Το αποτέλεσμα των πρόσφατων ισπανικών εκλογών και οι διεργασίες που έχουν ξεκινήσει για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης παρακολουθούνται, όπως είναι φυσικό, με αυξημένο ενδιαφέρον απ΄ όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τους αξιωματούχους της ΕΕ, στις Βρυξέλλες. Ιδίως όμως από τις κυβερνήσεις και τα κόμματα που κινούνται στον χώρο της Αριστεράς και Κεντροαριστεράς, μετά την επιτυχία των Podemos να αναδειχθούν σε ρυθμιστές της επόμενης ημέρας. Αποτελεί στοιχείο αναφοράς στις έντονες ζυμώσεις του κεντροαριστερού χώρου, στην Ευρώπη και την Ελλάδα, για το πώς απαντά στην οικονομική κρίση και στις κοινωνικές συνέπειες των πολιτικών δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβάλλονται από τη συντηρητική πλειοψηφία των κυβερνήσεων της ΕΕ.
Διαμορφώνονται, λοιπόν, δύο τάσεις στον κεντροαριστερό χώρο σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ασφαλώς στην Ελλάδα. Η υπέρβαση της πολύχρονης κρίσης, η ανάπτυξη δηλαδή, θα γίνει με τη στρατηγική μιας μεταρρυθμιστικής σοσιαλδημοκρατίας ή με πολιτικές ριζοσπαστικού νεοκομμουνιστικού λαϊκισμού;
Το ερώτημα δεν είναι επίπλαστο και δεν έχει ακόμη οριστικά απαντηθεί.
Την πρώτη εκδοχή εκφράζουν οι προσπάθειες του Ματέο Ρέντσι και του Δημοκρατικού Κόμματος στην Ιταλία, του Φρανσουά Ολάντ και των Σοσιαλιστών στη Γαλλία, του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ και του SPD στη Γερμανία, ή του Αντόνιο Κόστα στην Πορτογαλία. Και γιατί όχι η προσπάθεια της Δημοκρατικής Συμπαράταξης στην Ελλάδα. Κοινή τους συνισταμένη είναι η προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, επιζητώντας την ισορροπία ανάμεσα στη φιλελεύθερη αγορά και την κοινωνική συνοχή, ενισχύοντας τη μεσαία τάξη. Χωρίς την έντονη κρατικιστική αντίληψη που κυριαρχούσε στη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, επί δεκαετίες, αλλά με ανάδειξη, εκτός της αρχής της αναδιανομής των κοινωνικών αγαθών, και του πως θα παράγεται ο κοινωνικός πλούτος.
Την δεύτερη εκδοχή ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Podemos και νεοκομμουνιστικής έκφανσης κόμματα και κινήματα που προτάσσουν το ρόλο του κράτους στη ανάπτυξη της παραγωγής και την αναδιανομή της, εξισώνοντας ό,τι έχει απομείνει από τη μεσαία τάξη με τα κοινωνικά στρώματα που επλήγησαν από τις πολιτικές λιτότητας.
Η υπέρβαση της πολύχρονης κρίσης, η ανάπτυξη δηλαδή, θα γίνει με τη στρατηγική μιας μεταρρυθμιστικής σοσιαλδημοκρατίας ή με πολιτικές ριζοσπαστικού νεοκομμουνιστικού λαϊκισμού;
Απορρίπτουν την ανάγκη ριζικών μεταρρυθμίσεων και προκρίνουν την φορολογική επιβάρυνση όσων ακόμη αντέχουν τις επιπτώσεις της κρίσης ή συνεχίζουν να παράγουν, υπό αντίξοες συνθήκες.
Στα καθ΄ ημάς, το εν λόγω δίλημμα, μετά την κυβερνητική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ και την εφαρμογή του τρίτου σκληρού μνημονίου έχει πάρει διαστάσεις έντονης αντιπαλότητας τόσο στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος όσο κι απέναντι στη Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι.
Ο ΣΥΡΙΖΑ με ριζοσπαστικό λαϊκίστικο λόγο κατάφερε να αναδειχθεί στην εξουσία ενώ τώρα η ηγεσία του επιδιώκει τον «σοσιαλδημοκρατικό εξαγνισμό» αναζητώντας στενές επαφές με τους ευρωπαίους σοσιαλιστές, προκαλώντας έτσι σφοδρή αντιπαράθεση με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι.
Η κίνηση των 53, στον ΣΥΡΙΖΑ, ταυτόχρονα, εκφράζοντας τη πιο νεοκομμουνιστική κι αριστερίστικη άποψη, υπενθυμίζει στην ηγεσία, τις ρίζες και τον χαρακτήρα του κόμματος.
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι προσπαθούν να διατυπώσουν ένα καινούργιο εκσυγχρονιστικό μεταρρυθμιστικό λόγο, όμως απέχουν ακόμη πολύ από το στόχο. Αφενός γιατί οι αντιστάσεις για την αναγκαία υπέρβαση, που επιβάλλουν οι συνθήκες, είναι ισχυρές στο εσωτερικό τους, επειδή κυριαρχούν, σε επίπεδο ηγεσίας, προσωπικές επιδιώξεις και η ανάγκη για δικαίωση. Αφετέρου γιατί η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων γίνεται υποκρύπτοντας υποκειμενικές στοχεύσεις κι όχι τη διαμόρφωση ενός στρατηγικού πλαισίου αναφοράς για τον κατακερματισμένο κεντροαριστερό χώρο.
Βουλευτές και στελέχη από τη μεταρρυθμιστική τάση του Σπύρου Λυκούδη εκτιμούν ότι αργά ή γρήγορα το δίλημμα «Κεντροαριστερά ή Φιλελεύθεροι» θα απαντηθεί από τις ίδιες εξελίξεις
Στο εσωτερικό της Δημοκρατικής Συμπαράταξης έντονη είναι η εκτίμηση αρκετών από το χώρο του ΠΑΣΟΚ ότι οι περισσότεροι από τους ψηφοφόρους που έφυγαν και στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ, απογοητευμένοι από τη μεταστροφή στην εφαρμογή του μνημονίου, θα ξαναστρέψουν το βλέμμα τους στο παλιό τους κόμμα. Δεν την ασπάζονται άλλα στελέχη με το επιχείρημα ότι έχουν περάσει οι εποχές όπου μπορούσε το ΠΑΣΟΚ να υποσχεθεί ή παρέχει κίνητρα και πως θα πρέπει να υιοθετηθούν καινοτόμες πολιτικές που θα οδηγούν στην ενιαιοποίηση του χώρου με τη συγκρότηση σταδιακά ενός νέου πολιτικού φορέα. Ανάλογες είναι οι θέσεις της ΔΗΜΑΡ και των κινήσεων πολιτών που συμμετέχουν στη Δημοκρατική Συμπαράταξη και προσωπικοτήτων από τον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς. Ανάλογες είναι οι προσεγγίσεις ανένταχτων προσωπικοτήτων όπως του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, που διατύπωσε σχετική πρόταση προσφάτως, της Αννας Διαμαντοπούλου, του Γιώργου Φλωρίδη.
Στο Ποτάμι παρακολουθούν με αγωνία την εσωκομματική εξέλιξη στη ΝΔ καθώς θεωρούν ότι τυχόν επικράτηση του Βαγγέλη Μεϊμαράκη θα απελευθερώσει φιλελεύθερες δυνάμεις που θα βρούν «καταφύγιο» στη Σεβαστουπόλεως. Ωστόσο βουλευτές και στελέχη από τη μεταρρυθμιστική τάση του Σπύρου Λυκούδη εκτιμούν ότι αργά ή γρήγορα το δίλημμα «Κεντροαριστερά ή Φιλελεύθεροι» θα απαντηθεί από τις ίδιες εξελίξεις επισημαίνοντας ότι «δεν μπορείς να είσαι με τον φιλελεύθερο Ριβέρα στην Ισπανία και από τη άλλη μετέχεις στην Ομάδα των Δημοκρατών και Σοσιαλιστών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο».
Εξάλλου και στις ευρωπαϊκές χώρες, Γαλλία, Ισπανία, εξελίσσεται ανάλογη συζήτηση. Στο Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα έχει κατατεθεί η ιδέα ακόμη και για αλλαγή ονομασίας, «Λαϊκή Συμμαχία» προτείνεται, ενώ στην Ισπανία ορισμένοι Σοσιαλιστές συζητούν την απάλειψη του όρου «εργατικό (obrero)» από τον τίτλο του κόμματος, PSE αντί PSOE.
Τούτων δοθέντων η έκβαση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τους επόμενους μήνες, του ερωτήματος που ετέθη παραπάνω είναι προφανές ότι θα επηρεάσει αντίστοιχα και τη πορεία των διεργασιών στην Ελλάδα.