν στρώσει εδώ και μέρες αρκετές κουβέρτες σε μια γωνιά της πλατείας Βικτωρίας.
Μια ακόμα οικογένεια από το Αφγανιστάν μέσα στις δεκάδες άλλες που έχουν εγκατασταθεί εδώ και καιρό στην πλατεία. Μερικοί από τους χιλιάδες ανθρώπους που πέρασαν από τη θάλασσα της Μεσογείου και έφτασαν σε μια χώρα που τους είπαν ότι λέγεται «Ελλάδα». Οι περισσότεροι αναμένουν τη μέρα που θα μπουν σε ένα λεωφορείο ή κάποιο τρένο, θα περάσουν τα βόρεια σύνορα της χώρας και θα φτάσουν σε μια δικιά τους γη της επαγγελίας. Αν τους ρωτήσεις θα ψελλίσουν λέξεις όπως «Γερμανία», «Σουηδία».
Λίγη ώρα αφού φτάσαμε στην πλατεία, συναντάμε έναν νεαρό με κόκκινο αθλητικό φούτερ. Όταν του λέμε ότι μοιάζει με τον Νεϊμάρ (βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής), χαμογελάει. Το όνομά του είναι Αμπντεσαμάντ και κατάγεται από το Μαρόκο. Πέρασε τα ελληνικά σύνορα πριν από δέκα μέρες μαζί με τρεις φίλους αφήνοντας πίσω την οικογένειά του. Είναι 23 χρονών και όπως μας λέει θα ήθελε να παίξει επαγγελματικά ποδόσφαιρο.
Λίγο πιο πέρα, στην καρδιά της πλατείας, δύο κοπέλες από την βόρεια Ευρώπη έχουν φροντίσει να ζεστάνουν προσωρινά τους μετανάστες με ένα ποτήρι τσάι. Δεν έχουν χρόνο να μας μιλήσουν, η ουρά είναι μεγάλη ενώ σε αυτήν προσέξαμε πως περιμένουν υπομονετικά και αρκετά πιτσιρίκια. Ηρθαν από το Αφγανιστάν. Στη δική τους οικογένεια υπάρχουν επτά παιδιά. Το προσωρινό τους σπίτι είναι σε μια άλλη γωνιά της πλατείας Βικτωρίας, δίπλα στον δρόμο. Η δικιά τους γωνιά σφύζει από ζωή. Τα αγόρια δεν σταματούν ούτε στιγμή να παίζουν ενώ οι φωνές τους είναι σίγουρο πως φτάνουν μέχρι τα κοντινά μαγαζιά.
Περίπου στις 11, μια ομάδα εθελοντών από την Πορτογαλία φτάνει στο πάνω μέρος της πλατείας. Τέσσερις άνθρωποι σταματούν δίπλα στην είσοδο του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου και γρήγορα απλώνουν κούτες με μπανάνες, κρουασάν και δεκάδες εμφιαλωμένα νερά. Το σήμα έχει δοθεί και οι μετανάστες τρέχουν γρήγορα να προμηθευτούν κάτι για τους ίδιους και κυρίως για τα παιδιά τους. Πολλοί από αυτούς είναι άρρωστοι και ζητάνε από τους εθελοντές έναν γιατρό ή κάποιο παυσίπονο. Από κάθε δρόμο της πλατείας καταφτάνουν συνεχώς και μεμονωμένα άτομα φορτωμένα σακούλες με είδη πρώτης ανάγκης.
Η πλατεία που φιλοξενεί δεκάδες ανθρώπους από διάφορες γωνιές του κόσμου μυρίζει βρεγμένο χώμα. Σε ένα κεντρικό παγκάκι της πλατείας, γύρω από πολύ κόσμο, συναντάμε έναν νεαρό από το Αφγανιστάν που προσπαθεί να μας εξηγήσει πως κατάφερε να φτάσει στην χώρα μας μέσα από την Τουρκία. Η μικρή του αδερφή στέκεται στο παγκάκι τρώγοντας χαρούμενη ένα σνακ που της χάρισαν κάποιοι εθελοντές. Ο νεαρός κάποια στιγμή σταματά να μας μιλά αφού ένας περαστικός του αφήνει στα πόδια μια σακούλα. Σκύβει, την ανοίγει βιαστικά και αντικρίζει ένα ζευγάρι παπούτσια που φαίνονται σαν καινούρια. Είναι στο νούμερό του. Η αλλαγή γίνεται γρήγορα και πλέον ένα ζευγάρι γυαλιστερά υποδήματα αντικαθιστά τα παλιά.
Εκτός από τις δύσκολες καιρικές συνθήκες, την έλλειψη βασικών ειδών και την απόλυτη αβεβαιότητα για την επόμενη μέρα, οι μετανάστες έχουν να προλάβουν και το ξενοφοβικό κλίμα που έχει αρχίσει να οξύνεται μέρα με τη μέρα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Για αυτούς τους ανθρώπους η κεντρική και βόρεια Ευρώπη παραμένει ένας ονειρεμένος προορισμός μακριά από τον πόλεμο, τη διχόνοια και την ακραία φτώχεια.
Καθώς αποχαιρετάμε τον Αμπντελασαμάντ, την Γκόλι και τη μικρή Νάσα, αρχίζουν να πέφτουν και οι πρώτες ψιχάλες της βροχής. Οι περισσότεροι μετανάστες κοιτάνε προς τον ουρανό. Δείχνουν ανήσυχοι. Κάποιοι μεταφέρουν βιαστικά τα πράγματά τους υπόγεια, στην αποβάθρα του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου, ενώ άλλοι τρέχουν να μαζέψουν τα παιδιά τους που τριγυρνούν στην πλατεία. Ενα ακόμα μεσημέρι στην πλατεία που μαζεύει ελπίδες ανθρώπων κάτω από μάλλινες κουβέρτες και χάρτινες κούτες, ξεκινάει.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς, 31 Δεκεμβρίου: οι ψιχάλες της βροχής είχαν δώσει τη θέση τους στις πρώτες μικρές νιφάδες χιονιού. Στην πλατεία Βικτωρίας ο κόσμος ήταν αισθητά λιγότερος. Οι περισσότεροι μετανάστες μεταφέρθηκαν χθες το βράδυ σε κλειστούς χώρους φιλοξενίας. Μετά τις 9 το πρωί όμως στην πλατεία άρχισαν να εμφανίζονται νέα γκρουπ μεταναστών. Ανάμεσά τους και πάλι αρκετές οικογένειες που πάσχιζαν να προστατέψουν τα παιδιά τους από το τσουχτερό κρύο.
«Μένω ακριβώς στον κάτω δρόμο. Ερχομαι εδώ και δύο χρόνια και φέρνω καραμέλες και παιχνίδια για τα παιδιά»
Διασχίζοντας την πλατεία, συναντήσαμε και πάλι τους ολλανδούς εθελοντές από την οργάνωση «Bootvluchteling» να μοιράζουν πλαστικά ποτήρια με ζεστό τσάι. Ακριβώς δίπλα τους η κυρία Ουρανία έχει βγάλει δύο ταψιά με σπιτικό κέικ και προσφέρει στους μετανάστες. Όταν την πλησιάσαμε έδινε και το τελευταίο κομμάτι σε έναν «φωνακλά» πιτσιρικά με χρωματιστό σκούφο. Η κυρία Ουρανία μένει στον Πειραιά και έρχεται συχνά στην πλατεία για να μοιράσει σπιτικό φαγητό και γλυκά. «Πριν λίγο καιρό ήμουνα στην Λέσβο για τους μετανάστες» μας λέει και συμπληρώνει: «Προσπαθώ να βοηθάω με όποιον τρόπο μπορώ».
Στην άλλη πλευρά της πλατείας είναι το περίπτερο του κυρίου Λάμπρου. «Είναι τραγωδία αυτό που γίνεται» λέει. «Κάθε μέρα μερικοί άνθρωποι φεύγουν και καινούριοι καταφτάνουν, έρχονται εδώ συχνά και αγοράζουν κάρτες για τα κινητά τους». Τη συζήτηση διακόπτουν οι δυνατές φωνές μικρών παιδιών κάτω από το άγαλμα «Θησεύς σώζων την Ιπποδάμειαν». Περίπου δέκα μικρά αγόρια έχουν μαζευτεί γύρω από έναν ηλικιωμένο κύριο που τους μοιράζει καραμέλες. Είναι ο κύριος Μάρκος που διασκεδάζει τα προσφυγόπουλα με τα αστεία σκετσάκια του. «Μένω ακριβώς στον κάτω δρόμο. Ερχομαι εδώ και δύο χρόνια και φέρνω καραμέλες και παιχνίδια για τα παιδιά. Σήμερα ήρθα από Σύρο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού σκεφτόμουν τους ανθρώπους που κρυώνουν στην πλατεία».
Το βράδυ σε κάθε σπίτι θα είναι μαζεμένες μεγάλες παρέες για να υποδεχτούν το νέο έτος. Θα μετρήσουμε αντίστροφα, θα ανταλλάξουμε ευχές και θα τσουγκρίσουμε τα γυάλινα ποτήρια μας. Για την πλατεία Βικτωρίας όμως θα είναι άλλο ένα συνηθισμένο, παγωμένο βράδυ.