Από τους μεγάλους του ποδοσφαίρου ήταν ο πιο αντιστάρ –ο κόσμος δεν τον λάτρεψε ούτε επειδή ήταν «αλάνι» όπως ο Μαραντόνα, ούτε επειδή ήταν «εξωγήινος» όπως ο Κρόιφ, ούτε επειδή ήταν «μάγος» όπως ο Πελέ, κι όμως: ο Φραντς Μπεκενμπάουερ είναι, ήταν, ένας πρίγκιπας του αθλήματος, αυτός που το άλλαξε όσο κανείς άλλος στη δικιά του πατρίδα, η προσωποποίηση της γερμανικής αντοχής και της γερμανικής μεθόδου, ένας θρύλος του 20ου αιώνα που κι αυτός μας αφήνει σιγά – σιγά. Ο Φραντς Μπεκενμπάουερ, ο «Κάιζερ», δεν είναι πια εδώ, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 78 ετών.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της οικογένειάς του, ο «Κάιζερ» πέθανε στον ύπνο του την Κυριακή έχοντας γύρω του, τα αγαπημένα του πρόσωπα.
«Με βαθιά θλίψη ανακοινώνουμε ότι ο σύζυγός και πατέρας μας, Φραντς Μπεκενμπάουερ, πέθανε ειρηνικά στον ύπνο του χθες, Κυριακή, περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του. Σας ζητάμε να μας επιτρέψετε να θρηνήσουμε με σιωπή και να απέχετε από όλες τις ερωτήσεις» ανέφερε η ανακοίνωση της οικογένειας Μπεκενμπάουερ τη Δευτέρα. Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Είχε υποβληθεί σε δύο επεμβάσεις στην καρδιά, ενώ το 2019 έχασε εντελώς την όραση από το δεξί του μάτι.
Ο Φραντς Μπεκενμπάουερ γεννήθηκε στα ερείπια του σαρωμένου από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς Μονάχου στις 11 Σεπτεμβρίου 1945, λίγους μήνες μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πατέρας του ήταν ένας ταχυδρόμος, απεχθανόταν το ποδόσφαιρο και προσπαθούσε να αποτρέψει τον γιο του από το να ασχοληθεί με αυτό. Δεν τα κατάφερε. Ευτυχώς.
Ο Μπεκενμπάουερ έμελλε να γίνει ο ποδοσφαιριστής που θα άλλαζε το άθλημα –θα ήταν ο πρώτος αμυντικός που θα γινόταν αστέρας και θα βραβευόταν με Χρυσή Μπάλα– και θα μεταμόρφωνε την εθνική της Δυτικής, τότε, Γερμανίας σε παγκόσμια υπερδύναμη, μια ομάδα που από το 1966 έως το 1976, κυριάρχησε –πήρε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, ένα Πανευρωπαϊκό και δημιούργησε μια απίστευτη μυθολογία περί γερμανικού σθένους και αγώνα μέχρις εσχάτων.
Οπου και αν βρέθηκε, ό,τι και αν έκανε, απ’ όποια γωνιά και αν το έκανε, ο Μπεκενμπάουερ υπήρξε καταλυτικός. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσο άλλαξε τη μοίρα της άσημης Μπάγερν Μονάχου όταν μεταγράφηκε σε αυτήν στις αρχές των 60s από τη μεγάλη, τότε, ομάδα της πόλης του τη Μόναχο 1860: με τον Μπεκενμπάουερ «εγκέφαλο» η Μπάγερν Μονάχου ηγεμόνευσε στη Δυτική Γερμανία και έφτασε να κατακτήσει τρία συνεχόμενα Κύπελλα Πρωταθλητριών (1974-1976).
Ακόμα πιο εμβληματική ήταν η παρουσία του στην εθνική Δυτ. Γερμανίας. Το 1966 την οδήγησε ως τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου και έχασε στο Γουέμπλεϊ από τη γηπεδούχο Αγγλία και από το περιβόητο «γκολ-φάντασμα» στην παράταση.
Το 1970, στο Μουντιάλ του Μεξικού, πήρε την εκδίκησή του –οδήγησε τη Δυτ. Γερμανία στον θρίαμβο με 3-2 στον επικό προημιτελικό επί της τότε παγκόσμιας πρωταθλήτριας Αγγλίας. Και έπειτα έδωσε τον αγώνα που έμεινε στην ιστορία του αθλήματος: στις 17 Ιουνίου 1970, στην Πόλη του Μεξικού, ήταν ο ηρωικός πρωταγωνιστής στο πιο συγκλονιστικό παιχνίδι των Μουντιάλ, στον ημιτελικό κόντρα στην περίφημη Ιταλία – εκείνος έπαιξε σχεδόν όλο το ματς με βγαλμένο ώμο, αρνούμενος να αποχωρήσει από το γήπεδο και να εγκαταλείψει τους συμπαίκτες του.
Η Ιταλία νίκησε 4-3 στην παράταση, ο Μπεκενμπάουερ θα έμενε για πάντα ως η ενσάρκωση του πείσματος, του ταλέντου, της ομαδικότητας, της πειθαρχίας –ό,τι πιστεύει κανείς για το γερμανικό ποδόσφαιρο οφείλεται σε αυτόν τον παίκτη.
Ο,τι δεν κατάφερε το 1966 και το 1970, ο Μπεκενμπάουερ το κατάφερε το 1974 στη Γερμανία και στο Μόναχο. Σε εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο, σε ηλικία 29 ετών, ο Μπεκενμπάουερ ήταν ο φυσικός ηγέτης της ομάδας αλλά όπως λέγεται ήταν και άτυπα ο κόουτς, αυτός που θα έβαζε τα όρια σε μια ομάδα με πολύ ταλέντο αλλά και πολλή αναρχία (Γκερντ Μίλερ, Πολ Μπράιτνερ κ.ά). Στον τελικό η Δυτική Γερμανία νίκησε 2-1 την περίφημη Ολλανδία του Γιόχαν Κρόιφ. Είχε προηγηθεί η κατάκτηση του Euro 1972.
Το 1986 ο Μπεκενμπάουερ θα ήταν πια και επίσημα ο προπονητής της Δυτ. Γερμανίας που έφτασε ως τον τελικό στο Μουντιάλ του Μεξικού (έχασε από την Αργεντινή του Ντιέγκο Μαραντόνα), αλλά το 1990 στην Ιταλία θα ερχόταν η στιγμή ενός δεύτερου θριάμβου: ήταν ο ομοσπονδιακός προπονητής της ενωμένης πια ομάδας της Γερμανίας που θα κατακτούσε το Μουντιάλ και θα αναδεικνυόταν σε πρόσωπο μιας ολόκληρης χώρας που βρισκόταν σε εθνικό παροξυσμό λόγω της επανένωσης της χώρας.
Σε συλλογικό επίπεδο ο Μπεκενμπάουερ συνέδεσε το όνομά του με τη Μπάγερν Μονάχου, της οποίας τη φανέλα φόρεσε σε 582 αγώνες, πήρε πέντε πρωταθλήματα και πανηγύρισε τρία διαδοχικά Κύπελλα Πρωταθλητριών, σε μια άτυπη διαδοχή της τριετίας του Αγιαξ. Αγωνίστηκε επίσης στο Αμβούργο και στη Νιου Γιορκ Κόσμος των ΗΠΑ.
Θεωρείται -και είναι- ο σπουδαιότερος και πιο επιδραστικός αμυντικός στην ιστορία του ποδοσφαίρου, ενώ παράλληλα είναι ο ένας από τους μόλις τρεις ανθρώπους που έχει κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο ως ποδοσφαιριστής αλλά και ως προπονητής (οι άλλοι δύο είναι ο Γάλλος Ντιντιέ Ντεσάν και ο Βραζιλιάνος Μάριο Ζαγκάλο, που κι αυτός μας άφησε πριν λίγες ημέρες).
Οταν εγκατέλειψε την προπονητική, δεν παράτησε το ποδόσφαιρο. Υπήρξε διοικητικό στέλεχος της Μπάγερν Μονάχου, ενώ παράλληλα οδήγησε και σε μια ακόμα «κατάκτηση» Μουντιάλ: ως επικεφαλής της επιτροπής διεκδίκησης αρχικά και της οργανωτικής επιτροπής έπειτα, η Γερμανία διεκδίκησε, κέρδισε και διοργάνωσε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006.
Κατά τη διάρκεια της σπουδαίας καριέρας του ως ποδοσφαιριστής, κατέκτησε δύο Χρυσές Μπάλες, ενώ αναδείχθηκε κορυφαίος παίκτης στη Γερμανία τέσσερις φορές.
Τη Δευτέρα αναμενόταν να μεταδοθεί από το ARD το ντοκιμαντέρ «Μπεκενμπάουερ», ένα από τα πιο επιτυχημένα τηλεοπτικά πορτρέτα του θρύλου του γερμανικού ποδοσφαίρου.
Με αφορμή το ντοκιμαντέρ ο αδελφός του Βάλτερ είχε αποκαλύψει ότι τα πράγματα δεν είναι καλά για τον Φραντς. «Θα έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν πως είναι καλά και δεν μου αρέσει να λέω ψέματα. Δεν τα πάει καλά, αυτή είναι η αλήθεια. Η υγεία αντιμετωπίζει διαδοχικά σκαμπανεβάσματα» είπε ο αδελφός του.